Η πίστη είναι έννοια νηπιώδης, σε καρδιά απλή.
Η γνώση εξετάζει και συζητεί κάτι, αν είναι αληθινό.
Η γνώση φυλάσσει τους φυσικούς νόμους.
Τη γνώση ακολουθεί ο φόβος, τη δε πίστη η ελπίδα.
Η γνώση που κατέχει ο άνθρωπος είναι φτωχή και ελλιπής.
Τούς θησαυρούς όμως της πίστεως δεν χωρούν ο Ουρανός και η Γη!…
Ο βασιζόμενος στη γνώση, δεν περιπατεί επί υδάτων ή επί του πυρός.
Με τη δύναμη όμως της πίστεως, πολλοί και σε ύδατα και επί του πυρός περπάτησαν και έμειναν αβλαβείς!…
Η πίστη έχει ακένωτους θησαυρούς και γεμίζει ηδονή την καρδιά του πιστού.
Η γνώση χρειάζεται μόνο σαν σκαλοπάτι, για να φθάσει κανείς στην πίστη…
Όποιος αξιωθεί να γευθεί τη γλυκύτητα της πίστεως και στραφεί προς την ανθρώπινη γνώση, μοιάζει με άνθρωπο, που ανταλλάσσει πολύτιμο μαργαρίτη με χάλκινο οβολό!…
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
1.1 Πίστη καί γνώση
Εἶναι γνωστό ὅτι, ὁ Θεός ἔθεσε τόν ἄνθρωπο μπροστά στό δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀφήνοντας σέ αὐτόν τή δυνατότητα νά ἐπιλέξει· ἤ νά μετέχει στό δέντρο τῆς ζωῆς ἤ νά σύρεται πρός τό θάνατο.
Αὐτό ἀποτελεῖ ἀποφασιστική δοκιμασία τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνεται σέ κάθε ἄνθρωπο74.
Μιλώντας ὁ π. Γεώργιος Φλορόφσκυ γιά τήν ἐλευθερία στόν ἀββᾶ Ἰσαάκ λέγει:
«Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐργάζεται πάνω στήν ψυχή ‘μέ τό μυστήριο τῆς ἐλευθερίας’.
Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ πηγή καί ἕνα σταυροδρόμι ὅπου διασταυρώνονται τό καλό καί τό κακό»75.
Ἀλήθεια, ὅμως, ἡ γνώση εἶναι ἁμαρτία;
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰσαάκ, ἡ πίστη εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή γνώση, καθώς ἡ δεύτερη ἀποτελεῖ τό μέσο γιά τήν τελείωση τῆς πρώτης.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τήν κατακτήσει, δέ χρειάζεται ἄλλο τή γνώση, γιατί φτάνοντας σέ αὐτή τήν πληρότητα βλέπει τήν ἀλήθεια τῆς τελειότητας καί κατανοεῖ τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ 76.
Παράλληλα ἡ πίστη εἶναι ἀπόρροια τῆς ἁπλότητας καί τῆς ταπεινοφροσύνης77 καί γεννᾶ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς ὁδηγώντας τόν ἄνθρωπο στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί τῆς θείας Χάρης 78.
Μιλώντας γιά πίστη, ὁ ἀββᾶς ἐννοεῖ «τήν δύναμιν ἐκείνην τήν νοητήν, τήν ἐν τῷ φωτί τῆς διανοίας στηρίζουσαν τήν καρδίαν, καί ἐν τῇ μαρτυρίᾳ τῆς συνειδήσεως κινοῦσαν ἐν τῇ ψυχῇ πεποίθησιν πολλήν πρός τόν Θεόν, ἵνα μή φροντίζῃ ἑαυτῆς, ἀλλ’ ἐπί τόν Θεόν ἐπιρρίψῃ τήν φροντίδα αὐτῆς ἀμερίμνως ἐν παντί» καί τήν διακρίνει σαφῶς ἀπό τήν ἁπλή ὁμολογία τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος79.
Ἡ ἐργασία τῆς γνώσης εἶναι ἡ πράξη καί ἡ ἄσκηση, ἐνῶ τῆς πίστης ἡ πνευματική σκέψη, πού πραγματώνεται «ἐν ἐργασίᾳ γυμνῇ τῆς ψυχῆς καί ὑπεράνωθεν τῶν αἰσθήσεων ἐστίν»80.
Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος στερεῖται τή Χάρη, τότε ὅλα ὅσα φαίνεται νά τόν βλάπτουν (οἱ πειρασμοί, λ.χ.) τόν ἀπειλοῦν πραγματικά καί ἡ γνώση φαίνεται μεγαλύτερη ἀπό τήν πίστη, ἐξαιτίας τῆς περιέργειας καί τῆς ἀμφισβήτησης τοῦ Θεοῦ 81.
Ἀναφέρει χαρακτηριστικά μάλιστα ὁ Ἰσαάκ, ὅτι οἱ ἅγιοι πού ἔχουν φθάσει στήν πολιτεία τοῦ Πνεύματος, πού δέν εἶναι παρά «ἔκπληξις εἰς τόν Θεόν»82, μέ τή δύναμη τῆς πίστης «διάγουσιν ἐν τῇ τρυφῇ τῆς πολιτείας ἐκείνης τῆς ὑπέρ φύσιν»83.
Ἡ γνώση δηλαδή εἶναι τό δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ κάθε λογικό ὄν ἀπό τή στιγμή τῆς δημιουργίας του· εἶναι ἁπλή «καί οὐ μερίζεται τῇ φύσει αὐτῆς ὥσπερ τό φῶς τοῦ ἡλίου»84, ὡστόσο ὅμως μπορεῖ νά παρουσιάσει κάποιες ἀλλοιώσεις85, ὅπως εἶναι ἡ οἴηση, πού προέρχεται ἀπό τήν ἀμφισβήτηση καί ἐπιφέρει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό86.
Γιά αὐτή τήν κατάσταση δέ φταίει ἡ γνώση αὐτή καθαυτή, ἀλλά οἱ διάφοροι «παρηλλαγμένοι τρόποι»87 πού ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ, μέ ἀποτέλεσμα ἡ γνώση νά ταυτίζεται μέ ἀλλότριους δρόμους ἐκ τοῦ πονηροῦ προερχόμενους88.
Παρατηρεῖται ἔτσι κρίση στήν πίστη καί στήν ἠθική, μέ ἀποτέλεσμα ἡ πίστη νά χάνει τήν ὑπαρξιακή της μορφή καί νά παίρνει τή μορφή κάποιας ἰδεολογίας, πού ἀπέχει πολύ ἀπό τό εὐαγγελικό μήνυμα89.
Ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας ὅμως τελειοποιεῖ τήν ψυχή, ὅσων τήν κατέχουν μέ τήν ταπείνωση90.
1.1.1 Σχέση πίστης μέ γνώση
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ στήν προσπάθειά του νά παρουσιάσει καί νά ἀποκρυσταλλώσει τή σχέση τῆς πίστης μέ τή γνώση ἀναφέρει ὅτι ὑπάρχει γνώση πού προηγεῖται τῆς πίστης, ἡ φυσική γνώση, καί ὑπάρχει γνώση πού γεννιέται ἀπό τήν πίστη, ἡ πνευματική γνώση.
Ἡ πρώτη βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό (διάκρισις φυσική) καί κινεῖται ἀενάως μέσα στήν ψυχή91.
Ὅσοι στεροῦνται τή φυσική αὐτή διάκριση παρομοιάζονται «τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις τοῖς μή ἔχουσι τό λογικόν καί διακριτικόν»92.
Ἡ γνώση αὐτή εἶναι πολύτιμη, καθώς μπορεῖ νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά βρεῖ τό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί νά ἀκολουθήσει τά βήματα τῆς χριστοπορείας, νά πιστέψει στό λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά τόν ἐφαρμόσει93.
Ἡ φυσική γνώση ἑπομένως λειτουργεῖ ὡς δάσκαλος γιά τόν ἄνθρωπο, τονίζει ὁ Ἰσαάκ, καθώς μέσα ἀπό αὐτή τοῦ παρέχεται ἡ πνευματική γνώση, ἡ ὁποία εἶναι «αἴσθησις τῶν κρυπτῶν»94 καί γεννᾶ «τήν πίστιν τῆς θεωρίας»95.
Ἡ δεύτερη, ἡ πνευματική γνώση γεννιέται ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ πού συνοδεύει τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου96.
Οὐσιαστικά ἡ γνώση αὐτή προσφέρεται στόν ἄνθρωπο ὡς δῶρο μέ τήν ἐργασία πού κάνει ὁ ἴδιος ἔχοντας τό φόβο τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ἐργασία αὐτή δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή μετάνοια.
Μέσα ἀπό τή μετάνοια τοῦ παρέχεται ὡς χάρισμα καί δῶρο ἡ πνευματική γνώση97.
Μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ καθαρό νοῦ καί ἀνακαλύπτει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα «γεννᾶται ἐν τῇ αἰσθήσει ταύτῃ πίστις ἄλλη, οὐκ ἐναντία οὖσα ἐκείνῃ τῇ πρώτῃ ἀλλά βεβαιοῦσα τήν πίστιν ἐκείνην»98.
Αὐτή ἡ κατάσταση ὀνομάζεται πίστη τῆς θεωρίας99.
Θεωρία λοιπόν εἶναι ἡ πνευματική κατάσταση τοῦ νοῦ, πού κατανοεῖ ὅλα ὅσα ἔγιναν καί πρόκειται νά γίνουν καί ἀντιλαμβάνεται πλήρως τήν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί ὅλων τῶν μυστηρίων100.
Μέ τήν πίστη ὁ ἄνθρωπος ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος καί Δημιουργός του, ἐνῶ μέ τή γνώση ἀντιλαμβάνεται ὅτι πρέπει νά διαφυλάξει τίς ἐντολές πού ὁ Θεός τοῦ παρέδωσε καί νά καταλάβει «ὅτι τάς ἐντολάς τάς παλαιάς, ὁ φόβος φυλάττει· τάς δέ ζωοποιούς ἐντολάς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀγάπη φυλάττει»101.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι μέχρι τήν πνευματική γνώση βασικό στοιχεῖο τῆς πίστης εἶναι ἡ ἀκοή, ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος περάσει στήν πίστη τῆς θεωρίας, ἡ θεωρία εἶναι τό κλειδί γιά τήν ἐνδυνάμωση τῆς πίστης του102.
Ἡ γνώση, ἑπομένως, σύμφωνα μέ τόν ἔμπειρο ἀσκητή τῆς ἐρήμου, χρειάζεται γιά νά φυλάσσει τά ἔργα τῆς δικαιοσύνης καί «διδάσκει αὐτά τήν τάξιν αὐτῶν» 103, ὥστε ἡ ψυχή νά φτάσει στό ἀνώτερο ὕψος τῆς πίστεως, μέσα ἀπό τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν 104.
Ἡ γνώση, ὡστόσο, ἄλλοτε βοηθᾶ καί ἄλλες φορές πάλι βλάπτει τόν ἄνθρωπο105.
Ὁ ἄνθρωπος -ὅπως συμβουλεύει ὁ συγγραφέας- πρέπει νά εἶναι προσεκτικός καί νά μήν ἐμπιστεύεται τή γνώση του, καθώς δέν εἶναι ἀξιόπιστη106.
Ὅταν ὅμως ἡ γνώση τόν βοηθᾶ νά ἀντιλαμβάνεται καί νά γνωρίζει τά πάθη καί τίς κακίες του καί νά διακρίνει τούς λεπτούς λογισμούς πού ἀναφύονται στήν ψυχή, τότε δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται ἀντίθετη μέ τήν πίστη107.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἡ πίστη κατανοεῖ τά μυστήρια πού ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει ἡ γνώση108.
Ἔτσι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος στραφεῖ στά μονοπάτια πού τοῦ προσφέρει ἡ γνώση, «εὐθέως χωλαίνει ἐκ τῆς πίστεως καί στερεῖται ἐξ αὐτῆς (τῆς ψυχῆς του) ἡ νοερά δύναμις τῆς πίστεως»109, πού φανερώνεται στήν καθαρή ψυχή μέ διάφορες ἐνέργειες, χαρακτηρίζεται ἀπό ἁπλότητα καί χρησιμοποιεῖ ὅσα εἶναι δικά της110.
Σέ αὐτή τήν περίπτωση ἡ γνώση δέ συνδυάζεται μέ τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη στό Θεό καί φουσκώνει τούς ἀνθρώπους μέ ἔπαρση111.
Γιά αὐτό ἡ ὠφέλεια ἤ ἡ βλάβη τῆς γνώσης ἐξαρτᾶται ἀπό τό χῶρο στόν ὁποῖο αὐτή κινεῖται112.
1.1.2 Διαβαθμίσεις - στάδια τῆς γνώσης
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ἀναφέρει ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι σύμφωνα μέ τούς ὁποίους ἡ γνώση ἀνέρχεται καί κατέρχεται, τό σῶμα, ἡ ψυχή καί τό πνεῦμα113.
Ἐπικαλούμενος τούς παλαιούς Πατέρες ὀνομάζει τίς τρεῖς αὐτές βαθμίδες «φύσιν, ὑπέρ φύσιν, παρά φύσιν»114.
Ἀπό τή στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος θά ἀρχίσει νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό καί μέχρι νά ἀποχωρήσει ἀπό τό πεδίο τῆς ὕλης, ἡ γνώση γιά καθετί ἐμπεριέχεται μέσα σέ αὐτούς τούς τρεῖς τρόπους στήν ψυχή του115.
Μέσα σέ αὐτές τίς βαθμίδες κινεῖται καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου116.
Ἀνάλογα, δηλαδή, μέ τήν προσήλωση τοῦ ἀνθρώπου στήν ὕλη, τή δέσμευσή του καί τήν ἐξάρτησή του ἀπό αὐτήν, ἡ γνώση ἔχει διπλό ρόλο στή ζωή του, ἄλλοτε ὡς βοηθός καί ἄλλοτε ὡς ἐχθρός του.
Ἡ ὠφέλεια ἤ βλάβη της ἐξαρτᾶται ἀπό τήν παραμονή της στό χῶρο τῶν νοητῶν ἤ τῶν αἰσθητῶν 117.
Ἡ σωματική γνώση (πρώτη τάξη τῆς γνώσης) εἶναι ἀντίθετη μέ τήν πίστη καί τά χαρακτηριστικά της, γιατί σέ αὐτό τό στάδιο τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου στρέφεται στά ὑλικά ἀγαθά καί στίς ὑλικές ἀπολαύσεις118 καί «ψυχραίνει τήν ψυχήν ἐκ τῶν ἔργων τοῦ δρόμου ὀπίσω τοῦ Θεοῦ» 119.
Στήν οὐσία πρόκειται γιά τήν ψιλή γνώση 120, γιατί εἶναι γυμνή ἀπό κάθε πνευματικότητα καί θεία σκέψη.
Ἐξουσιάζεται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς σάρκας121 καί μεριμνᾶ ἀποκλειστικά γιά τόν ὑλικό κόσμο122.
Αὐτή ἡ γνώση ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά ξεριζώνει τήν ἀγάπη ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου123.
Ὁ ἄνθρωπος πού βρίσκεται σέ αὐτό τό στάδιο γίνεται ὑπερόπτης καί ὑπερήφανος καί ἀποδίδει στόν ἑαυτό του κάθε ἐπίτευγμα καί κατόρθωμα, ἀγνοώντας τόν Θεό καί κάθε θεία ἐπενέργεια124.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἀπουσιάζει ἡ ἀγάπη στήν πρώτη τάξη τῆς γνώσης, κυριαρχεῖ ὁ φόβος καί ἡ ἀγωνία καί ὁ ἄνθρωπος πού βρίσκεται σέ αὐτό τό στάδιο διακατέχεται ἀπό συνεχή ἀδημονία καί πανικό ἐνεργοποιώντας κατώτερης φύσης συναισθήματα, στά ὁποῖα ἐπιτρέπει νά κατακλύζουν τήν ψυχή του.
Τήν κατάσταση αὐτή ὁ ἀββᾶς προσομοιάζει «κατά τήν θάλασσαν, τήν ὑπό τῶν κυμάτων ταρασσομένην ἐν πάσῃ ὥρᾳ τῆς νυκτός καί τῆς ἡμέρας»125.
Ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, ἡ φυσική γνώση στηρίζεται στή λογική φύση τοῦ ἀνθρώπου, μέ βάση τήν ὁποία γίνεται ἡ διάκριση ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό.
Ἄν ἀπολεσθεῖ αὐτή ἡ λογική ἱκανότητα ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται σέ κτηνώδη κατάσταση.
Ἡ ὕπαρξη ὅμως καί ἡ καλλιέργεια τῆς δυνατότητας αὐτῆς γεννοῦν τήν ἐνδιάθετη πίστη, ἡ ὁποία στή συνέχεια θά προκαλέσει τό φόβο τοῦ Θεοῦ 126.
Ἡ σωματική γνώση συνεπῶς ἔχει ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς της τόν ἄνθρωπο, πού δέ σκέφτεται καθόλου ὅτι ὑπάρχει Θεός καί θεία πρόνοια127.
Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀλλοίωση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς γίνεται δογματικός, ἀδύναμος, ἀσχολεῖται περισσότερο μέ μηχανορραφίες πού τόν προσβάλλουν128 καί μάχεται μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδή θεωρεῖ ὅτι τόν ἐμποδίζουν καί εἶναι ἀντίθετοι στή γνώση του αὐτή129.
Γιά αὐτό καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ σημειώνει γι’ αὐτήν τήν πρώτη τάξη τῆς γνώσης, ὅτι «πρεπόντως φυσιοῦται, ὅτι ἐν τῇ σκοτίᾳ πορεύεται καί ἐκ τῆς ὁμοιότητος τῶν ἐπί γῆς δοκιμάζεται τά ὄντα αὐτῇ, καί οὐ γινώσκει ὅτι ἔστι τί κρεῖττον αὐτῆς.
Καί πάντες οἱ ὑπό τῆς ἐπάρσεως ἁρπαζόμενοι, διά τό εἶναι αὐτούς ἐν τῇ γῇ καί ἐν τῇ σαρκί ζυγοστατοῦντας τήν πολιτείαν αὐτῶν, καί ὅτι εἰς τά ἔργα αὐτῶν ἐπερείδονται, καί οὐχί εἰς τά ἀκατάληπτα διαλογίζονται ἐν τῷ νοΐ αὐτῶν, ἕως ἄν ἐν τοῖς κύμασι τούτοις ὦσιν»130.
Ἡ ψυχική γνώση (δεύτερη τάξη τῆς γνώσης), εἶναι τό στάδιο ἐκεῖνο στό ὁποῖο εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν συνειδητά ἀρχίσει νά ἀφουγκράζεται τίς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς καί στρέφεται στήν κάλυψη τῶν ἐσωτερικῶν του ἀναγκῶν μέσα ἀπό τή νηστεία, τήν προσευχή, τή μελέτη τῶν Γραφῶν, τήν ἐλεημοσύνη καί τήν πάλη μέ τά πάθη131.
Οὐσιαστικά ἡ δεύτερη τάξη τῆς γνώσης θερμαίνει τήν ψυχή γιά νά ἐπιταχύνει τήν πορεία της στήν κλίμακα τῆς πίστης132.
Σέ αὐτό τό ἐπίπεδο ὑπάρχει ἡ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν ἄνθρωπο, τό ὁποῖο τόν ἐνδυναμώνει.
«Τελειοῖ πάντα γάρ τά πράγματα τά ἀγαθά καί τάς διαφοράς τάς καλάς τάς ἐν τῇ ψυχῇ θεωρουμένας καί τούς τρόπους τούς θαυμαστούς τούς ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ Χριστοῦ διακονουμένους».133
Οὐσιαστικά ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ἀναφέρει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀνοίγει τό κέντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ὁδηγεῖ στήν πίστη134.
Στό στάδιο αὐτό ὅμως ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά προσέξει, ἀφενός γιατί σέ αὐτό τό σημεῖο ἡ γνώση εἶναι σωματική καί σύνθετη καί ἀφετέρου, γιατί μπορεῖ νά ἀποτελέσει παγίδα καί νά τόν δεσμεύσει μέ τέτοιο τρόπο, πού «οὐκ ἄτοπόν μοι εἰπεῖν ὅτι εὐχερές σοι ἐκ τῶν δεσμῶν τοῦ σιδήρου εὔλυτος εἶναι ἤ ἐξ ἀυτῆς»135.
Ἡ πλάνη θά μπορεῖ νά τόν παγιδέψει καί ὁ ἴδιος, ἀδύναμος, θά περπατᾶ συνεχῶς στήν ἄκρη τοῦ ξυραφιοῦ περίλυπος γιά καθετί, χωρίς νά ἀποκτήσει «παρρησίαν καί πεποίθησιν πρός τόν Κύριον»136.
Ἡ ψυχική γνώση εἶναι ἀσυμβίβαστη μέ τήν πνευματική, καθώς, μέχρι νά ἐλευθερωθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου (διάνοια) ἀπό τίς διεστραμμένες σκέψεις καί νά καθαρθεῖ δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ τήν πνευματική γνώση, τήν ἐπίγνωση δηλαδή τῆς αἰώνιας ζωῆς 137.
Ἐπειδή ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀποκοπεῖ ἀκόμα ὁριστικά ἀπό τήν ὕλη καί ἀναγκαστικά ἐνεργεῖ διά τοῦ σώματος, ἡ ψυχική γνώση λειτουργεῖ ὡς ἕνα μεταβατικό στάδιο ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές ἐξελικτικές βαθμίδες τῆς γνώσης (τή σωματική καί τήν πνευματική)· κατορθώνει τήν ἀρετή πού ἔχει τεθεῖ στή φύση διά σωματικῶν πράξεων138.
Στήν τρίτη τάξη τῆς γνώσης ὁ ἄνθρωπος ἐκλεπτύνεται καί ἀποκτᾶ πνευματικό ὑπόβαθρο.
«Ὁμοιοῦται τῇ πολιτείᾳ τῶν ἀοράτων δυνάμεων, τῶν λειτουργούντων οὐχί τῇ αἰσθητῇ ἐνεργείᾳ τῶν ἔργων, ἀλλ’ ἐν τῇ φροντίδι τῆς διανοίας»13.
Γιά νά φτάσει σέ αὐτό τό ἐπίπεδο ἡ ψυχή, πρέπει νά ὑψωθεῖ ἀπό τά γήινα, ἀπό τή μέριμνα τοῦ κόσμου, νά κινήσει λογισμούς γιά πράγματα πού εἶναι κρυμμένα ἀπό τούς ὀφθαλμούς καί, μέ κάποιον τρόπο, νά περιφρονήσει ὅσα προκαλοῦν τήν ἔξαψη τῶν παθῶν· νά στραφεῖ πρός τά ἄνω καί νά ἀκολουθήσει τήν πίστη στή φροντίδα γιά τό μέλλοντα αἰώνα, τήν ἐπιθυμία γιά τίς ἐπαγγελίες πού δόθηκαν ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο καί τήν ἐξέταση τῶν ἀπόκρυφων μυστηρίων.
Τότε ἡ ἴδια ἡ πίστη καταπίνει τή γνώση αὐτή καί τή γεννᾶ πάλι ἀπό τήν ἀρχή, ὥστε νά γίνει ὅλη ἐξ ὁλοκλήρου πνεῦμα.
Μέ αὐτό τόν τρόπο οἱ ἐσωτερικές αἰσθήσεις ἀφυπνίζονται γιά τήν ἐργασία τοῦ Πνεύματος, κατά τήν τάξη πού ἐφαρμόζεται σέ ἐκείνη τή ζωή τῆς ἀθανασίας καί τῆς ἀφθαρσίας.
Διότι ἀποδέχθηκε ἀπό ἐδῶ τή νοητή ἀνάσταση σάν ἕνα μυστήριο πού μαρτυρεῖ ἀληθινή τήν ἀνακαίνιση τῶν πάντων140.
Πρόκειται ἑπομένως γιά μία βαθμίδα γνώσης, στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐντρυφᾶ μέ τή διάνοιά του μόνο στά μυστήρια τοῦ μέλλοντα αἰώνα 141.
1.1.3 Διαφορές πίστης καί γνώσης
Στό σημεῖο αὐτό κρίνεται σκόπιμο νά παρουσιαστοῦν τά σημεῖα στά ὁποῖα διαφέρουν ἡ πίστη καί ἡ γνώση, ἔτσι ὅπως παρουσιάζονται στή διδασκαλία τοῦ Σύρου Ἀσκητῆ.
Οἱ διαφορές μποροῦν νά συνοψιστοῦν στίς ἑξῆς:
Ἡ γνώση εἶναι ἀντίθετη μέ τήν πίστη, γιατί ἡ πίστη καταρρίπτει ὅλους τούς νόμους τῆς γνώσης ἐκτός ἀπό τήν πνευματική 142.
Ἡ πίστη ἀπαιτεῖ νηπιῶδες φρόνημα καί ἁπλή καρδιά, ἐνῶ ἡ γνώση χρειάζεται τρόπους συζήτησης.
Ἡ γνώση ὅμως ὄχι μόνο ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς καί τήν ἀγαθότητα ἀλλά ταυτόχρονα τά ἐπιβουλεύεται143.
Ἡ γνώση προσέχει, ὥστε ἡ φύση νά μήν ἐκτραπεῖ ἔξω ἀπό τά ὅριά της καί τήν ἀκολουθεῖ σέ ὅλους τούς δρόμους της, ἐνῶ ἡ πίστη κινεῖται ἀνεξάρτητα καί καθ’ ὑπέρβαση αὐτῆς 144.
Τή γνώση ἀκολουθεῖ ὁ φόβος ἐνῶ τήν πίστη ἡ ἐλπίδα145.
Ὁ φόβος ὅμως πού γεννιέται ἀπό τήν πίστη συμβάλλει στή δημιουργία καί καλλιέργεια τῆς εὐλάβειας.
Ἀπό τό φόβο αὐτό προέρχεται τό κατά Θεόν πένθος, ἡ ταπείνωση ἀλλά καί ἡ διάκριση, πού ὁδηγεῖ στήν πνευματική γνώση146 .
Ἡ πίστη δημιουργεῖ νέα κτίση, ἐνῶ ἡ γνώση ἀπαιτεῖ τήν προϋπάρχουσα ὕλη147.
Ἡ γνώση ἐπί αἰῶνες κρατοῦσε καθηλωμένο τόν ἄνθρωπο στή γῆ ἀνήμπορο νά καταλάβει τήν δύναμη τοῦ Δημιουργοῦ του, ἐνῶ ἡ πίστη, μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, τόν ἐλευθέρωσε «ἐκ τοῦ κόπου τῆς γηΐνης ἐργασίας καί ἐκ τῆς ὑποταγῆς τῆς ματαίας τῆς μετά τόν μετεωρισμόν τόν δωρεάν γινόμενον» 148.
Ἡ πίστη εἶναι πλούσια σέ θάρρος, ἐλπίδα, καί εὐχαρίστηση149, ἐνῶ ἡ γνώση ἐλλειπής καί δέν πετυχαίνει πάντα τό σκοπό της σέ ὅλα τά ἐπίπεδα150
Ἡ γνώση ἐπιζητεῖ τρόπους πού θά παρέχουν τήν ἀσφάλεια στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἡ πίστη ἀναθέτει τά πάντα στόν Θεό, γιατί τόν ἐμπιστεύεται151.
72 Βλ. σχετ. Tomas Spidlik, Ἡ πνευματικότητα τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, μτφρ. Βασ. Σ. Ψευτογκᾶ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 180
73 Βλ. σχετ. Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδη, Ὀρθόδοξη Πνευματική ζωή, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 22006, σ. 84
74 Βλ. σχετ. Tomas Spidlik, Ἡ πνευματικότητα τοῦ ἀνατολικοῦ χριστιανισμοῦ, μτφρ. Βασ. Σ. Ψευτογκᾶ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 190
75 Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οἱ Βυζαντινοί ἀσκητικοί καί πνευματικοί Πατέρες, μτφρ. Παν. Κ. Πάλλη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 385
76 Λόγ. ΜΒ΄, 602-603, 150-182, Πρβλ. Α΄ Κορ 13,9
77 Λόγ. ΞΓ΄, 749, 6-10
78 Αὐτ., 753, 95-103
79 Λόγ. ΝΗ΄, 711, 76-82
80 Λόγ. ΜΒ΄, 614, 395-398. Πρβλ. Ἑβρ 11,1
81 Λόγ. Α΄, 215-216, 50-53
82 Λόγ. ΜΒ΄, 614, 401
83 Αὐτ., 402
84 Λόγ. ΜΒ΄, 605, 220-223
85 Αὐτ.
86 Λόγ. ΞΓ΄, 749, 8-10
87 Λόγ. ΜΒ΄, 602, 152
88 Αὐτ., 153-154. Μιά λανθασμένη κατανόηση τῆς γνώσης σίγουρα δημιουργεῖ προβλήματα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπιστημονική ὅμως γνώση δέν παύει νά ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ καί νά κινεῖται στό χῶρο τῆς δημιουργικῆς δραστηριότητας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή στήν ἱστορία, καί οἱ καρποί της θά πρέπει νά συμβάλλουν στήν ἀνάδειξη τοῦ κάλλους τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ. Βλ. σχετ. Ἀνέστη Γ. Κεσελόπουλου, Προτάσεις Ποιμαντικῆς Θεολογίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 60 ἑ.
89 Βλ. σχετ. Βασιλείου Ἱ. Καλλιακμάνη, Μεθοδολογικά πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005, σελ.117
90 Λόγ. ΜΒ΄, 608, 278-279
91 Λόγ. ΛΣΤ΄, 545, 1-11
92 Αὐτ., 546, 19-20
93 Αὐτ., 21-27
94 Αὐτ., 547, 50
95 Αὐτ., 548, 55. Ἄξια προσοχῆς εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὅρου «θεωρία» ἀπό τόν Louf, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ‘δέν περιγράφει τήν κορωνίδα τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας, ἀλλά μᾶλλον τήν ὅλο καί ὀξυδερκέστατη ὅρασι τῶν θείων πραγμάτων, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἀκόμη ἔντονα τήν ἀνθρώπινη διάνοια’. Βλ. Σχετ. Μάρκελλος Πιράρ, «Εἰσαγωγή» στό Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, κριτική ἔκδοση, ἐπιμ. Μάρκελλος Πιράρ, ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἰβήρων, Ἅγιον Ὄρος 2012, σ. 97
96 Λόγ. ΛΣΤ΄, 546, 32-35
97 Αὐτ., 547-548, 39-49
98 Λόγ. ΛΣΤ΄, 548, 49-54
99 Αὐτ., 55
100 Παράρτ. ἀρ. κειμ. 5, 847, 587-591. Ὁ π. Γ. Φλορόφσκυ στό σημεῖο αὐτό ἐπισημαίνει τήν ὀρθή κατανόηση τοῦ κόσμου ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὄχι ὅπως τόν ἀντιλαμβάνεται διά τῶν αἰσθήσεων πού σχηματίζουν μιά ἀπατηλή εἰκόνα περί κόσμου, ἀλλά στή συνειδητοποίηση ἑνός κόσμου ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πού κρύβει μέσα του θεία σοφία καί ἀλήθεια. Βλ. σχετ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οἱ Βυζαντινοί ἀσκητικοί καί πνευματικοί Πατέρες, μτφρ. Παν. Κ. Πάλλη, ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 383
101 Παράρτ. ἀρ. κειμ. 5, 847, 592-597
102 Λόγ. ΛΣΤ΄, 548, 53-56
103 Λόγ. ΜΒ΄, 604, 191-192
104 Αὐτ., 603-604, 183-194
105 Αὐτ., 612, 359-360
106 Λόγ. Ε΄, 286, 94
107 Λόγ. ΜΒ΄, 604-605, 205-211
108 Παράρτ., ἀριθ. κειμ. 5, 847, 588-591
109 Λόγ. ΜΒ΄, 595, 2-5
110 Αὐτ., 5-7
111 Αὐτ., 608, 275-277. Στό θέμα αὐτό χαρακτηριστική εἶναι ἡ διατύπωση τοῦ ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ ὀρθόδοξη ἀντίληψη ἀντιμετωπίζει τήν γνώση ὡς πράξη ὁλόκληρης τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ἑνός μέρους τοῦ εἶναι του, εἴτε τοῦ νοῦ, εἴτε τῆς καρδιᾶς, εἴτε τοῦ σώματος εἴτε καί τῆς θελήσεως. Ἡ γνώση δηλαδή εἶναι οἱ ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου πού κάνει μέ ὅλο του τό εἶναι, εἴτε εἶναι σκέψη εἴτε πράξη. Βλ. σχετ. Ἰουστίνου Πόποβοτς Ἀρχιμ., Ὁδός Θεογνωσίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 21982, σελ. 239
112 Λόγ. ΜΒ΄, 612, 356-358.
113 Αὐτ., 351-353.
114 Αὐτ., 361.
115 Αὐτ., 353-355
116 Αὐτ., 358
117 Αὐτ., 605, 212-218. Πρβλ. Α’ Θεσσ. 5,23
118 Λόγ. ΜΒ΄, 609, 301-303
119 Αὐτ., 613, 370-371
120 Αὐτ., 606, 234
121 Λόγ. ΜΒ΄, 609, 301
122 Αὐτ., 605-606, 226-232
123 Αὐτ., 607, 264
124 Αὐτ., 607-608, 269-271
125 Αὐτ., 607, 255-256
126 Βλ. σχετ. Βασιλείου Ἱ. Καλλιακμάνη, πρωτοπρεσβυτέρου, Ἀπό τό φόβο στήν ἀγάπη - Σπουδή καί μαθητεία στή Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 179
127 Λόγ. ΜΒ΄, 606, 238-240
128 Αὐτ., 607, 266-269
129 Λόγ. ΜΒ΄, 607, 261-262
130 Αὐτ., 608-609, 287-293
131 Αὐτ., 610, 305-310
132 Αὐτ., 613, 371-372
133 Αὐτ., 610, 310-314
134 Αὐτ., 315-317
135 Λόγ. ΞΓ΄, 753, 105-107
136 Αὐτ., 107-110
137 Λόγ. ΞΓ΄, 751-752, 61-79
138 Λόγ. ΜΒ΄, 613, 376-385. Ἐπίσης, Αὐτ., 610-611, 320-327
139 Αὐτ., 611, 329-331
140 Αὐτ., 611-612, 332-350. Πρβλ. Μτθ. 19,28, Ἐφ. 1,10, Τίτ. 3,5
141 Αὐτ., 613, 373-375
142 Λόγ. ΜΒ΄, 596, 27-29
143 Αὐτ., 596-597, 33-43
144 Αὐτ., 597, 44-46
145 Αὐτ., 51
146 Βλ. σχετ. Βασιλείου Ἱ. Καλλιακμάνη, πρωτοπρεσβυτέρου, Ἀπό τό φόβο στήν ἀγάπη - Σπουδή καί μαθητεία στή Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2009, σελ.180
147 Λόγ. ΜΒ΄, 597-598, 57-61
148 Αὐτ., 599, 83-89
149 Αὐτ., 601, 140-141
150 Αὐτ., 598-599, 77-79
151 Λόγ. ΜΒ΄, 599-600, 99-104 & 601, 130-137