Η «καυτή» ζωή της Ωραίας Ελένης (με παρελθόν και μέλλον) - Point of view

Εν τάχει

Η «καυτή» ζωή της Ωραίας Ελένης (με παρελθόν και μέλλον)




  Πριν τον Πάρι την έκλεψε ο Εναροφόρος γιος του Ιπποκοώντος όταν ήταν παιδούλα ακόμη.. και μετά οι γιοι του Αφαρέα.


Δεν έφερε πότε και σε κανέναν τύχη η ωραία, αλλά δυστυχία και μπελάδες. Όπως και στο σπουδαίο Θησέα τον τρίτο που την έκλεψε, ενώ εκείνη χόρευε στον ναό της Αρτέμιδος.


  Πέντε γάμοι, αρκετά παιδιά, δύο πόλεμοι και μια ενδιαφέρουσα μεταθανάτια ζωή. Η πανέμορφη κόρη του Τυνδάρεω έδειχνε από μικρή τι θα προκαλούσε. Στα 12 της αποφάσισε να την κλέψει ο πρώτος της ξάδερφος, ο Εναρφόρος. Εκείνη, γλύτωσε απ τον ξάδελφο, δεν γλύτωσε όμως απ τον 50χρονο Θησέα που την έκλεψε μαζί με τον φίλο του, τον Πειρίθη. Χήροι, σύμφωνα με το μύθο και οι δύο, ήθελαν πλέον για γυναίκες τους κόρες θεών. Έβαλαν λοιπόν σε κλήρο την Ελένη, την κέρδισε ο Θησέας και την πήγε στη μητέρα του την Αίθρα.





 Τα αδέρφια της πήγαν με στρατό, ξεκίνησαν έναν αιματηρό πόλεμο, κατέστρεψαν την Αττική, πήραν πίσω την αδερφή τους και για σκλάβα της, την Αίθρα. Η μια εκδοχή της ιστορίας είναι ότι ο Θησέας τη «σεβάστηκε». Η άλλη ότι η Ωραία Ελένη έμεινε έγκυος, γέννησε στο Άργος και άφησε το πρώτο της παιδί στην αδερφή της την Κλυταιμνήστρα να το μεγαλώσει σαν δικό της. Ήταν η Ιφιγένεια.

Υποψήφιοι γαμπροί






Ο πατέρας της, από φόβο μην του ξανακλέψουν την όμορφη κόρη αποφάσισε να την παντρέψει. Έσπευσαν, λοιπόν, στο παλάτι όλοι οι Αχαιοί πρίγκηπες ως υποψήφιοι γαμπροί, εκτός από τον Αχιλλέα που μαθήτευε στον Χείρωνα. Στην κοσμοσυρροή γαμπρών και τη δύσκολη επιλογή, ο Οδυσσέας πρότεινε να διαλέξει μόνη της η Ελένη το γαμπρό και οι υπόλοιποι να δώσουν όρκο ότι αν ποτέ κάποιος βρεθεί να πάρει την Ελένη απ τον άντρα της να μαζευτούν όλοι μαζί να ξεπλύνουν την προσβολή. Η Ελένη διάλεξε λοιπόν το Μενέλαο. Βασιλιά, άνθρωπο με αρχοντιά, αδερφό του Αγαμέμνονα, ψηλό, δυνατό, γενναίο με δύο εξαιρετικά προσόντα. Ήταν ο πιο πλούσιος και ο πιο αφελής! Δέκα χρόνια κράτησε ο ευτυχισμένος γάμος απ τον οποίο απέκτησαν μια κόρη. Την όμορφη Ερμιόνη.



Ο Πάρης, πέτρα του σκανδάλου Ξαφνικά, φτάνει στη Σπάρτη ουρανοκατέβατος ένας νεαρός πρίγκηπας της ανατολής. Ο Πάρης, γιος του βασιλιά της Τροίας που ήρθε να πάρει το «τρόπαιο» που του είχε υποσχεθεί η θεά Αφροδίτη. Κάποια άλλη εκδοχή αναφέρει πως ήρθε να ανταποδώσει την επίσκεψη που του είχε κάνει ο Μενέλαος. Λέγεται πως ο όμορφος Πάρης, αν και ήταν παντρεμένος με τη νύμφη Οινώνη και είχαν και ένα γιο, τους εγκατέλειψε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Μενέλαος τον υποδέχθηκε με βασιλικές τιμές. Λίγες μέρες αργότερα άφησε εντολή στην Ελένη να «φροντίζει» τον καλεσμένο τους, γιατί ο ίδιος έπρεπε να πάει στην Κρήτη για να παραστεί στην κηδεία του παππού του. Βέβαια άλλη «φροντίδα» είχε στο μυαλό του ο καημένος ο Μενέλαος.




 Η Ελένη με τον Πάρη έφυγαν νύχτα με τους θησαυρούς του Μενελάου και τις δούλες της Ελένης για την Τροία. Άρα είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί ότι ο Πάρης την έκλεψε. Η Ελένη άφησε το παιδί και τον άνδρα της, αλλά το σπίτι το σεβάστηκε! Το πρώτο ερωτικό σμίξιμο με τον Πάρη έγινε στο νησάκι Κρανάη κοντά στο Γύθειο. Μετά την υπέροχη βραδιά που έζησε ο Πάρης, ίδρυσε ναό προς τιμή της Αφροδίτης για να την ευχαριστήσει για τη γυναίκα που του χάρισε. Η Ελένη στην Τροία έκανε πέντε παιδιά με τον Πάρη και όταν εκείνος σκοτώθηκε τη διεκδίκησαν τα δύο του αδέρφια. Εκείνη παντρεύτηκε τον Διήφοβο. Είναι ο μόνος άντρας που δεν έκανε μαζί του παιδί. Ο Μενέλαος τον σκότωσε και στη συνέχεια λύγισε μπροστά στα θέλγητρα της Ελένης και τη δέχτηκε πίσω. ...

Οι αρχαίοι προσπαθούν να ανασκευάσουν το μύθο







Οι αρχαίοι προσπαθώντας να «σώσουν» ό,τι μπορούσε να σωθεί, δημιούργησαν το μύθο με την Αίγυπτο και το είδωλο που δήθεν πήρε ο Πάρης στην Τροία. Η αληθινή Ελένη, σύμφωνα μ’ αυτό το μύθο, κατέληξε στην Αίγυπτο με εντολή του Δία. Ο Ερμής την πήγε πρώτα σ’ ένα νησάκι απέναντι από το Σούνιο που πήρε τ’ όνομά της: Ελένης Νήσος. Είναι η σημερινή Μακρόνησος.


 Στην Αίγυπτο, παραλίγο να παντρευτεί τον γιο του Πρωτέα. Στον μύθο που όλοι γνωρίζουμε από τα σχολικά μας χρόνια, ο πόλεμος της Τροίας θα λήξει με χιλιάδες νεκρούς, την Τροία κατεστραμμένη, αλλά με τους Έλληνες αποζημιωμένους. Πήραν άπειρα και πολύτιμα λάφυρα και ο Μενέλαος πήρε πίσω την Ελένη του και συνέχισαν τη ζωή τους σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Μετά τον θάνατό τους στην άλλη ζωή, η Ελένη θα παντρευτεί με γάμο λαμπρό, τον μόνο μνηστήρα που δεν τη διεκδίκησε εν ζωή. Τον Αχιλλέα!



 Η μάγισσα, η μάντισσα, η αθάνατη






Όταν η Ελένη γυρίζει στη Σπάρτη, μετά από δεκαεπτά χρόνια απουσίας ...είναι ένα πρόσωπο διαφορετικό. Δεν γνωρίζουμε τι της έχει συμβεί. Ο (Δεύτερος Όμηρος: Ο ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ) την αντιπαραθέτει στην τραγική ηρωίδα της Ιλιάδας. Τώρα δεν ζούμε πια μέσα στο δράμα η Οδύσσεια είναι ο τόπος της Μεταμόρφωσης και του φανταστικού.



Η Ωραία Ελένη, Έχει γίνει αθάνατη. Ενώ στην Ιλιάδα ήταν ένα πλάσμα Ανθρώπινο (όπως όλοι μας) τώρα γνωρίζουμε ότι θα κατοικήσει στα Ηλύσια Πεδία, όπου δεν υπάρχει χιονοθύελλα ούτε βαρύς χειμώνας, ούτε βροχή, αλλά ο Ωκεανός στέλνει τις πνοές του ζέφυρου που φυσάει δυνατά και αναζωογονεί τους θνητούς. (Οδύσσεια, Δ 501-569).


Σε αντάλλαγμα για την αθανασία έχασε πολλά από τα χαρίσματά της. Δεν αποτελεί πια το κέντρο του σύμπαντος: δεν υφαίνει πια το χαλί πάνω στο οποίο όλοι ζουν και πεθαίνουν για κείνη. Δεν είναι το προκαθορισμένο πλάσμα που οι Θεοί το βάζουν, στο κέντρο της γης. Αν στρέψει πίσω της το βλέμμα: η ωραία Ελένη ανακαλύπτει δυστυχίες μεγαλύτερες ακόμη κι από κείνες που προκάλεσε στην Ιλιάδα. 


Η Τροία, η οποία τη φιλοξένησε για δέκα χρόνια καταστράφηκε και πυρπολήθηκε, εξαιτίας της ο Πάρης και ο Δηίφοβος σκοτώθηκαν για τον έρωτά της, ο γιος του Έκτορα γκρεμίστηκε απ' τα τείχη, οι Τρωάδες που την απεχθάνονταν, σύρθηκαν στη σκλαβιά, χιλιάδες Ελλήνων πέθαναν στον δρόμο του γυρισμού, ο Οδυσσέας βρίσκεται φυλακισμένος στην Ωγυγία. Γυρνώντας σπίτι, στο χρυσό και κεχριμπαρένιο παλάτι της: η Ωραία Ελένη ειρηνεύει πια εντελώς με τη φύση της. Δεν Καταριέται τον Εαυτό Της ούτε εξεγείρεται ενάντια στη θέληση των Θεών. Έχει χάσει την αίσθηση της ενοχής, που τη βασάνιζε στην Ιλιάδα: η Ενοχή βαραίνει την Θεά Αφροδίτη η οποία την Τύφλωσε. (Οδύσσεια, Δ 259-264).






Ό,τι και να κάνει, ό,τι και να πει η κυρίαρχη της Οδύσσειας διατηρεί ένα είδος θαυμαστής αθωότητας μια Παράδοξη Καθαρότητα άγνωστη στα Ανθρώπινα Πλάσματα.



Από έναν λόγο που λέει στον Τηλέμαχο θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς πως είναι το μοναδικό πλάσμα στην Οδύσσεια το οποίο δεν έχει Πεπρωμένο τώρα που έγινε αθάνατη μπορεί ελεύθερα να κάνει ό,τι θέλει. Καθισμένη στον θρόνο τυλιγμένη στα πέπλα της, με το ασημένιο καλάθι στα πόδια της είναι γαλήνια και ήρεμη, λες και τίποτε δεν μπορεί πια να την ταράξει. Καθώς μιλάει για τα περασμένα μοιάζει, σαν όλες οι δυστυχίες της ζωής της, να ήταν μονάχα μυθιστορηματικά επεισόδια, με τα οποία διασκεδάζει τους ξένους της.


Όταν τη σκεφτόμαστε λησμονούμε τις Βασίλισσες του Έπους: την Εκάβη, την Ανδρομάχη, την Πηνελόπη και μας έρχονται στον νου, οι Μεγάλες Θεές Μάγισσες που γεμίζουν τα ταξίδια του Οδυσσέα.



Ίσως γι' αυτό, ο Οδυσσέας τη συμπαθεί τόσο και η Ωραία Ελένη του ανταποδίδει τη συμπάθεια, γιατί ανήκουν και οι Δύο, στον κόσμο της μαγείας. Ενώ συζητάει με τον Μενέλαο, τον Πεισίστρατο και τον Τηλέμαχο: η Ωραία Ελένη μας δείχνει τις μαγικές της ικανότητες. Μπορεί και αναγνωρίζει τα πρόσωπα μέσα απ' τον χρόνο και τα προσωπεία. Κατέχει, όπως η Κίρκη τη Γνώση των Φαρμάκων, φέρνει, όπως οι Σειρήνες στους άλλους τη Λήθη, μιμείται, όπως οι Κόρες του Ύμνου στον Απόλλωνα τη φωνή όλων των γυναικών. Ενώ στην Ιλιάδα δεν κάτεχε καμιά μαντική τέχνη, τώρα ερμηνεύει, το Πέταγμα των Πουλιών. (Οδύσσεια, Δ 141-145), (Οδύσσεια, Δ 220-230), (Οδύσσεια, Δ 278-281), (Οδύσσεια, Ο 172-178), (Ιλιάδα, Γ 236-244).

Είναι Αμφίσημη, Μεταβαλλόμενη, Μεταμορφική.






Έτσι, το τραγούδι που της αφιερώθηκε κλείνει με την αναπαράσταση του θαλασσινού βασιλείου του Πρωτέα του Αρχαϊκού Θεού των μεταμορφώσεων. Ο ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ διηγείται ότι η Ελένη και ο Μενέλαος περιπλανήθηκαν για επτά χρόνια στη Μυθική Ανατολή, της Μυκηναϊκής Εποχής, στην Κύπρο, την Αίγυπτο, τη Φοινίκη, τη Λιβύη, την Αιθιοπία. Αγνοούμε τους Λόγους, αυτού του μακρότατου ταξιδιού. Ο Μενέλαος όργωσε τις θάλασσες, μονάχα για την αγάπη της περιπέτειας και του πλούτου;


Ίσως ο Όμηρος να ήθελε να τον κάνει να φτάσει στη χώρα της Ουτοπίας, στη γη της ανεξάντλητης γονιμότητας στη Λιβύη, όπου τα κοπάδια γεννούνε τρεις φορές τον χρόνο. Μπορεί ακόμη ο Δίας να ήθελε να τον κάνει να γυρίσει στο σπίτι του, όταν ο Ορέστης θα είχε πια σκοτώσει τον Αίγισθο, αφού όχι εκείνος αλλά ο ανιψιός του θα έπρεπε να εκδικηθεί για τον Αγαμέμνονα. (Οδύσσεια, Δ 81-89), (Οδύσσεια, Δ 126-132), (Οδύσσεια, Δ 227-232), (Οδύσσεια, Γ 301 – 312).







Δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του και πάσχιζε να απομακρύνει τη στιγμή που θα ξανάβλεπε το παλάτι της Σπάρτης το οποίο είχε μείνει άδειο τόσα χρόνια και θα αντιμετώπιζε την εικόνα της Ωραίας Ελένης ζωντανής σταθερής και χειροπιαστής, στο πλάι του. Η Σπάρτη, όπου τα πάντα γίνονται ορατά μέσα από τα άπειρα μάτια του Τηλέμαχου, δεν είναι ένας Θεοσεβής τόπος, όπως η Πύλος όπου όλοι κάνουν σπονδές και θυσιάζουν στους Θεούς. Το παλάτι αστράφτει όλο χαλκό, χρυσάφι, κεχριμπάρι, ασήμι και ελεφαντόδοντο.



Τούτη η υπερβολή του φωτός θυμίζει το παλάτι του Δία στον Όλυμπο, αλλά και το παλάτι του Ήλιου και του Αλκίνοου, στο νησί των Φαιάκων όπου ξαναβρίσκουμε (όπως εδώ) πράγματα φτιαγμένα από το χέρι του Ηφαίστου. (Οδύσσεια, Δ 45-46), (Οδύσσεια, Η 84-85).



Υπάρχουν γαμήλια γλέντια: ο Αοιδός τραγουδάει και παίζει λύρα οι ακροβάτες κάνουν ασκήσεις, οι δούλες ρίχνουν νερό στους ανθρώπους, για να πλύνουν τα χέρια τους, οι οικονόμες φέρνουν τις τροφές. Βρισκόμαστε μέσα σε ένα είδος Γήινου Μύθου, που θα εγκαταλειφθεί για το απόλυτο φως, των Ηλυσίων Πεδίων.

 Ο μελαγχολικός αφέντης της Σπάρτης βασιλεύει δίχως χαρά, πάνω στα πλούτη του. Ζει με τις αναμνήσεις κλαίγοντας, σκέφτεται όλους εκείνους που πέθαναν, ή που υπέφεραν για χάρη του τα βάσανα του παρελθόντος, βαραίνουν την ψυχή του και δεν έχει τη δύναμη να τα υποφέρει, παρά μονάχα αν η Ελένη ρίξει υπνωτικό μες στο κρασί του. Δεν του φτάνει να θυμάται, με πόση γλυκιά τρυφερότητα, θα ήθελε να σταματήσει τον χρόνο και να επαναλάβει τα περασμένα καλώντας τον Οδυσσέα να ζήσει κοντά του, για πάντα σε μια πόλη της Αργολίδας μαζί με το παιδί του και τον λαό του. (Οδύσσεια, Δ 174-180).




Όπως ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας στον Άδη έτσι και ο Μενέλαος είναι η τελευταία μνήμη, του Ηρωικού Καιρού που στην Οδύσσεια έφτασε στο τέλος του, ένας κόσμος ίσκιων μισοζωντανών, μισοπεθαμένων. Εδώ στη Σπάρτη, στο χρυσό και κεχριμπαρένιο παλάτι, ο Μενέλαος είναι υποτακτικός της Ωραίας Ελένης. Τώρα πια της οφείλει τα πάντα, όχι μόνο τον έρωτα και τα βάσανα της ζωής του, αλλά και τη Μελλούμενη Αθανασία, στα Ηλύσια Πεδία.

 Ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος θαυμάζουν το μεγάλο παλάτι: Έτσι θα είναι και η αίθουσα του Ολύμπιου Δία, ...πλένουν τα χέρια τους, τρώνε και αρχινούν, να συζητούν με τον Μενέλαο, που ανιστορεί τα ταξίδια και τις ατυχίες του. Κατόπιν, μπαίνει η Ελένη. Όταν τη συναντούσαμε στην Ιλιάδα ο Όμηρος θυμόταν μόνο τα ολόλευκα και αστραφτερά της ρούχα, όμοια με κείνα των Ελλήνων Θεών.

 Στην Οδύσσεια υπάρχει ένα σκηνικό πολυτελών αντικειμένων, παχιά και μαλακά χαλιά, ένα καλάθι με ασημένιες ρόδες και με τα χείλη δουλεμένα με χρυσάφι, μια χρυσή ρόκα και μαλλί μενεξεδί, ένα υποπόδιο. Σχεδόν όλα τούτα της τα δώρισαν στην Αίγυπτο, αλλά και η ίδια η Ωραία Ελένη έχει τον αέρα της πολυτέλειας. (Οδύσσεια, Δ 120-136).


Η Ελένη με το χάρισμα της μαντικής διακρίνει τις ομοιότητες, κι έτσι αναγνωρίζει αμέσως τον Τηλέμαχο, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, αφού ο βασιλικός νέος μοιάζει με τον γιο του Οδυσσέα, που τον είχε δει όταν ήταν λίγων μηνών. (Οδύσσεια, Δ 140-150).




Ο Μενέλαος θυμάται τον Οδυσσέα, όλοι κλαίνε. Ο Τηλέμαχος κλαίει τον πατέρα, που μάταια ψάχνει, ο Πεισίστρατος κλαίει τον αδελφό του, τον Αντίλοχο, ο οποίος πέθανε στην Τροία, δίχως να τον γνωρίσει, ο Μενέλαος κλαίει το άπιαστο όνειρο να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μαζί με τον Οδυσσέα, αναθυμούμενοι τα περασμένα, και η Ωραία Ελένη που δεν θα 'πρεπε να κλαίει, γιατί στέκει πάνω από κάθε ενοχή και πάνω από το πεπρωμένο... κλαίει… ίσως γιατί γνωρίζει τον πόνο, όπως τα θύματά της.


Ο Πεισίστρατος λέει: πως οφείλουμε να Κλαίμε τους νεκρούς μας, είναι το προνόμιο μας, το δώρο της τιμής μας, το χρέος μας, η οφειλή μας. Για μια στιγμή ο Ελληνικός και ο Δυτικός πολιτισμός μοιάζει να κορυφώνονται εδώ στη Λατρεία των νεκρών και στην αναπόλησή τους, αλλά ούτε ο Πεισίστρατος, ούτε ο Μενέλαος, ούτε η Ωραία Ελένη, ούτε ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ μπορούν ν' αποδεχθούν ότι η ιδέα της ζωής μπορεί να βρει το απόγειο της, στην ιδέα του θανάτου.



Μετά το δείπνο, δεν ταιριάζει το κλάμα, λέει ο Πεισίστρατος κάποιοι γεννιούνται ευτυχείς, προσθέτει ο Μενέλαος και η Ωραία Ελένη που είναι περισσότερο από κάθε άλλον κοντά στον Δία. Θυμίζει ότι η ανθρώπινη ζωή είναι μια εναλλαγή του καλού και του κακού. Ο Ρόλος μας σαν άνθρωποι είναι να κλίνουμε το κεφάλι μπροστά στη θέληση του Θεού Δία, να δεχόμαστε να υποφέρουμε όλα όσα μας συμβαίνουν, την ευτυχία και τη δυστυχία, δίχως εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες όπως ο Οδυσσέας ο οποίος σε λίγες μέρες θα ξαναεμφανιστεί στη σκηνή της Οδύσσειας. (Οδύσσεια, Δ 183-198), (Οδύσσεια, Δ 207-213 ), (Οδύσσεια, Δ 236-237).



Pages