Μερικά παραδείγματα τέτοιας «μαγείας»:
Όταν κάποιος παίχτης αντίπαλης ομάδας του μπάσκετ βαράει βολές, λέμε: «Ξουτ», «Έξω», «Χάστο» κλπ, πιστεύοντας πως με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούμε να επηρεάσουμε το αποτέλεσμα. Λέμε επίσης: «Κακό χρόνο να’χεις» για να επηρεάσουμε το μέλλον κάποιου μισητού προσώπου.
Όταν βλέπουμε το πρωί κάποιον γνωστό στον δρόμο, επιβάλλεται να πούμε το μαγικό ξόρκι: «Καλημέρα», το οποίο ξεκλειδώνει μια νορμάλ κοινωνική σχέση (για αρχή) με αυτόν τον άνθρωπο που συναντάμε. Αν δε του πούμε αυτό το μαγικό ξόρκι και τον προσπεράσουμε αμίλητοι, τότε είμαστε αδιάφοροι απέναντί του και ίσως πιστέψει πως τον αντιπαθούμε κιόλας.
«Καλή επιτυχία», «Περαστικά», «Καλό ταξίδι», «Να περάσετε όμορφα» και η λίστα ατελείωτη..
«Καλό Πάσχα», «Καλά Χριστούγεννα», «Χριστός Ανέστη», «Χρόνια Πολλά στο ονοματάκι σου», «Καλή Χρονιά», «Προσεύχομαι Για Σένα» – μη τυχόν και δεν πείτε αυτά τα ξόρκια όταν πρέπει, μπορεί να σας αντιπαθήσουν! Η ίδια η προσευχή είναι ένα πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα λεκτικής μαγείας. Τη λες για να πάνε όλα καλά, σε σένα ή σε άλλους, χωρίς πραγματικά να μπορείς να επηρεάσεις τίποτα απολύτως στον πραγματικό κόσμο.
Δίνουμε, ακόμα και στα ονόματά μας, ορισμένα χαρακτηριστικά που δεν προκύπτουν από πουθενά βάσει λογικής.
Μη το επιχειρήσετε!
«Πωπω, σκέτος διάολος! Καμία σχέση με το όνομά της (έχει το όνομα της Παναγίας..)»
Σε περίπτωση που το ίδιο κορίτσι καθόταν ήσυχο: «Πωπω όνομα και πράμα. Τι ήσυχο κορίτσι!»
«Ωραίος καιρός… μία έτσι μία αλλιώς, μας αρρώστησε φέτος!»
«Τι κάνει η οικογένεια;»
«Έμαθες ποιος πέθανε;»
Είναι εκείνα τα λεκτικά ξόρκια που θέλουν κάποιοι να συνδέονται με το όνομά τους, την εταιρεία τους, το προϊόν ή το κόμμα τους. Γι’αυτό και πληρώνουν αδρά τους αρχιερείς της λεκτικής μαγείας, διαφημιστές, για να βρουν κάτι που ο κόσμος να συνδέσει με αυτούς. Πώς μπορεί να συνδεθεί ένα αίσθημα σαν την ελευθερία ή την ανεξαρτησία με ένα αλκοολούχο ποτό, σερβιέτες, μερέντα, αμάξι, εσώρουχα ή την προτίμησή σου σε ένα κόμμα; Μόνο με ένα τέτοιο ακριβοπληρωμένο ξόρκι!
Θα σας σοκάρει το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις, αν ένα παιδάκι 5 ετών αποκαλέσει τη μητέρα του «εκδιδόμενη για χρήματα γυναίκα» ή αν την αποκαλέσει με τη γνωστή βρισιά που σημαίνει ακριβώς το ίδιο; Δε τη γράφω για να μη σοκαριστείτε. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί και να χαμογελούσατε επειδή είναι πολύ παράξενο. Δεν είναι λίγο αστείο γενικότερα, αφού και τα δύο σημαίνουν ακριβώς το ίδιο; Κι όμως δεν είναι κάτι τόσο περίεργο αν το δεις μέσα στα στενά όρια που μας ορίζει η κουλτούρα. Κι αυτό γιατί, το να μας σοκάρουν αυτές οι λέξεις ξεκινά για εμάς από παιδιά ως κατήχηση των μεγάλων για να μην είμαστε «κακά παιδιά». Αυτές οι λέξεις «βαράνε κόκκινα» στο μυαλό μας ως προσβλητικές, ανήθικες και κακές, σαν οι λέξεις να μην είναι απλώς σύμβολα, αλλά να φέρουν μια «μαγική κακία», η οποία εξατμίζεται αν χρησιμοποιήσεις για την ίδια έννοια άλλες λέξεις. Υπέροχα περίεργο!
Μιλώντας σε κάποιον μεγαλύτερό μας σε ηλικία στον πληθυντικό, του δηλώνουμε αυτόματα τον σεβασμό μας. Ο πληθυντικός μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι «σεβαστό πρόσωπο» με κάποιο σπουδαίο αξίωμα, ή όταν επιθυμούμε, για διάφορους λόγους, να κρατήσουμε κοινωνικές αποστάσεις από κάποιο πρόσωπο, με λίγα λόγια όταν «δε θέλουμε πολλά πολλά».
Αυτά τα ξόρκια χρησιμοποιούνται συνήθως σε πολύ επίσημες στιγμές. Αποφεύγουμε να μιλήσουμε με τη σύγχρονή μας γλώσσα, επειδή είναι το έθιμο, η τελετουργία έτσι. Η χρήση αρχαΐζουσας γλώσσας δίνει σε αυτό που θα πούμε ένα εξωπραγματικό ύφος, που βάζει το απαραίτητο αλατοπίπερο, ώστε να δείξουμε πως πράγματι εννοούμε όσα λέμε.
Το γνωστό μας ξεμάτιασμα, δεν είναι άλλο παρά ένα λεκτικό ξόρκι. Είναι μια προσευχή ή σειρά πράξεων (βελόνι, βαμβάκι, λαδάκι κλπ) που συνοδεύονται από «μαγικά λόγια» και πρέπει να στα μάθει άντρας ή παντρεμένη γυναίκα ή και όχι (δε τα ξέρω καλά και βαριέμαι να κάνω google, συγχωρέστε με!). Υποτίθεται πως σε κάνει καλά αν κάποιος σε «είδε με κακία» ή σου «μετέφερε κακή ενέργεια» και δεν νιώθεις καλά.