Η νόησή μας κατέχει στην τάξη των κατανοητών πραγμάτων την ίδια θέση που κατέχει το σώμα μας στην επέκταση της φύσης.
Περιορισμένοι όντες με κάθε τρόπο, αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα σε δύο άκρα βρίσκεται σε όλες τις ικανότητάς μας.
Οι αισθήσεις μας δεν αντιλαμβάνονται τίποτα ακραίο:
ο υπερβολικός θόρυβος μας κουφαίνει, το υπερβολικό φως μας τυφλώνει, η υπερβολικά μεγάλη και η υπερβολικά μικρή απόσταση εμποδίζουν την όρασή μας, η υπερβολική διάρκεια και η υπερβολική συντομία καθιστούν μια συζήτηση ασαφή, μια υπερβολή αληθειών μας καταπλήσσει (γνωρίζω κάποια άτομα που δεν μπορούν να καταλάβουν ότι μηδέν μείον τέσσερα κάνει μηδέν)· οι πρώτες αρχές είναι υπερβολικά προφανείς για εμάς, η υπερβολική απόλαυση μας κουράζει, στη μουσική οι υπερβολικές συνηχήσεις μας ενοχλούν και οι υπερβολικές ευεργεσίες μας θίγουν και θέλουμε να ξεπληρώσουμε το χρέος:
Beneficia eo usque laeta sunt dum videntur exsolvi posse. Ubi multum antevenere, pro gratia odium redditur.
Δεν αισθανόμαστε ούτε το ακραία ζεστό ούτε το ακραία κρύο άκρο.
Οι ακραίες ιδιότητες είναι εχθροί μας και δεν είναι αισθητές:
δεν τις αισθανόμαστε πια, τις υποφέρουμε.
Η υπερβολική νεότητα και το υπερβολικό γήρας βλάπτουν τη νόησή μας, όπως η υπερβολική ή η υπερβολικά λίγη μόρφωση.
Τελικά, τα άκρα για εμάς είναι σαν να μην υπάρχουν, και εμείς για τα δικά τους μάτια δεν υπάρχουμε εκείνα μας διαφεύγουν και εμείς διαφεύγουμε από εκείνα.
Αυτή είναι η πραγματική μας κατάσταση· αυτή μας καθισιά ανίκανους να γνωρίζουμε με σιγουριά και να αγνοούμε απόλυτα.
Πλέουμε μέσα σε έναν αχανή χώρο, πάντοτε αβέβαιοι και ασταθείς, ωθούμαστε από το ένα σημείο στο άλλο.
Πλέουμε μέσα σε έναν αχανή χώρο, πάντοτε αβέβαιοι και ασταθείς, ωθούμαστε από το ένα σημείο στο άλλο.
Ο οποιοσδήποτε προορισμός, στον οποίο πιστεύουμε ότι θα καταφέρουμε να προσκολληθούμε και να παραμείνουμε σταθεροί, παραπαίει και μας εγκαταλείπει· και αν τον ακολουθήσουμε ξεφεύγει από τη λαβή μας: απομακρύνεται και ξεγλιστρά σε μια αιώνια φυγή.
Τίποτα δεν σταματά για εμάς.
Αυτή είναι η φυσική μας κατάσταση· και παρ’ όλα αυτά, είναι η πιο αντίθετη στην κλίση μας· καιγόμαστε από την επιθυμία να βρούμε μια σταθερή θέση, μια τελική ακίνητη βάση για να χτίσουμε επάνω έναν πύργο που θα μας ανυψώσει προς το άπειρο- αλλά το κάθε μας θεμέλιο τρίζει και η γη ανοίγει για να αποκαλύψει αβύσσους.
Δεν ψάχνουμε, επομένως, σιγουριά και σταθερότητα.
Η λογική μας απογοητεύεται πάντα από την ασυνέπεια των φαινομένων τίποτα δεν μπορεί να ακινητοποιήσει το πεπερασμένο ανάμεσα στα δύο άπειρα, τα οποία το περικλείουν και το απομακρύνουν.
Αν το καταλαβαίναμε καλά αυτό, πιστεύω ότι θα ηρεμούσαμε, ο καθένας στην κατάσταση στην οποία τον έχει τοποθετήσει η φύση.
Έχοντας αγγίξει αυτή τη μέση κατάσταση, πάντα μακρινή από τα άκρα, τι σημασία έχει αν ο άνθρωπος έχει μια παραπάνω γνώση των πραγμάτων;
Αν την έχει, θα τα κοιτάζει από πιο ψηλά.
Αν την έχει, θα τα κοιτάζει από πιο ψηλά.
Δεν θα είναι πάντα απείρως μακριά από τον σκοπό, και η ζωή μας δεν θα είναι απείρως (μακρινή) από την αιωνιότητα αν διαρκέσει δέκα χρόνια παραπάνω;
Μπροστά σε αυτά τα άπειρα, όλα τα πεπερασμένα είναι ίδια και δεν βλέπω τον λόγο να βάλουμε τη φαντασία μας στο ένα περισσότερο από το άλλο.
Μπροστά σε αυτά τα άπειρα, όλα τα πεπερασμένα είναι ίδια και δεν βλέπω τον λόγο να βάλουμε τη φαντασία μας στο ένα περισσότερο από το άλλο.
Η σύγκριση και μόνο που κάνουμε ανάμεσα σε εμάς και το άπειρο μας αναστατώνει.
Αν ο άνθρωπος μελετούσε πρώτα απ’ όλα τον εαυτό του, θα έβλεπε ότι είναι ανίκανος να προχωρήσει πιο πέρα.
Πώς μπορεί ένα μέρος να γνωρίζει το σύνολο;
Αλλά η φιλοδοξία του θα είναι να γνωρίσει τουλάχιστον τα μέρη με τα οποία έχει κάποια αναλογία.
Αλλά τα μέρη του κόσμου έχουν όλα τους μια τέτοια σχέση και μια τέτοια σύνδεση το ένα με το άλλο, ώστε θεωρώ αδύνατον να μπορέσουμε να γνωρίσουμε το ένα χωρίς το άλλο και χωρίς το σύνολο.
Ο άνθρωπος, για παράδειγμα, έχει μια σχέση με όλα αυτά που ξέρει.
Έχει ανάγκη τον χώρο μέσα στον οποίο βρίσκεται, τον χρόνο για να διαρκέσει, την κίνηση για να ζήσει, τα στοιχεία που τον συγκροτούν, τη ζέστη και την τροφή για να συντηρηθεί, τον αέρα για να αναπνέει· βλέπει το φως, νιώθει τα σώματα· τελικά όλα βρίσκονται σε συμμαχία μαζί του.
Πρέπει, επομένως, να ξέρουμε, για να μάθουμε τον άνθρωπο, από πού προέρχεται η ανάγκη του για αέρα προκειμένου να ζήσει, και για να γνωρίσουμε τον αέρα πρέπει να ξέρουμε από πού προέρχεται αυτή του η σχέση με τη ζωή του ανθρώπου, κ.λπ.
Γι’ αυτό, αφού όλα τα πράγματα είναι αιτίες και αποτελέσματα, καθώς δέχονται βοήθεια και δίνουν βοήθεια, και ενώνονται όλα με μια φυσική σύνδεση που συνδέει τα πιο μακρινά και τα πιο διαφορετικά, θεωρώ αδύνατον να γνωρίζεις τα μέρη χωρίς να γνωρίζεις το σύνολο, όπως και το να γνωρίζεις το σύνολο χωρίς να γνωρίζεις τα μέρη...
Και αυτό που συμπληρώνει την ανικανότητά μας να γνωρίζουμε τα πράγματα, είναι ότι αυτά είναι απλά, ενώ εμείς αποτελούμαστε από δύο αντίθετες φύσεις και διαφορετικού είδους: από ψυχή και σώμα.
Πράγματι, είναι αδύνατον να μην είναι πνευματικό το μέρος του εαυτού μας που σκέφτεται· και αν ισχυριζόμασταν ότι αποτελούμαστε απλά από σώμα, αυτό θα μας απέκλειε πολύ περισσότερο από τη γνώση των πραγμάτων, καθώς δεν υπάρχει τίποτα τόσο αδιανόητο όσο το να λέμε ότι η ύλη γνωρίζει τον εαυτό της: είναι αδύνατον να ξέρουμε πώς θα το γνώριζε.
Έτσι, αν [είμαστε] απλώς ύλη, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα και αν αποτελούμαστε από πνεύμα και ύλη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε στην εντέλεια τα απλά πνευματικά ή σωματικά πράγματα.
Από αυτό προκύπτει ότι σχεδόν όλοι οι φιλόσοφοι συγχέουν τις ιδέες των πραγμάτων και μιλούν πνευματικά για τα σωματικά πράγματα και υλικά για τα πνευματικά.
Λένε, με τόλμη, ότι τα σώματα έχουν μια τάση προς τα χαμηλά, αναπνέουν από το κέντρο τους, ξεφεύγουν από την καταστροφή τους, και τρέμουν το κενό- λένε ότι η ύλη έχει κλίσεις, συμπάθειες, αντιπάθειες, πράγματα που χαρακτηρίζουν μόνο τα πνεύματα.
Και ωθούμενοι από τις πνευματικές υπάρξεις τις αντιμετωπίζουν σαν να βρίσκονται σε έναν χώρο και τους αποδίδουν την κίνηση από ένα σημείο σε ένα άλλο, πράγματα που χαρακτηρίζουν μόνο τα σώματα.
Αντί να δεχόμαστε τις ιδέες αυτών των πραγμάτων στην αγνότητά τους, τις χρωματίζουμε με τις ιδιότητάς μας και γονιμοποιούμε με τη σύνθετη ύπαρξή μας όλα τα απλά πράγματα που συλλογιζόμαστε.
Ποιος θα αμφέβαλλε, βλέποντάς μας να συνθέτουμε όλα τα πράγματα του πνεύματος και του σώματος, ότι ένα τέτοιο μπέρδεμα θα μπορούσε να γίνει κατανοητό;
Ωστόσο είναι αυτό που κατανοούμε λιγότερο.
Ωστόσο είναι αυτό που κατανοούμε λιγότερο.
Ο άνθρωπος είναι το πιο θαυματουργό αντικείμενο της φύσης:
επειδή δεν μπορεί να συλλάβει τι είναι το σώμα και ακόμα περισσότερο τι είναι το πνεύμα, και πιο πολύ απ’ όλα πώς ένα σώμα μπορεί να είναι ενωμένο με ένα πνεύμα.
επειδή δεν μπορεί να συλλάβει τι είναι το σώμα και ακόμα περισσότερο τι είναι το πνεύμα, και πιο πολύ απ’ όλα πώς ένα σώμα μπορεί να είναι ενωμένο με ένα πνεύμα.
Αυτό είναι το αποκορύφωμα των δυσκολιών του, αν και αυτή ακριβώς είναι η πραγματική του ύπαρξη: Ο τρόπος με τον οποίο τα σώματα και τα πνεύματα δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον άνθρωπο, και ότι εξακολουθεί να υπάρχει.
***
Από μια μαθηματική οντότητα, όπως στις νεανικές σπουδές, το άπειρο γίνεται στον Πασκάλ το κλειδί για να συλλογιστεί ποια είναι η θέση του ανθρώπου στο σύμπαν.
Στριμωγμένη ανάμεσα στο άπειρο μεγαλείο των κοσμικών χώρων και την άπειρη μικρότητα των ζωντανών οργανισμών, η ανθρώπινη ψυχή αιωρείται ανάμεσα στο τίποτα και το όλον, ανάμεσα στη φιλοδοξία να φτάσει στο άπειρο και τους περιορισμούς της φύσης της.
Μπλεζ Πασκάλ - Σκέψεις, 72,
Λεόν Μηρουνσβίγκ.
Grande Antologia Filosofica,
επίβλεψη Michele Fenterico Sciacca,
Marzorati, Milano -1964