«… Τὸ νά λέγωμε ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι πιστεύουμε στόν Θεό καί εἴμεθα χριστιανοί καί ἀφ’ ἑτέρου νά μην προσευχώμεθα εἶναι δύο πράγματα ἀσυμβίβαστα. Το ἄν κανείς προσεύχεται, άποτελεῖ το ἀσφαλέστερο τεκμήριο τοῦ ἄν ζῆ συνειδητά ὡς χριστιανός.
Ἡ χριστιανική Πίστη εἶναι πίστη προσευχομένων. Ἄνθρωπος που δεν προσεύχεται, ἀκόμη και ἄν φαίνεται ὁ πλέον ἐνάρετος, δεν μπορεῖ να εἶναι πραγματικός χριστιανός, ὅσο και ἄν ἴσως θέλη να συγκαταλέγη τον ἐαυτό του με ἐκείνους. Πῶς μπορῆ να πιστεύη σ’ Αὐτόν που δεν γνωρίζει; Διότι ἡ παρουσία και ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μόνο δια μέσου τῆς προσευχῆς μᾶς γίνονται αἰσθητές και γνωστές.
Ἄλλο λοιπόν ἡ πίστις στον Θεό και στο θέλημά του και ἄλλο προσευχή. Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι» ὅμως δεν προσεύχονται. Γι’ αὐτό και ὅποιος πιστεύει μεν, ἀλλά δεν προσεύχεται, ὁμοιάζει με τους δαίμονες, που εἶναι πνευματικά νεκροί, δυσώδεις και ἀποκομμένοι ἐντελῶς ἀπό τον Θεό. «Ὅπως το σῶμα αὐτό το δικό μας χωρίς την ψυχή εἶναι νεκρό και ἀποκρουστικό, ἐτσι και ἡ ψυχή που δεν κινεῖ τον ἐαυτό της σε προσευχή εἶναι νεκρή, ἄθλια και δυσώδης», μας βεβαιώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Εἶναι δηλαδή ἡ προσευχή ἡ ζωἠ και ἡ «ψυχή» τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἄρα πιο ἀναγκαία και ἀπό αύτήν την ζωή του σώματος.
Ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε να εμφανισθῆ σ’αὐτόν που τηρεῖ τις ἐντολές του: «ὁ ἔχων τας εντολάς μου και τηρῶν αὐτάς, ἐκείνος ἐστίν ὁ άγαπῶν με. ὁ δε ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου, καγώ ἀγαπήσω αὐτόν και ἐμφανίσω αὐτῶ ἐμαυτόν». Τι εἶναι δε τήρησις ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ; Το να ἀγαπήσωμε και να προσπαθήσωμε να ἀποκτήσωμε τις ἀρετές που μας δίδαξε ὁ Κύριος στο Ευαγγέλιο, ἀφοῦ προηγουμένως μισήσωμε και ἐκδιώξωμε ἀπό την ψυχή μας τις ἀντίστοιχες κακίες: στην θέσι τοῦ φθόνου να βάλωμε την ἀγάπη, στη θέσι τῆς φιλαργυρίας την ἐλεημοσύνη, στη θέσι τῆς ὀργῆς την πραότητα και στη θέσι τῆς ὑπερηφανείας την ταπεινοφροσύνη.
Ἔτσι και ἡ προσευχή, εἶναι εὐαγγελική ἐντολή που δόθηκε σε ὅλους τους ἀνθρώπους. Ὅπως δε στην ἄσκησι ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν οἱ λαϊκοί πρέπει να προσανατολίζωνται προς το παράδειγμα τῶν μοναχῶν -σύμφωνα με το ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, «φῶς για τους μοναχούς εἶναι οἱ Ἄγγελοι ἐνῶ φῶς για ὅλους τους ἀνθρώπους εἶναι ἡ μοναχική πολιτεία»- κατ’ ἀναλογίαν, αὐτό ἰσχύει και στην ἄσκηση τῆς προσευχῆς.
Πρέπει λοιπόν να ἐξασκοῦμε και με τα σωματικά ἔργα και με τον προφορικό λόγο και με τη σκέψι μας την δυνατή σ’ ἐμάς τώρα προσευχή συνεχῶς, μέχρις ὅτου ἐπιτύχουμε το «δῶρο». Ποιο εἶναι αὐτό το δῶρο; Εἶναι έκείνο το μυστικό και ἀπόρρητο δῶρο τῆς προσευχῆς που δίνει το Ἅγιον Πνεῦμα στον ἄνθρωπο και το ὀποῖο παραμένει μαζί του συνεχῶς (ὡς ἐνέργεια τῆς Νοερᾶς Καρδιακῆς Προσευχῆς). Αὐτό το δῶρο ἄλλοτε μεν ἔλκει μόνο του τον νοῦ, που ἀξιώθηκε να το λάβη, προς την πλέον ἄρρητη ἔνωσι και πηγάζει ἱερή εὐφροσύνη και ἄλλοτε πάλι συνοδεύει μυστικά τον νοῦ που ἀνυψώνεται προς τον Θεό και συμπροσεύχεται με αὐτόν σαν μια μουσική ὑπόκρουσι σε κάποιον που τραγουδᾶ, ἐναρμονίζοντας το τραγούδι του με αὐτήν. Το μυστικό δηλαδή αὐτό χάρισμα του Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἕνα εἶδος προσευχῆς ριζωμένης στην καρδιά του ἀνθρώπου που ἐνεργεῖ συνεχῶς κατά το ἱερό λόγιο: «Ἐγώ καθεύδω και ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ».
Ὅσο λοιπόν και ἄν αὐτά φαίνονται παράξενα στον δικό μας σαρκικό νοῦ, ἀς μην ἀπιστήσωμε. Οἱ πατέρες δεν κάνουν φιλοσοφικές θεωρίες, ἀλλά μιλούν με βεβαιότητα και κῦρος ἐκφράζοντας τα βιώματα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, που τους εἶναι κοινά.
Ἄν κάνωμε μια σύγκριση τῶν διαφόρων ἐποχῶν, θα δοῦμε ὄτι καθῶς σιγά-σιγά πλεονάζει ἡ ἀμαρτία στον κόσμο και ἐνεργείται σταδιακά το «μυστήριον τῆς ἀνομίας» ἔτσι και ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ὑπερπερισσεύει παρέχοντας πλουσιώτερα τα βοηθητικά μέσα σε ὄσους θέλουν να πλησιάσουν τον Θεό. Ἔτσι ἡ Θεολογία πλατύνεται και ἀποσαφηνίζεται, ἡ Λατρεία της ἐμπλουτίζεται, ἡ Πνευματικότης της κυρήσσεται «ἐν ταῖς πλατείαις» και «ἐπί τῶν δωμάτων».
Ἄς μην προσπαθοῦμε λοιπόν να σβήνωμε τη δίψα μας με «ζωγραφιστό νερό» μόνο, ὅπως πολύ χαρακτηριστικά λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, σχετικά με την θεωρητική μόνο ἐνασχόλησι με τα νηπτικά θέματα, ἀλλά ἄς προσπαθήσωμε να πιοῦμε ἀπό αὐτά τα ἴδια ἄδολα νάματα «τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου». Ἡ ἀνάγκη εἶναι ἐπιτακτική, ἀκριβῶς λόγῳ τῶν τῆς ἐποχῆς στην ὀποῖα ζοῦμε. Ἄν ἡ ἀποστασία ἔφθασε ἤδη, πῶς θα μπορέσουμε να ἀντιμετωπίσωμε ἐκείνον που θα προσπαθήση να πλανήση «εἰ δυνατόν και τους ἐκλεκτούς»; Μόνο ἄν ἔχωμε την «ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ» το ὄνομα δηλαδή τοῦ Χριστοῦ «τυπωμένο στην ψυχή μας σαν μια σφραγίδα ἀνεξάλειπτη» ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Εἵθε ἡ Χάρις και ἡ εὐλογία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ να εἶναι ἀφθονοπάροχη σε ὄλους ὄσους ἐπιθυμοῦν και προσπαθοῦν να γευθοῦν κάτι ἀπό την πλούσια και ὑψηλή ἐν Χριστῷ ἐμπειρία τῶν Πατέρων μας. Ἀμην.
Αποσπάσμα από το βιβλίο
“Πνευματικές Διαδρομές στους Μακαρισμούς”