Ο Θεόφραστος έδωσε τον κάτωθι ορισμό:
«Αδολεσχία εστί διήγησις λόγων μακρών και απρόβλεπτων».
Είναι, δηλαδή, η ροπή να λέγει κανείς πολλά και απερίσκεπτα. Είναι η ροπή προς πληθωρικές κενολόγες ρητορικές. Ασυνάρτητες πολυλογίες. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτήν τη λέξη τη χρησιμοποίησαν οι Αρχαίοι Έλληνες και την… τιμούν οι Νεοέλληνες σε απόδειξη της γνήσιας καταγωγής τους. Την τιμούν με φανατική ορμή. Είναι… θεσμικός τρόπος συμπεριφοράς. Είναι βασικό μέρος του σερνόμενου σημερινού Ελληνικού πολιτισμού.
Όταν κανείς στρέφει την προσοχή του προς την κοινωνικο-οικονομική ζωή της Ελλάδος, συναντά μεγαλοπρεπή την Αδολεσχία. Τα πλήθη αλλάζουν γραμμή και θέσεις ανάλογα με τα συμφέροντα και τους παίκτες τους. Ανάλογα με τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούν. Άλλα λέγουν στις ιδιωτικές συναντήσεις, άλλα κατ' ιδίαν. Η φθορά και διαφθορά λόγων και έργων κοσμούν δραστηριότητές τους. Διακηρύττουν την ανάγκη επικράτησης ήθους και αξιών και αρχών και ποδοπατούν τις διακηρύξεις τους. Επιπολαιότητα, δημοφιλία, ανευθυνότητα, ωφελιμισμός χαρακτηρίζουν (με λίγες εξαιρέσεις) τους Έλληνες (και όχι μόνο).
Το εργαλείο για την ανευθυνολογία και τη φτηνολογία είναι η Αδολεσχία. Είναι τα πολλά λόγια για κάλυψη της κωφότητας και ανεπάρκειας.
Ο Πυθαγόρας έλεγε:
«Μη εν πολλοίς ολίγα λέγε, αλλ’ εν ολίγοις πολλά».
Μη λέγεις λίγα με πολλά, αλλά πολλά με λίγα.
Όπως ακριβώς και ο νεώτερος πραγματιστικός αφορισμός
«δεν έχω χρόνο να σου γράψω λιγότερα».
Τα λίγα θέλουν σκέψη. Και η σκέψη είναι το θεμέλιο της σοβαρότητος, της υπευθυνότητος, της αξιοπρέπειας στον λόγο και στη γραφή.
Ο Ιπποκράτης αξίωσε διπλή αμοιβή όταν ένας φλύαρος ζήτησε να γίνει μαθητής του. Τη μια αμοιβή για να μάθει να μιλά και την άλλη για να μάθει να σιωπά.
Λόγια, αυταπάτες, πλάνες, ρητορικές, λαϊκισμοί, ανευθυνόλογες Αδολεσχίες. Έτσι παράχθηκαν, έτσι συσσωρεύονται, έτσι κυριαρχούν η φθορά και η διαφθορά σε μια πολυβασανισμένη, όχι πλέον αθώα, Κοινωνία…
Αδολεσχία σημαίνει: η ακατάσχετη, υπερβολική σε μάκρος (αμετροέπεια, λογοδιάρροια), φλύαρη, απερίσκεπτη και κουραστική ομιλία (αργολογία, κενολογία), η πολυλογία, η περιττολογία και η ματαιολογία (μωρολογία ή αερολογία).
Συνεκδοχικώς, όμως, μπορεί να δηλώνει επίσης και τη συνομιλία, την οξύνοια, τη λεπτότητα σκέψεως, τη λεπτολογία και την πανουργία.
Ο όρος αδολεσχία έκανε δυναμικά την εμφάνισή του κατά τον 18ο αιώνα, στη θεολογική Γραμματολογία με το γνωστό έργο τού Αρχιεπίσκοπου Χερσώνος και Σλαυνίας Ευγένιου Βούλγαρη (1716-1806) Αδολεσχία Φιλόθεος (Βιέννη 1801, 1858).
Στην Αρχαιότητα
Την αδολεσχία καυτηρίαζαν ήδη από την Αρχαιότητα οι Έλληνες σοφοί (Ησίοδος, Πυθαγόρας, Πλάτων, Ισοκράτης, Ευριπίδης, Επίκτητος, Θεόφραστος, Κλεόβουλος κ.ά.), επαινώντας, αντιθέτως, τη λακωνικότητα:
(«το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν»
ή
«κρείττον σιωπάν ή λαλείν μάτην»)
και τη σιωπή:
«Οι κράτιστοι των ανθρώπων βραχυλογώτατοι»
(Απολλώνιου Τυανέως, Επιστολή π’) ή
«ή λέγε τι σιγής κρείττον ή σιγήν έχε»
(Μενάνδρου, 245).
Και τούτο, γιατί ηθικώς η φλυαρία υπερβαίνει το μέτρον (βλ. μετριολογία).
Στην Π.Δ., ο Σοφός Σειράχ συνιστά:
«μη αδολέσχει εν πλήθει πρεσβυτέρων»
(7, 14). Ο ίδιος, επίσης, ερωτά:
«Τις δώσει μοι επί στόμα μου φυλακήν και επί των χειλέων μου σφραγίδα πανούργον, ίνα μη πέσω απ’ αυτής και η γλώσσα μου απολέση με;»
(22, 27).
Στον χριστιανισμό
Στον Χριστιανισμό, κάθε λόγος πού αναφέρεται σε υλικά πράγματα, εκτός από τα αναγκαία, θεωρείται κατ’ ακρίβεια αργολογία.
Η αδολεσχία παιδαγωγικώς (ως μέσο δηλ. άσκησης) αποδοκιμάζεται, γιατί όχι μόνο υποδηλώνει πνευματική νάρκωση (νέκρωση), παραφορά και ακράτεια τής γλώσσας, απρομελετησία (αργία), ημαρτημένη χρήση («εκμετάλλευση») ή/και απώλεια του χρόνου, επιπολαιότητα, απροσεξία, ασυνεσία, ακρισία και καυχησιολογία (αυταρέσκεια, αυτοέπαινος, εγωπάθεια), αλλά και οδηγεί σε ποικίλα άλλα αμαρτήματα (προπέτεια, κυνισμός, αθυροστομία, κατάκριση, φιλονικία, αισχρολογία, ακριτομυθία, διαπόμπευση, μεγαλαυχία, κολακεία, υποκρισία κ.λπ)· κυρίως, όμως, γιατί εκδιώκει από την καρδία το
«χαροποιόν πένθος».
Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η αδολεσχία ―που συνιστά, βεβαίως, αμαρτία, αφού
«υπέρ αργού λόγου λόγον δώσωμεν»
(Προς Ξένην, MPG 150, 1053B)― συνδεόμενη συχνά με την ευτραπελία και την αστειότητα, επιφέρει διάχυση και διασκορπισμό τής ψυχής· το πάθος δε αυτό πηγάζει από την υπερηφάνεια, αφού ουδέποτε σχεδόν ή σπανίως ακούει ο φλύαρος τους άλλους να ομιλούν, αλλ’ ακαταπαύστως, όπως ένας μέθυσος παραληρώντας μπορεί να ξεγυμνώσει τον νου του, λαλεί μόνο αυτός.
Μάλιστα δε, συμφώνως προς τον όσιο Μάρκο τον Ασκητή, δεν είναι ένοχος μόνο ο αδολέσχης, αλλά και αυτοί που τον ακούν:
«εί τις ματαιολόγοις ανθρώποις περιτύχοι, υπεύθυνον εαυτόν ηγείσθω των τοιούτων ῥημάτων· κάν μη προσφάτως, αλλ’ εκ παλαιού χρεωστήματος»
(Περί νόμου πνευματικού, ρνδ’).
Ο απόστολος Παύλος απαγορεύει αυστηρώς την αδολεσχία:
«Πας λόγος σαπρός εκ του στόματος υμών μη εκπορευέσθω, αλλ’ εί τις αγαθός προς οικοδομήν τής χρείας, ίνα δω χάριν τοις ακούουσιν»
(Εφ. 4, 29).
Ομοίως, οι Πατέρες τής Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, Αντίοχος Μοναχός κ.ά.) καταδικάζουν με οξύτητα το πνεύμα τής αργολογίας:
«Και γαρ περιττά φθέγγεσθαι πολλή η ζημία, δέον ή διδάσκειν ή εύχεσθαι ή ευχαριστείν.»
«Ουδέ γαρ χρημάτων μεν φείδεσθαι οφείλομεν, ῥημάτων δε ου. Αλλά μάλιστα τούτων ή εκείνων, και μη απλώς πάσιν εαυτούς εκδούναι»,
παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Προς Τίτον 6, MPG 62, 697).
Ως σύμπτωμα διπολικής διαταραχής
Σε ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, η ανεξέλεγκτη και ακατάπαυστη ομιλία παρατηρείται στα μανιακά επεισόδια της διπολικής διαταραχής.
Η παθολογική λογόρροια (logorrhea) συγγενεύει με τα σχιζοφρενικά συμπτώματα της καταφασίας (λεκτική στερεοτυπία), της «σαλάτας λέξεων» (ασυναρτησία), της «χάλασης συνειρμού» (loosening of associations) και της «πίεσης λόγου» (pressured speech).
Ο λογοκόπος φαίνεται ότι παρουσιάζει καθήλωση (fixation) στο στοματικό στάδιο. Επίσης, ο φλύαρος, θέλοντας με την πολυλογία του να αγαπηθεί ―γιατί αυτό ψυχολογικώς είναι το βαθύτερο αίτιο της «προσκολλήσεως» και σχεσιακότητάς του με τους άλλους (J. Lacan)― μισείται και αποφεύγεται.
Νομίζοντας, εξάλλου, ότι τον θαυμάζουν, γίνεται, στην πραγματικότητα, περίγελως.
Ετυμολογία
αδολεσχία [< ἄδην (= πολύ, αφθόνως) ή ἀαδείν (= ὀχλεῖν) + λέσχη (=συνομιλία, συζήτηση, το να μιλάει κάποιος ακατάσχετα, ανόητη κουβέντα, φλυαρία
)], garrulity, gabble, prate, Redefluß· βλ. και verbalism, βαττολογία, σιγή.
Αδολέσχης είναι εκείνος που λέει ό,τι του έρχεται στο μυαλό.
Βιβλιογραφία
Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αδολεσχία», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α’, σ. 237-238,
Καλύβας Χ. Α., Λεξικόν Αθλιοτήτων, Αθήναι 1979· Kaplan & Sadock’s,
Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχιατρικής, Αθήναι 2004·
Κεσελόπουλος Α. Πάθη και Αρετές στη Διδασκαλία τού Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, Αθήνα 1986·
Λεβαδεύς Ι. Ν., Κάτοπτρον της Κοινωνίας, εν Αθήναις 1902
Μπαμπινιώτης Γ. Δ., Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998.