χοροπηδά, φτεροκοπά, βουτά ξανά στο παιχνίδι:
πως είναι θνητή μήτε που το φαντάζεται…
μήτε τ’ αστραφτερά όπλα της μαγείρισσας θαρρεί.
Ω! Πάπια λευκή μου αδερφή,
εσύ διδάσκεις πως δεν υπάρχει θάνατος:
πεθαίνει μόνο αυτός που σκέφτεται.
Όμως εσύ δεν σκέφτεσαι. Όμορφη είναι η μοίρα σου!
Να σε μαγειρέψουν δεν είναι θλιβερό,
θλιβερό είναι να αναλογίζεσαι πως θα μαγειρευτείς.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι σε μερικές δεκαετίες, η γενετική, η βιοτεχνολογία, η νανοτεχνολογία, η επιστήμη των υπολογιστών και η ρομποτική θα επιτρέψουν στην ανθρώπινη φυλή να κατευθύνει την εξέλιξή της, ακριβώς όπως το άτομο μπορεί (ενδεχομένως) να αποκτήσει τον έλεγχο του πεπρωμένου του. Σήμερα οι μεταμοσχεύσεις οργάνων είναι σχεδόν επεμβάσεις ρουτίνας, ενώ το φύλο μπορεί να αλλάξει στην κατάλληλη χειρουργική αίθουσα. Πολλές από αυτές τις πρακτικές θεωρούνται ήδη «βασικές» και υποτυπώδεις, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη τις υποσχέσεις των βιο/νανοτεχνολογιών για δραστικές παρεμβάσεις στο μέλλον σε μοριακό επίπεδο. Ενώ οι προοπτικές και οι ευκαιρίες για καινοτομία (και κέρδη) συζητούνται πολύ συχνά, τα θεωρητικά αποτελέσματα αυτής της επιστημονικής/τεχνολογικής προόδου σπάνια έρχονται στο προσκήνιο. Πέρα από την εξάλειψη των ασθενειών και τον έλεγχο της διαδικασίας γήρανσης, για κάποιους υποτίθεται ότι έχει ήδη ανοίξει ο ορίζοντας ενός νέου, άγνωστου, κόσμου… αυτού της μετα-ανθρωπότητας των αθανάτων.
«Ποιος θα ’θελε να ζήσει σ’ έναν κόσμο δίχως παιδιά; Μπορείτε να μου βρείτε έναν καλύτερο ορισμό της κόλασης;» […] σε τελική ανάλυση για ποιον λόγο ζούμε μαζί, αν δεν πεθαίνουμε μαζί; το μόνο που θα ’χαμε από κοινού, στην τελευταία αυτή περίπτωση, θα ήταν η αθανασία και παντοδυναμία μας. Έλα όμως που δεν είμαστε θεοί του Ολύμπου, όντα δίχως προγόνους κι απογόνους! Έχετε προσέξει ότι τα παιδιά των θεών γεννιούνται ήδη ενήλικα, ως ισχυρά άλτερ έγκο των γονιών τους; Τα αθάνατα όντα δεν τεκνοποιούν. Τους αρκεί ο εαυτός τους, καθώς συνιστούν τον ίδιο κλειστό τους ιδιόκοσμο. Κλειστό σα νεκροταφείο».
«Δεν αγαπούμε, ίσως, αρκετά τη ζωή; Έχετε παρατηρήσει πώς μόνο ο θάνατος αφυπνίζει τα συναισθήματά μας. Πώς αγαπούμε τους φίλους που μόλις μας άφησαν ή όχι; Πόσο θαυμάζουμε του κυρίους μας που πια δεν μιλούν κι έχουν το στόμα γεμάτο χώμα;» (Αλμπέρ Καμύ – Η Πτώση)