«σε όποια πόλη λένε για το ίδιο πράγμα “αυτό είναι δικό μου” ή “αυτό δεν είναι δικό μου”, η εν λόγω πόλη δεν κυβερνιέται με τον άριστο τρόπο»
Χωρίς όμως την ανάπτυξη τούτη, καμιά ευδαιμονία δεν μπορεί να κάνει πράξη πέρα από την καλλιέργεια φρούδων ελπίδων, γιατί ο ορίζοντάς του είναι στενός, η νοητική του ικανότητα ανύπαρκτη και η θεωρητικο-πρακτική του εμβέλεια τυχοδιωκτική.
Χρησιμοποιεί έτσι το μαγικό δακτυλίδι του Γύγη, όπως πολύ παραστατικά μας λέει ο Πλάτων, για να αφανίζει ή να φανερώνει κατά βούληση ό,τι τον συμφέρει (Πολιτεία 359 κ.εξ):
για να παρουσιάζει το άδικο ως δίκαιο, για να αναστρέφει την αλήθεια –σαν τους καθημερινούς μας πολιτικάντηδες του Ελλαδικού πολιτικού τοπίου, μη εξαιρουμένων και παρόμοιων εικόνων από άλλα εκτός συνόρων προτεκτοράτα– για να καθιδρύει στην κοινωνία τη φαυλότητα και να κρύβει το φάσμα της δικής του ευθύνης.
Συνδέει λοιπόν αυτή τη ζωή, δηλαδή «τόν ἄρτον τόν ἐπιούσιον», με την επιθυμία να ασκήσει εξουσία για να ζήσει μέσα στην τρυφή και την πολυτέλεια, αδιαφορώντας για τη δική του βαθύτερη δυστυχία αλλά και για εκείνη των άλλων.
Με τούτο δείχνει την πλήρη έκπτωσή του ως βιολογικό μα και ως σκεπτόμενο ον: στερείται τη στοιχειώδη παιδεία ψυχής (ψυχ–αγωγία) και δεν αισθάνεται την ανάγκη να νοιάζεται για την κοινή μοίρα.
Όπως αναφέρει ο φιλόσοφος στο τρίτο βιβλίο της Πολιτείας, τούτο προκύπτει από την τυπική του, καθεστωτική παιδεία, η οποία παραδίδει το άτομο στην πολυπραγμοσύνη, στη στάση, στη διχόνοια και ανοίγει το δρόμο για τον φαύλο πολιτικό.
Να γιατί και τα σημερινά αγρίμια του παλαιού και του νέου καθεστώτος, με βάση την τυπική τους εκπαίδευση λυμαίνονται τον δημόσιο πλούτο αναστρέφοντας τη λογική των πραγμάτων, αλλά φροντίζοντας συνάμα να συγκαλύπτουν την αναστροφή τούτη μελαϊκιστικές πολιτικές.
Λαϊκιστική πολιτική σημαίνει:
Λαϊκισμός και αντίστοιχη πολιτική είναι σύγχρονοι όροιˑ χαρακτηρίζουν ωστόσο πολιτικές ασκηθείσες ήδη από τα αρχαία χρόνια.
Κύρια μέριμνα μιας αυθεντικά λαϊκής πολιτικής δεν είναι«στο πώς θα είναι ευτυχισμένη μόνο μια ομάδα ανθρώπων, αλλά πώς θα ευτυχεί, στο μέγιστο βαθμό, όλη η πόλη»
Το τελευταίο σπάνια συμβαδίζει με τον θόρυβο και τους θορυβοποιούς της μαζικής κουλτούρας και της τυπικής εκπαίδευσης· με τους θορυβοποιούς που νομοθετούν ‒για χάρη του τυπικά εκπαιδευόμενου με χαμηλές επιδόσεις, ήτοι του απαίδευτου, του δημαγωγικού, του χαμερπούς‒ και οι οποίοι επίσημα πλέον ενθαρρύνουν τις αντιγραφές, τις κομματικές συναλλαγές και ό,τι πιο άθλιο μπορεί να φανταστεί οαρρωστημένος τους νους, προκειμένου να παραγάγουν μια άκριτη μάζα ίδιων και ομοίων.
Έτσι ρίχνονται μέσα στην κοινωνία οι στρατιές των αδυνάμων, κατά Νίτσε, που ελέγχονται εύκολα και για να αισθανθούν πραγματωμένοι διψούν να κυριαρχήσουν και να εξελιχθούν σε δεσπόζουσα «δύναμη», πολιτική ή εκπαιδευτική εξουσία.
Έργο τους είναι: ο ανηλεής διωγμός ‒με τη μορφή της νομοθετικής ή άλλης κατευθυνόμενης αξιολόγησης ή αξιοθέτησης‒ κάθε στοιχείου, όντος, πράγματος, αξίας, δύναμης, που τους υπερβαίνει (βλ. σχετικά: Φρ. Νίτσε, Ο Ευρωπαϊκός Μηδενισμός, εισαγωγή-μτφρ. σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2017).
Οι ναύτες γύρω του ερίζουν, σκοτώνονται μεταξύ τους ποιος θα πάρει το τιμόνι στα χέρια του, παρά την έλλειψη ουσιαστικής γνώσης στην κυβερνητική.
Όχι μόνο δεν γνωρίζουν τίποτα το ουσιώδες αλλά είναι και έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον μιλήσει υπέρ της αναγκαιότητας κεφαλαιώδους μάθησης.
Αυτοί οι ακατέργαστοι, οι βαρβαροκένταυροι ναύτες, τη μόνη «ικανότητα» που έχουν είναι να κολακεύουν τον κυβερνήτη, να τον μεθούν ή να τον αποκοιμίζουν με μανδαγόρα και τελικά να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διοίκηση του καραβιού.
Τότε συνεχίζουν το ταξίδι, κλέβοντας το εμπόρευμα, μεθώντας και ρίχνοντάς το σε υλικές απολαύσεις και ηδονές.