«Η ελευθερία της βούλησης μας δίνει τη δυνατότητα να μάθουμε ή να μη μάθουμε. Να κάνουμε το κακό ή να κάνουμε το καλό. Ν’ αγαπάμε ή να στερούμε τον εαυτό μας από την αγάπη, ακόμη και να θέλουμε ή να μη θέλουμε να ζούμε (και το να μη θέλουμε να ζούμε δεν είναι πάντα συνώνυμο της απόπειρας αυτοκτονίας).
Είμαστε ελεύθεροι και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την ελευθερία για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και να βελτιώσουμε τον κόσμο γύρω μας ή το αντίθετο. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα ακόμη πράγμα ανάμεσα στ’ άλλα. Όλα τα’ άλλα πράγματα ορίζουν το ένα το άλλο, ο άνθρωπος, όμως, σε τελική ανάλυση, ορίζει ο ίδιος τον εαυτό του. Αυτό που θα γίνει, μέσα στα όρια των ικανοτήτων και του περιβάλλοντός του, πρέπει να το δημιουργήσει μόνος του»
(Βίκτωρ Φρανκλ).
«Όλοι σχεδόν, κάποια στιγμή στη ζωή μας, έχουμε περάσει μια περίοδο σύγχυσης σχετικά με το αποκαλούμενο ‘πνευματικό ζήτημα’. Αυτή η σύγχυση οφείλεται στο επιφανειακό χάος που δημιουργείται όταν το θέμα παραπέμπει για κάποιους σε αίνιγμα, για άλλους σε θρησκεία ή φιλοσοφία, και για κάποιους άλλους σ’ ένα είδος απόκρυφης επιστήμης.
Ξεκαθαρίζοντας από την αρχή πως ο καθένας μπορεί να έχει την προσωπική του άποψη, μου φαίνεται σημαντικό να εξηγήσω ότι σ’ αυτό το βιβλίο, όταν μιλάμε για πνευματικότητα, αναφερόμαστε κατά το μάλλον ή ήττον στη σχέση κάθε ανθρώπου με τον κόσμο του ‘πνευματικού’, αντιλαμβανόμενοι αυτόν τον κόσμο ως το σύνολο των χαρακτηριστικών καθενός, πέρα από εγκόσμιους ορισμούς και ανεξαρτήτως επιτευγμάτων και επιτυχιών έναντι των συνανθρώπων.
Πρόκειται για τον κόσμο που φέρνει σε επαφή το άτομο με το άυλο, το υπερβατικό, μ’ όλα αυτά που γνωρίζει ή διαισθάνεται ως θεμελιώδη, ουσιώδη και ταυτόχρονα οικεία.
Πρόκειται για τον κόσμο που φέρνει σε επαφή το άτομο με το άυλο, το υπερβατικό, μ’ όλα αυτά που γνωρίζει ή διαισθάνεται ως θεμελιώδη, ουσιώδη και ταυτόχρονα οικεία.
Αυτός ο ορισμός, που μπορεί να φαίνεται υπερβολικά ασαφής ή αόριστος, είναι αποτέλεσμα της αρχικής μου πρόθεσης να παρουσιάσω μια ουδέτερη έννοια της πνευματικότητας με την οποία να συμφωνούν όλοι, ούτως ώστε, αργότερα, να μπορεί ο καθένας να προσθέσει την προσωπική του πινελιά, προσδίδοντας την ουσία της εμπειρίας του και το αποτέλεσμα των ατομικών του αναζητήσεων.
Το βίωμα είναι πάντα ότι πιο χρήσιμο, εκτός βέβαια, αν κάποιος προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί για να δικαιολογήσει ‘φονταμενταλιστικούς ριζοσπαστισμούς’, που καταλήγουν να μας απομακρύνουν από το πιο σημαντικό: τη δυνατότητά μας να το μοιραζόμαστε με τους άλλους» (σελ. 27-28).
«Για να πετύχω τον σκοπό μου αναγκάστηκα να εγκαταλείψω κάποια μέρη στα οποία έζησα ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, να αποποιηθώ όλους τους ρόλους που έπαιζα μπρος στην οικογένειά μου, στη δουλειά μου και τους φίλους μου, να αμφισβητήσω τις πεποιθήσεις μου, να απελευθερωθώ από όλες σχεδόν τις ιδέες που είχα για μένα τον ίδιο και να παραδοθώ στα συναισθήματά μου, ακόμη και τα πλέον αντιφατικά…
Αν τα καταφέρω τελικά να μείνω σ’ αυτόν τον δρόμο, αν βρω τη δύναμη να αφήσω πίσω μου μια και καλή την ασφάλεια που μου δίνουν όλα αυτά τα πράγματα και να συνεχίσω την πορεία μου, είμαι σίγουρος ότι θ’ αρχίσει να εμφανίζεται το αυθεντικότερο και ανώτερο τμήμα του εαυτού μου, ο εσωτερικός μου κόσμος και η ίδια μου η ουσία» (σελ. 29-30).
«Πράγματι, ο δρόμος της πνευματικότητας αποτελεί πάντα μια αναζήτηση- αν και, κατά τα λεγόμενα όσων κινούνται ήδη πάνω του, κανένας δεν ξέρει τι ακριβώς ψάχνει, πέρα από κάποια απάντηση σ’ εκείνες τις ερωτήσεις που δεν αντέχουμε ν’ αφήνουμε αναπάντητες.
Η εν λόγω αναζήτηση…
Είναι ένας δρόμος που δεν έχει σκοπό αλλά δίνει πολλή ικανοποίηση.
Είναι μια διαδρομή χωρίς χάρτη αλλά με συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Είναι ένα μονοπάτι μοναδικό, απολύτως προσωπικό, αλλά ανοιχτό σε όλους.
Είναι ένας δρόμος χωρίς τελειωμό, που μπορείς να τον αφήσεις όποια στιγμή θέλεις.
Είναι ένα ταξίδι που κάποιες φορές δεν έχουμε επιλέξει, κι όμως είναι πάντα φορτωμένο αποφάσεις» (σελ. 36-37).
Η αίσθηση του κενού και η αρρώστια
«Αν αυτός που αγαπάμε ζει σε έναν δικό του, φανταστικό κόσμο, πρέπει ή δεν πρέπει να του πούμε πως η πραγματικότητα είναι αλλιώς- ακόμη κι αν είναι σκληρότερη ή οδυνηρή; Πιστεύω πως πρέπει.
Ως γιατρός, μπορώ να πιστοποιήσω τη σημασία που έχουν για την πορεία ενός ασθενούς δύο παράγοντες φαινομενικά άσχετοι με τη θεραπεία, αλλά καθοριστικοί για την πρόγνωση και την επίλυση του προβλήματός του:
Η συνειδητοποίηση του ασθενούς ότι πάσχει, και
Η επιθυμία του να θεραπευτεί.
Ο ασθενής που θέλει να πάει μπροστά έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να τα καταφέρει, από κείνον που μένει παθητικά εξαρτημένος από τις συνέπειες της ασθένειάς του και αφήνεται στην τύχη που του επιφυλάσσει η καλή ή κακή επιλογή των φαρμάκων που του χορηγεί ο γιατρός του.
Ένα σύμπτωμα είναι πάντα σημάδι ότι κάτι δεν πάει καλά, ένας σπλαχνικός μαντατοφόρος που μας πληροφορεί ότι υπάρχει κάποιος κίνδυνος με τον οποίο πρέπει να ασχοληθούμε. Ένα σύμπτωμα είναι ένας συναγερμός που δεν μας καταδικάζει εις θάνατον, απαιτεί όμως την προσοχή μας! Το πήραμε είδηση, αλλά δεν βρήκαμε και τη λύση του.
Αν αναρωτιέστε γιατί τα λέω όλα αυτά… θα σας εξηγήσω:
Ας πάρουμε αυτή την απαίσια αίσθηση εσωτερικού κενού (που όλοι γνωρίζουμε) σαν ένα σύμπτωμα, ένα σήμα κινδύνου, μια ένδειξη ασθένειας του πνεύματος που φέρει το όνομα: ‘ανάγκη για πνευματικότητα’.
Η γνώση της ύπαρξης του κενού και η επιθυμία μας να απαλλαγούμε από αυτό το δυσοίωνο βίωμα, θα μπορούσαν (παραδόξως) να αποτελέσουν την καλύτερη βοήθεια στην πορεία μας προς ένα ανώτερο επίπεδο και να αναπροσανατολίσουν τη ζωή μας προς την κατεύθυνση της ξεχασμένης πνευματικότητας.
Αυτό ακούγεται πολύ ευεργετικό, αν και, επαναλαμβάνω, δεν είναι παρά μια ένδειξη, αφού η αίσθηση, από μόνη της, δεν μπορεί να θεραπεύσει την ασθένεια» (σελ. 56-57).
Μπουκάι, Χόρχε. (2014).
Ο Δρόμος της Πνευματικότητας.
Φύλλα Πορείας V. Αθήνα: Opera.