Ο Εμίλ Ντιρκέμ είναι ένας από τους κλασικούς θεωρητικούς της κοινωνιολογίας. Εισήγαγε την θετικιστική μέθοδο και προσπάθησε να κάνει την επιστήμη της κοινωνιολογίας πιο πρακτική: από την θεωρία, δηλαδή, να περνάει στην πράξη.
Όσον αφορά την κοινωνία, ο Ντιρκέμ έκανε λόγο για το εσωτερικό περιβάλλον και την εσωτερική σύσταση της κοινωνίας, για να καταφέρει να αναλύσει και να αποδώσει την κοινωνική δομή. Μέσα από το εσωτερικό περιβάλλον είναι δυνατό να παρακολουθήσουμε τις κοινωνικές διαδικασίες που αναπτύσσονται, όπως τις κοινωνικές σχέσεις, τις αιτίες και τα αποτελέσματα σε διάφορα ζητήματα.
Ένα από τα μεγαλύτερα έργα του Ντιρκέμ, στα οποία εφάρμοσε την παραπάνω μέθοδο, ήταν η «Αυτοκτονία» (Le suicide). Για την εποχή του το έργο αυτό ήταν αρκετά ριζοσπαστικό και προκλητικό. Μέσα από την επιστήμη της κοινωνιολογίας κατάφερε να αναλύσει τις αιτίες και τους παράγοντες που οδηγούν στην αυτοκτονία και για τον ίδιο αποτέλεσε ένα κοινωνικό φαινόμενο.
Υπό τον όρο αυτοκτονία ή εκούσιο θάνατο ο Ντιρκέμ περιέλαβε και τον θάνατο που συμβαίνει ως αποτέλεσμα ανδρείας ή αυτοθυσίας (Αντωνοπούλου,2008). Ακόμα, συμπεριέλαβε και τις περιπτώσεις του εθιμικού θανάτου, όπως τελετές σε διάφορες προβιομηχανικές κοινωνίες. Μελετώντας τις μη αστικές, μη βιομηχανικές κοινωνίες παρατήρησε ότι η αυτοκτονία αποτελούσε φυσιολογικό φαινόμενο και σχετιζόταν με την συλλογικότητα και πως η συλλογική συνείδηση επηρέαζε την ατομική συμπεριφορά. Σε όλες τις κοινωνίες παρουσιάζεται μία συχνότητα των αυτοκτονιών, οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες με τις κοινωνικές συνθήκες, δείχνοντας ότι η αυτοκτονία είναι κοινωνικό φαινόμενο.
Βέβαια, στη μελέτη του το βάρος έπεσε στη σύγχρονη κοινωνία. Η μελέτη του φαινομένου στις μη αστικές κοινωνίες έγινε κατά κύριο λόγο για να επιβεβαιώσει τον κοινωνικό χαρακτήρα της αυτοκτονίας, ότι δηλαδή οι αιτίες του φαινομένου είναι κοινωνικές και δεν ανάγονται στην ατομική ψυχολογία (Αντωνοπούλου,2008).
Ο Ντιρκέμ πίστευε ότι η αύξηση των αυτοκτονιών στην Ευρώπη στα τέλη του προπερασμένου αιώνα συνδεόταν με μία γενικότερη κρίση που διερχόταν στην κοινωνία και ότι οι κοινωνικές ρυθμίσεις είχαν χαλαρώσει.
Μέσα από την παρατήρηση των αυτοκτονιών από τις επίσημες στατιστικές, ο Ντιρκέμ υποστήριξε ότι όσο ψυχρό, πραγματικό και αμετάκλητο είναι το «ατομικό γεγονός» της αυτοκτονίας, ότι κάποιος αφαίρεσε τη ζωή του, άλλο τόσο αντικειμενικό, δεδομένο και πραγματικό είναι το κοινωνικό φαινόμενο της αυτοκτονίας, όπως αποτυπώνεται στη συχνότητα αυτοκτονιών που παρουσιάζει η κοινωνία. Η στατιστική συχνότητα αντανακλά το πραγματικό γεγονός που χρήζει εξήγησης για τους παράγοντες που το προσδιορίζουν. Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται ένα ατομικό γεγονός είναι ακριβώς αυτό που το καθιστά κοινωνικό φαινόμενο κατά τον Ντιρκέμ. Απορρίπτοντας τις ψυχολογικές, ψυχοπαθολογικές, ακόμα, και τις κληρονομικές αιτίες, ο θεωρητικός αναζητά τον κοινωνικό χαρακτήρα του φαινομένου της αυτοκτονίας. Παρατηρεί ότι ο δείκτης αυτοκτονιών είναι σχετικά σταθερός σε μία δεδομένη χρονική στιγμή σε έναν δεδομένο πληθυσμό μιας επιμέρους περιοχής ή μιας χώρας (Αντωνοπούλου,2008).
Προσδιορίζοντας τους παράγοντες που προκαλούν το φαινόμενο της αυτοκτονίας και των ειδών που αυτή εμφανίζει, συνδέει το φαινόμενο με τη δομή, το «εσωτερικό περιβάλλον» της κοινωνίας στην οποία συμβαίνει. Σαν γενικό συμπέρασμα, ο Ντιρκέμ θεωρεί ότι η αυτοκτονία είναι αντιστρόφως ανάλογη με το βαθμό συνοχής μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας ευρύτερης κοινωνίας. Η εξέταση, λοιπόν, του βαθμού συνοχής της κοινωνικής ομάδας ή μεγαλύτερου συνόλου, ο προσδιορισμός της σημασίας παραγόντων, όπως οι θρησκευτικές δοξασίες, η οικογενειακή κατάσταση των ατόμων, η αλτρουιστική ή η εγωιστική συμπεριφορά επιτρέπουν στον Ντιρκέμ να διακρίνει τρία είδη αυτοκτονιών: την εγωιστική, την αλτρουιστική και την ανομική (Craib,2012).
Η εγωιστική αυτοκτονία συναντάται στις σύγχρονες, αστικές κοινωνίες. Σχετίζεται με την ανάπτυξη του εγωισμού και του ατομισμού, την επιδίωξη από τη μεριά των ατόμων των ιδιαίτερων, των ατομικών τους συμφερόντων και κατ’ επέκταση της αποδέσμευσής τους από ισχυρές κοινωνικές επιταγές (Αντωνοπούλου,2008). Μέσα από στατιστικά στοιχεία από όλες τις χώρες τις Ευρώπης ο Ντιρκέμ είδε ότι μεγαλύτερη συχνότητα αυτοκτονιών παρατηρείται σε χώρες όπου κυριαρχεί ο προτεσταντισμός και όχι ο καθολικισμός. Δηλαδή, οι προτεστάντες αυτοκτονούν ευκολότερα από ότι οι καθολικοί (Αντωνοπούλου,2008). Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο καθολικισμός είναι ένα δόγμα που ελέγχει τη συνείδηση των πιστών και στηρίζεται στην τυφλή πίστη, στην παράδοση και στην ιεραρχία. Αντίθετα, στον προτεσταντισμό επιτρέπεται η ελευθερία στην ατομική σκέψη και συνείδηση και ο προτεστάντης είναι περισσότερο δημιουργός της πίστης του, δημιουργώντας έτσι τον θρησκευτικό ατομισμό.
Ο Ντιρκέμ δεν γενικεύει ότι ο ηθικός ατομισμός οδηγεί στην αυτοκτονία, αλλά θεωρεί ότι ο υπέρμετρος ατομισμός που απομακρύνει τα άτομα από το σύνολο στο οποίο ήταν ομαλά ενταγμένα οδηγεί στην αποσάθρωση της κοινωνίας. Βέβαια, η εγωιστική αυτοκτονία μπορεί να συνδέεται με την ίδια αδυναμία του κοινωνικού συνόλου να συμπεριλάβει το άτομο, περιθωριοποιώντας το.
Η αλτρουιστική αυτοκτονία εμφανίζεται σε κοινωνίες υψηλού βαθμού αφομοίωσης του ατόμου στην συλλογική ζωή. Ένας ολοκληρωτικός τρόπος επιβολής της συλλογικής συνείδησης έναντι της ατομικής μπορεί να οδηγήσει τα άτομα σε ηθικές δεσμεύσεις. Η αυτοκτονία μπορεί να εμφανιστεί έτσι ως θυσία, καθήκον των ατόμων και σε αντίθεση με την εγωιστική αυτοκτονία το «εγώ» δεν αποτελεί κτήμα του εαυτού μας, αλλά υπακούει σε κάτι εξωτερικό, στην ομάδα στην οποία συμμετέχει (Craib,2012).
Επίσης, μια άλλη παρόμοια κατηγορία αυτοκτονίας που εντάσσεται στην αλτρουιστική είναι η μοιρολατρική αυτοκτονία, η οποία αποτελεί κάτι σαν έθιμο σε κοινωνίες όπου οι κανόνες είναι πάρα πολύ ισχυροί (π.χ. η περίπτωση που μια ινδή χήρα θεωρεί υποχρέωσή της να πέσει στη νεκρική πυρά του συζύγου της- το έθιμο «σάτι»).
Τέλος, η ανομική αυτοκτονία σημειώνεται εκεί όπου οι κανόνες που διέπουν την κοινωνική ζωή έχουν απαξιωθεί και δεν γνωρίζουμε πλέον πώς να συμπεριφερθούμε ή τι αρμόζει σε μία περίσταση και τι όχι. Αυτό παρατηρείται συχνά σε περιόδους κρίσεων και ξαφνικών αλλαγών (π.χ. απώλεια πλούτου). Αυτές οι μεταβατικές περίοδοι ή περίοδοι κρίσης δεν συμβάλλουν στην κοινωνική ολοκλήρωση των ατόμων και επικρατεί μια γενικότερη σύγχυση με τους παλιούς και νέους κανόνες και κοινωνικές επιταγές.
Αντωνοπούλου Μ.(2008), Οι κλασικοί της κοινωνιολογίας, Σαββάλας(Αθήνα).
Craib I.(2012), Κλασική κοινωνική θεωρία, Παπαζήσης (Αθήνα).