Είναι κοινός τόπος πως η φιλοσοφική έγνοια της πολιτικής σκέψης του Πλάτωνα δεν παύει να περιστρέφεται γύρω από τον αληθινό φιλόσοφο, τον οποίο διαχωρίζει ρητά από τους κίβδηλους περιφερόμενους «φιλοσόφους» –ίδιους και όμοιους με κάποιους πλανόδιους αμπελοφιλοσόφους κομματικών, διακομματικών, συντεχνιακών παρασυναγωγών του σήμερα– και συναφώς από τον φαύλο πολιτικό.
Γιατί ο Πλάτων προβαίνει σε έναν τέτοιο διαχωρισμό και δεν στρέφεται προς τον έντιμο πολιτικό ως αντιστάθμισμα στον φαύλο πολιτικό;
Επειδή ουδείς επαγγελματίας πολιτικός, είτε του ολιγαρχικού είτε του δημοκρατικού είτε οποιασδήποτε άλλης ιδεολογικής περιχαράκωσης, είναι έντιμος από γνωσιο–οντο–λογική σκοπιά:
α) σε επίπεδο γνώσης είναι, εν ολίγοις, αμόρφωτος άνθρωπος, μιμητής των χείριστων ιδεολογιών και εντολοδόχος εκτελεστής-εφαρμοστής αυτών των τελευταίων·
β) σε επίπεδο της οντικής του ύπαρξης και ως φυσικό επακόλουθο της προαναφερθείσας αμορφωσιάς του είναιάβουλο ον, υπηρετικό υποχείριο ξένων συμφερόντων, ασυγκράτητα εξουσιομανής και ως εκ τούτου εύκολος μεταπράτης των πάτριων συμφερόντων και εδαφών για λογαριασμό αλλότριων δυνάμεων.
γ) σε επίπεδο ορθοφροσύνης και σκεπτόμενης σύνεσης ενσαρκώνει το πιο παράλογο, το αδιανόητα βάρβαρο και ακόλαστο ανδρείκελο, που εντός της πατρίδας του επιδίδεται σε θεατρινίστικους καιπάντα ύποπτους λεονταρισμούς, ενώ εκτός της πατρίδας συμπεριφέρεται ως ο πιο αδίστακτος Εθνικός μειοδότης.
Όλη η πλατωνική Πολιτεία βρίθει από τέτοια δείγματα ή παραδείγματα αλλά και η ιστορία της Ελλάδας, ας πούμε, από την αρχή μέχρι και σήμερα.
Συνοπτικά για τον Πλάτωνα, όλα τούτα σημαίνουν πως ο επαγγελματίας πολιτικός δεν έχει το υψηλό φιλοσοφικό ήθος ταύτισης του Εαυτού με το συμφέρον της πόλης ως όλου ούτε βαθιά συνείδηση κοινοκτημοσύνης των αγαθών, ώστε να μην έχει ανάγκη, αλλά και να μη μπορεί αντικειμενικά να κλέβει τον δημόσιο πλούτο για ίδιον όφελος:
«σε όποια πόλη λένε για το ίδιο πράγμα “αυτό είναι δικό μου” ή “αυτό δεν είναι δικό μου”, η εν λόγω πόλη δεν κυβερνιέται με τον άριστο τρόπο»
(Πολιτεία 462c).
Το ήθος είναι ο θεός του ανθρώπου, μας λέει ο Ηράκλειτος. Νοούμενο βέβαια όχι απλώς ως μια ηθικότητα αλλά οντολογικά: ως διαμονή, ως ύπαρξη του ανθρώπου εντός της αντάξιας στο Dasein του πολιτικής κοινότητας.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ένα τέτοιο ήθος συνυφαίνεται με τη φιλοσοφική γνώση και παιδεία.
Ετούτη εδώ επιτρέπει στο άτομο να αντι–στέκεται σθεναρά στο μυθολογικό και απατηλό μασκάρεμα μίσθαρνων λογοποιών και μυθοποιών.
Πρόκειται για ένα μασκάρεμα σαν αυτό της τρέχουσας ελληνικής πολιτικής, όπου πρώην αφισοκολλητές και εις το διηνεκές μοχθηροί αμόρφωτοι, κατά τον Μαρξ «παραφουσκωμένοι βάτραχοι», γαντζωμένοι κιόλας σε κυβερνητικούς θώκους, αποδεικνύονται άριστοι μυθοποιοί επί του πρακτέου και θέλουν να δημιουργούν ολική συσκότιση στο άγνωμο πλήθος.
Απεναντίας, ο άνθρωπος, που από νεαρή ακόμα ηλικία μαθαίνει να εσωτερικεύει την ως άνω γνώση και να την ενεργοποιεί στη ζωή ως δεύτερη φύση του, δηλαδή ωςπνευματική του φύση, αποκτά εσωτερική αυτοτέλεια, υψηλή αίσθηση του ευ ζην, προδιάθεση για ευψυχία και για αποκήρυξη με βδελυγμία όλων των παλαιών και νέων μυθοποιών της εξουσιολατρείας, του εγωκεντρισμού και της ηδονοθηρίας.
Από την πλευρά του, ο μυθοποιός πολιτικός παντός καιρού, ακριβώς επειδή απέχει πόρρω από μια τέτοια παίδευση, υπόσχεται να φέρει δήθεν την ευδαιμονία στην πόλη, χωρίς μια παράλληλη ανάπτυξη της εαυτού συνείδησης και της συνείδησης του αγελαίου πλήθους.
Χωρίς όμως την ανάπτυξη τούτη, καμιά ευδαιμονία δεν μπορεί να κάνει πράξη πέρα από την καλλιέργεια φρούδων ελπίδων, γιατί ο ορίζοντάς του είναι στενός, η νοητική του ικανότητα ανύπαρκτη και η θεωρητικο-πρακτική του εμβέλεια τυχοδιωκτική.
Χρησιμοποιεί έτσι το μαγικό δακτυλίδι του Γύγη, όπως πολύ παραστατικά μας λέει ο Πλάτων, για να αφανίζει ή να φανερώνει κατά βούληση ό,τι τον συμφέρει (Πολιτεία 359 κ.εξ):
για να παρουσιάζει το άδικο ως δίκαιο, για να αναστρέφει την αλήθεια –σαν τους καθημερινούς μας πολιτικάντηδες του Ελλαδικού πολιτικού τοπίου, μη εξαιρουμένων και παρόμοιων εικόνων από άλλα εκτός συνόρων προτεκτοράτα– για να καθιδρύει στην κοινωνία τη φαυλότητα και να κρύβει το φάσμα της δικής του ευθύνης.
Χωρίς όμως την ανάπτυξη τούτη, καμιά ευδαιμονία δεν μπορεί να κάνει πράξη πέρα από την καλλιέργεια φρούδων ελπίδων, γιατί ο ορίζοντάς του είναι στενός, η νοητική του ικανότητα ανύπαρκτη και η θεωρητικο-πρακτική του εμβέλεια τυχοδιωκτική.
Χρησιμοποιεί έτσι το μαγικό δακτυλίδι του Γύγη, όπως πολύ παραστατικά μας λέει ο Πλάτων, για να αφανίζει ή να φανερώνει κατά βούληση ό,τι τον συμφέρει (Πολιτεία 359 κ.εξ):
για να παρουσιάζει το άδικο ως δίκαιο, για να αναστρέφει την αλήθεια –σαν τους καθημερινούς μας πολιτικάντηδες του Ελλαδικού πολιτικού τοπίου, μη εξαιρουμένων και παρόμοιων εικόνων από άλλα εκτός συνόρων προτεκτοράτα– για να καθιδρύει στην κοινωνία τη φαυλότητα και να κρύβει το φάσμα της δικής του ευθύνης.
Καθότι άδειο Εγώ, διεκδικεί μόνο μια άμεση, υλική ζωή, με απόλυτο εκχυδαϊσμό της ύπαρξής του, και καμιά πνευματική.
Συνδέει λοιπόν αυτή τη ζωή, δηλαδή «τόν ἄρτον τόν ἐπιούσιον», με την επιθυμία να ασκήσει εξουσία για να ζήσει μέσα στην τρυφή και την πολυτέλεια, αδιαφορώντας για τη δική του βαθύτερη δυστυχία αλλά και για εκείνη των άλλων.
Με τούτο δείχνει την πλήρη έκπτωσή του ως βιολογικό μα και ως σκεπτόμενο ον: στερείται τη στοιχειώδη παιδεία ψυχής (ψυχ–αγωγία) και δεν αισθάνεται την ανάγκη να νοιάζεται για την κοινή μοίρα.
Όπως αναφέρει ο φιλόσοφος στο τρίτο βιβλίο της Πολιτείας, τούτο προκύπτει από την τυπική του, καθεστωτική παιδεία, η οποία παραδίδει το άτομο στην πολυπραγμοσύνη, στη στάση, στη διχόνοια και ανοίγει το δρόμο για τον φαύλο πολιτικό.
Συνδέει λοιπόν αυτή τη ζωή, δηλαδή «τόν ἄρτον τόν ἐπιούσιον», με την επιθυμία να ασκήσει εξουσία για να ζήσει μέσα στην τρυφή και την πολυτέλεια, αδιαφορώντας για τη δική του βαθύτερη δυστυχία αλλά και για εκείνη των άλλων.
Με τούτο δείχνει την πλήρη έκπτωσή του ως βιολογικό μα και ως σκεπτόμενο ον: στερείται τη στοιχειώδη παιδεία ψυχής (ψυχ–αγωγία) και δεν αισθάνεται την ανάγκη να νοιάζεται για την κοινή μοίρα.
Όπως αναφέρει ο φιλόσοφος στο τρίτο βιβλίο της Πολιτείας, τούτο προκύπτει από την τυπική του, καθεστωτική παιδεία, η οποία παραδίδει το άτομο στην πολυπραγμοσύνη, στη στάση, στη διχόνοια και ανοίγει το δρόμο για τον φαύλο πολιτικό.
Εάν η φιλοσοφική παιδεία παράγει αληθινούς φιλοσόφους, δηλαδή εκείνους που συλλαμβάνουν τα πράγματα όχι ως έναν απέραντο σωρό τεμαχίων, αλλά στην ενότητα των αναφορικών τους νοημάτων, η τυπική εκπαίδευση εισάγει στη ψυχή των ανθρώπων, και δη των νέων, διαλυτικές, απαξιωτικές «αξίες», που τους διαφθείρουν και τους καθιστούν ευάλωτους στα πολιτικά αγρίμια (Πολιτεία 495-97), δεσμώτες μέσα στον ψεύτικο κόσμο των σκιώνˑ με λόγια του Χέγκελ:ενύπαρκτους θαμώνες ενός ανεστραμμένου κόσμου.
Να γιατί και τα σημερινά αγρίμια του παλαιού και του νέου καθεστώτος, με βάση την τυπική τους εκπαίδευση λυμαίνονται τον δημόσιο πλούτο αναστρέφοντας τη λογική των πραγμάτων, αλλά φροντίζοντας συνάμα να συγκαλύπτουν την αναστροφή τούτη μελαϊκιστικές πολιτικές.
Λαϊκιστική πολιτική σημαίνει:
ολοκληρωτισμός, ολοκληρωτικός φασισμός, και στην πραγματικότητα είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός μιας αυθεντικά δίκαιης πολιτικής κοινότητας.
Λαϊκισμός και αντίστοιχη πολιτική είναι σύγχρονοι όροιˑ χαρακτηρίζουν ωστόσο πολιτικές ασκηθείσες ήδη από τα αρχαία χρόνια.
Έτσι, η φιλοσοφική αντιπαράθεση του Πλάτωνα με το τότε πολιτικό σύστημα είναι μια τιτάνια προσπάθεια, μεταξύ άλλων, διαχωρισμού της ως άνω ολοκληρωτικής πολιτικής από μια πολιτική για το συμφέρον όλων κι όχι μόνο της μιας πλευράς, των ολίγων, ή της άλλης πλευράς, των υποτιθέμενων πολλών.
Κύρια μέριμνα μιας αυθεντικά λαϊκής πολιτικής δεν είναι«στο πώς θα είναι ευτυχισμένη μόνο μια ομάδα ανθρώπων, αλλά πώς θα ευτυχεί, στο μέγιστο βαθμό, όλη η πόλη»
(Πολιτεία 420b).
Κατά τη λαϊκιστική πολιτική όμως οι κυβερνήτες ανάγουν την εξουσία σε αυτοσκοπό, με αποτέλεσμα να διατηρούν τις υλικές ανισότητες ανάμεσα στους εαυτούς τους και τους πολίτες, να ευνοούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες σε βάρος του όλου και να ισοπεδώνουν τα ανθρώπινα άτομα υλικά και πνευματικά, αρκεί να βολεύουν τα δικά τους παιδιά και εγγόνια.
Συμβαίνει, όπως ρητά διευκρινίζει ο Πλάτων (π.χ. στην Πολιτεία, στο Θεαίτητο, στο Φαίδρο κ.λπ.) οι ανίκανοι ‒και όχι οι πραγματικά ικανοί‒κυβερνήτες σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου να διώκουν το άριστο.
Το τελευταίο σπάνια συμβαδίζει με τον θόρυβο και τους θορυβοποιούς της μαζικής κουλτούρας και της τυπικής εκπαίδευσης· με τους θορυβοποιούς που νομοθετούν ‒για χάρη του τυπικά εκπαιδευόμενου με χαμηλές επιδόσεις, ήτοι του απαίδευτου, του δημαγωγικού, του χαμερπούς‒ και οι οποίοι επίσημα πλέον ενθαρρύνουν τις αντιγραφές, τις κομματικές συναλλαγές και ό,τι πιο άθλιο μπορεί να φανταστεί οαρρωστημένος τους νους, προκειμένου να παραγάγουν μια άκριτη μάζα ίδιων και ομοίων.
Έτσι ρίχνονται μέσα στην κοινωνία οι στρατιές των αδυνάμων, κατά Νίτσε, που ελέγχονται εύκολα και για να αισθανθούν πραγματωμένοι διψούν να κυριαρχήσουν και να εξελιχθούν σε δεσπόζουσα «δύναμη», πολιτική ή εκπαιδευτική εξουσία.
Έργο τους είναι: ο ανηλεής διωγμός ‒με τη μορφή της νομοθετικής ή άλλης κατευθυνόμενης αξιολόγησης ή αξιοθέτησης‒ κάθε στοιχείου, όντος, πράγματος, αξίας, δύναμης, που τους υπερβαίνει (βλ. σχετικά: Φρ. Νίτσε, Ο Ευρωπαϊκός Μηδενισμός, εισαγωγή-μτφρ. σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2017).
Το τελευταίο σπάνια συμβαδίζει με τον θόρυβο και τους θορυβοποιούς της μαζικής κουλτούρας και της τυπικής εκπαίδευσης· με τους θορυβοποιούς που νομοθετούν ‒για χάρη του τυπικά εκπαιδευόμενου με χαμηλές επιδόσεις, ήτοι του απαίδευτου, του δημαγωγικού, του χαμερπούς‒ και οι οποίοι επίσημα πλέον ενθαρρύνουν τις αντιγραφές, τις κομματικές συναλλαγές και ό,τι πιο άθλιο μπορεί να φανταστεί οαρρωστημένος τους νους, προκειμένου να παραγάγουν μια άκριτη μάζα ίδιων και ομοίων.
Έτσι ρίχνονται μέσα στην κοινωνία οι στρατιές των αδυνάμων, κατά Νίτσε, που ελέγχονται εύκολα και για να αισθανθούν πραγματωμένοι διψούν να κυριαρχήσουν και να εξελιχθούν σε δεσπόζουσα «δύναμη», πολιτική ή εκπαιδευτική εξουσία.
Έργο τους είναι: ο ανηλεής διωγμός ‒με τη μορφή της νομοθετικής ή άλλης κατευθυνόμενης αξιολόγησης ή αξιοθέτησης‒ κάθε στοιχείου, όντος, πράγματος, αξίας, δύναμης, που τους υπερβαίνει (βλ. σχετικά: Φρ. Νίτσε, Ο Ευρωπαϊκός Μηδενισμός, εισαγωγή-μτφρ. σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2017).
Σε ένα περίφημο χωρίο του (Πολιτεία 488) ο Πλάτων παρουσιάζει την πολιτεία με καράβι που ταξιδεύει στη θάλασσα και του οποίου ο κυβερνήτης είναι μεν ο πιο σωματώδης και δυνατός, αλλά παρακούει, θαμποβλέπει και έχει μειωμένη λογική ικανότητα.
Οι ναύτες γύρω του ερίζουν, σκοτώνονται μεταξύ τους ποιος θα πάρει το τιμόνι στα χέρια του, παρά την έλλειψη ουσιαστικής γνώσης στην κυβερνητική.
Όχι μόνο δεν γνωρίζουν τίποτα το ουσιώδες αλλά είναι και έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον μιλήσει υπέρ της αναγκαιότητας κεφαλαιώδους μάθησης.
Αυτοί οι ακατέργαστοι, οι βαρβαροκένταυροι ναύτες, τη μόνη «ικανότητα» που έχουν είναι να κολακεύουν τον κυβερνήτη, να τον μεθούν ή να τον αποκοιμίζουν με μανδαγόρα και τελικά να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διοίκηση του καραβιού.
Τότε συνεχίζουν το ταξίδι, κλέβοντας το εμπόρευμα, μεθώντας και ρίχνοντάς το σε υλικές απολαύσεις και ηδονές.
Οι ναύτες γύρω του ερίζουν, σκοτώνονται μεταξύ τους ποιος θα πάρει το τιμόνι στα χέρια του, παρά την έλλειψη ουσιαστικής γνώσης στην κυβερνητική.
Όχι μόνο δεν γνωρίζουν τίποτα το ουσιώδες αλλά είναι και έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον μιλήσει υπέρ της αναγκαιότητας κεφαλαιώδους μάθησης.
Αυτοί οι ακατέργαστοι, οι βαρβαροκένταυροι ναύτες, τη μόνη «ικανότητα» που έχουν είναι να κολακεύουν τον κυβερνήτη, να τον μεθούν ή να τον αποκοιμίζουν με μανδαγόρα και τελικά να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διοίκηση του καραβιού.
Τότε συνεχίζουν το ταξίδι, κλέβοντας το εμπόρευμα, μεθώντας και ρίχνοντάς το σε υλικές απολαύσεις και ηδονές.
Η τακτική τους είναι να ευνοούν τους ομοϊδεάτες τους και να σπιλώνουν όσους αντιστέκονται στις αθλιότητές τους.
Χαρακτηρίζουν τους πραγματικά ικανούς, γνώστες, ταλαντούχους, ως απατεώνες, πολυλογάδες, παράξενους, ανίκανους, άχρηστους.
Η παραβολή αυτή του κυβερνήτη του πλοίου και των ναυτών αποτυπώνει την κατάσταση μιας πόλης που κακοδιοικείται από διεφθαρμένους πολιτικούς και εχθρεύεται την αληθινή φιλοσοφία, δηλαδή το άριστο των αρίστων, το πολυτιμότερο της πόλης.
Συναφώς υποδηλώνει πως φιλαυτία, ναρκισσισμός και φιλοδοξία, από τη μια πλευρά, και φιλοσοφία, από την άλλη, αποτελούν δυο διαφορετικούς κόσμους: η πρώτη περίπτωση τον κόσμο της μαζικο-δημοκρατικής αερολογίας, μαζί και των «ἐν πολλοῖς καὶ παντοίως πλανωμένων», δηλαδή τον κόσμο των ανάξιων προσώπων του δημόσιου βίου και των αγελαίων συντεχνιών τουςˑ η δεύτερη το ιερό τέμενος των Μουσών, την αληθινή ποιητική πράξη της πολιτικής.