λέει ο Άγιος Αυγουστίνος, δείχνοντας μια άλλη αλαζονεία, αυτή των πιστευόντων ότι είναι κάτι το ξεχωριστό, ακόμη και μέσα στο ίδιο το σώμα της Εκκλησίας, αναδεικνύοντας μορφές ευσεβισμού και δοκησισοφίας με προσωπείο τελώνου της γνωστής παραβολής.
“Αν βρεις τρόπο να αποβάλλεις την υπερηφάνεια από τον χαρακτήρα σου, τότε δεν βρίσκει τρόπο ν’ αναπτυχθεί μέσα σου και το πάθος του θυμού”.
“Βέλτιον καλόν όντα, νομίζεσθαι κακόν, ή κάκιστον, δόξαν έχοντα (να φαντάζεται) αγαθού. Ως τάφος πλαστός τοις ανθρώποις φαινόμενος, και υπάρχων, όστις σεσηπόσι νεκροίς έσωθεν υπερόζων, έξωθεν λάμπει ασβέστω και ζωγραφίαις τερπναίς”.
“Η υπερηφάνεια διώχνει τον φύλακα Άγγελό μας, ενώ η προσευχή και η ταπείνωση τον κρατά κοντά μας βοηθό και φύλακά μας”.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός συγκρίνει τον αλαζόνα με τον Αδάμ, που από αλαζονεία, “του γίνεσθαι ίσα Θεώ”, εξέπεσε του Παραδείσου:
“Αδάμ ποτε τον προπάτορα ο εχθρός παρασκευάσας ισοθεϊαν φαντασθήναι, εξήνεγκε παραδείσου και μέχρις άδου πυθμένων κατήγαγε”.
Ο αδάμας της ερήμου Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης πιστεύει ότι η αλαζονεία φύεται στη λησμοσύνη των αμαρτημάτων του ανθρώπου: