Σύμφωνα με τον μαθητή του Αριστοτέλη, Αριστόξενο, ο οποίος διασώζει μια μαρτυρία του μουσικολόγου Αριστοκλή, «ο Πλάτων εφηύρε το νυκτερινόν ωρολόγιον και το κατασκεύασε με τη μορφή μιας μεγάλης κλεψύδρας». Αν και δεν διαθέτουμε μια λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας αυτού του ρολογιού, η σχετική τεχνολογία της εποχής μάς επιτρέπει την ασφαλή ανασύστασή του.
Από το ανώτερο δοχείο ρέει μέσω ενός ρυθμιζόμενου ακροφυσίου νερό προς το επόμενο δοχείο. Όταν αυτό γεμίσει την προγραμματισμένη χρονική στιγμή (π.χ. μετά από 7 ώρες), αδειάζει με ταχύτητα μέσω του εσωτερικά τοποθετημένου αξονικού σιφωνίου στο επόμενο κλειστό δοχείο.
Τότε, ο αέρας που περιέχει το δοχείο αυτό εξαναγκάζεται να εξέλθει με πίεση από έναν αυλό (με πλάγια γλωσσοτομία), που το άκρο του κατέληγε σε ένα μικρό δοχείο με νερό. Λόγω της παλλόμενης (από την πίεση του αέρα) επιφάνειας του νερού στην έξοδο του αυλού αυξομειωνόταν το ηχητικό μήκος του και έτσι οι παραγόμενοι φθόγγοι ήταν μεταβαλλόμενης συχνότητας, ώστε να αποδίδουν πιστά ένα κελάηδισμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι και ο Αριστοτέλης (ο έτερος πολυγραφότατος πανεπιστήμονας) σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, είχε εφεύρει ένα παρόμοιο ωρολόγιο-ξυπνητήρι προκειμένου να ξυπνά μετά από σύντομο χρονικό διάστημα και έτσι να αφιερώνει περισσότερο χρόνο για τις μελέτες του, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά. Αυτό αποτελείτο από ένα δοχείο με νερό που άδειαζε με έναν επιλεγμένο (για κάθε περίπτωση) ρυθμό εκροής σε ένα άλλο δοχείο που έφερε έναν αρθρωτό ημισφαιρικό πλωτήρα.
Την προκαθορισμένη στιγμή που γέμιζε το δοχείο, ο πλωτήρας ανατρεπόταν και τα σφαιρίδια που ήταν τοποθετημένα στην επίπεδη επιφάνειά του έπεφταν σε ένα κύπελλο (ή πιάτο) προκαλώντας εκκωφαντικό θόρυβο.
Έπρεπε να περάσουν περίπου 1.000 χρόνια για να κατασκευασθεί ένα ρολόι με κτύπους από τον εφευρέτη μοναχό Xing Yi στην Κίνα και 1.500 χρόνια από τον Άραβα μηχανικό Αl Kaysarani. Στην Ευρώπη χρειάστηκαν να περάσουν σχεδόν 1.700 χρόνια για να κατασκευασθούν μηχανικά ρολόγια με κτύπους.
Τα ρολόγια-ξυπνητήρια του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη αποτελούν μια από τις 300 παγκόσμιες πρωτιές που «επανακτήθηκαν» μετά από 1.500 χρόνια, προβάλλοντας την αξιοθαύμαστη λησμονημένη τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων.