Από τον μύθο της ψυχικής ασθένειας στον μύθο της χημικής ίασης - Point of view

Εν τάχει

Από τον μύθο της ψυχικής ασθένειας στον μύθο της χημικής ίασης


  

  Μία από τις ίσως πιο παράξενες ειδήσεις του 2004, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν αυτή της ανακοίνωσης μιας περιβαλλοντικής οργάνωσης ότι στο πόσιμο νερό της χώρας ανιχνεύτηκαν ίχνη του αντικαταθλιπτικού φαρμάκου φλουοξετίνη, περισσότερο γνωστού με τις εμπορικές ονομασίες με τις οποίες κυκλοφορεί (στην Ελλάδα Ladose και στις ΗΠΑ Prozac). Η ερμηνεία που δόθηκε σε αυτό το εύρημα -που επαναλήφθηκε μεταγενέστερα και σε άλλες χώρες- είναι ότι η χορήγηση του φαρμάκου έφτανε σε τέτοια επίπεδα που επέτρεπε την εμφάνιση και διατήρηση της ουσίας στον κύκλο του νερού.
Φυσικά, όπως συνήθως συμβαίνει με τις παράξενες ειδήσεις, προέκυψαν και άλλες ερμηνείες, συνωμοσιολογικής κοπής, ανάλογα πάντα με τις προσωπικές προτιμήσεις και εμμονές του καθενός, σύμφωνα με τις οποίες κάθε λογής ύποπτοι -από τις μυστικές υπηρεσίες μέχρι το εβραϊκό λόμπι- ευθύνονται για την ενορχηστρωμένη προσπάθεια να «δηλητηριάσουν» με αντικαταθλιπτικά τις μάζες προκειμένου να κάμψουν οποιαδήποτε αντίσταση και να δημιουργήσουν μια κατάσταση τεχνητής «ευτυχίας».





  Η συγκεκριμένη ιστορία και οι αντιδράσεις σε αυτή συνοψίζουν ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει κάποιος όταν προσπαθεί να προσεγγίσει από κριτική σκοπιά τη συνταγογράφηση και τη χρήση ψυχοφαρμάκων. Εν είδει εξαρτημένων αντανακλαστικών προκύπτει η αίσθηση ότι το ίδιο άτομο ανήκει στο αντιεμβολιαστικό κίνημα, ότι κλείνει τα παράθυρα για να αποφύγει τους αεροψεκασμούς και κατά πάσα πιθανότητα θεωρεί το Ολοκαύτωμα μια μυθοπλασία. Ωστόσο, όπως τεκμηριώνει το βιβλίο της Βρετανίδας ψυχιάτρου και καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Joanna Moncrieff, «Ο μύθος της χημικής ίασης: μια κριτική της ψυχιατρικής φαρμακοθεραπείας», είναι απολύτως εφικτό να δούμε κριτικά τη χορήγηση ψυχοφαρμάκων χωρίς να χρειάζεται να πούμε αντίο στην επαφή με την πραγματικότητα.

Ενα μεγάλο μέρος της ιστορίας του κινήματος αντίστασης στην κυρίαρχη ψυχιατρική βασιζόταν, και εν μέρει βασίζεται ακόμη, σε δύο αλληλοσυνδεόμενες παραδοχές, εκ των οποίων η πρώτη, αναφερόμενη στην ιδιαίτερη επιστημολογία της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, υποστήριζε ότι η ψυχική ασθένεια αυτή καθεαυτή δεν υπάρχει ή, αν υπάρχει, δεν είναι ομόλογη της σωματικής ασθένειας.

Δεδομένης της προφανούς ιδιαιτερότητας της διάγνωσης στον χώρο της ψυχιατρικής (προς το παρόν, δεν είναι εφικτό να διαγνωστεί μια ψυχιατρική διαταραχή πραγματοποιώντας, για παράδειγμα, μια εξέταση αίματος) η συγκεκριμένη θέση καταλήγει να υποβαθμίζει τον ψυχικό πόνο και τη δυσφορία των ανθρώπων παρά τις ως επί το πλείστον καλές προθέσεις των υπερασπιστών της, οι οποίοι στοχεύουν στην αμφισβήτηση των θετικιστικών αξιώσεων -και των κερδών που τις συνοδεύουν- των ψυχιάτρων.

Η δεύτερη παραδοχή προσδίδει στη χρήση των ψυχοφαρμάκων την ίδια λειτουργία που είχαν οι αλυσίδες, ο ζουρλομανδύας και το ηλεκτροσόκ. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτή την άποψη, τα ψυχοφάρμακα έχουν διευκολύνει και κατά κάποιον τρόπο εξανθρωπίσει την καθυπόταξη των μη κανονικών, των διαφορετικών και των αντιφρονούντων.

Αμφότερες οι παραδοχές αποτυπώνουν αναμφίβολα ένα μέρος της πραγματικότητας. Η ψυχιατρική, ακόμα και σήμερα, χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από εννοιολογική και διαγνωστική ασάφεια, ενώ για δεκαετίες και σε διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα έχει λειτουργήσει με βάση αντιδραστικές προκαταλήψεις και έχει εξυπηρετήσει εξουσιαστικές σκοπιμότητες. Εντούτοις, θα ήταν δύσκολο -και ανειλικρινές- να αρνηθούμε ότι, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, η ψυχιατρική φαρμακοθεραπεία βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων που την ακολουθούν -ακόμα και αν δεν είναι εφικτό να οριστεί επακριβώς τι συνιστά «ποιότητα ζωής». Επομένως, η κριτική μας χρήζει θεωρητικής και επιστημονικής εκλέπτυνσης.

Σε μια αντίστοιχη, αξιοθαύμαστη προσπάθεια που συνιστά μια εμπεριστατωμένη κριτικο-ιστορική έρευνα, η Moncrieff, ενώ παραδέχεται ότι τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι κάποιες φορές χρήσιμα, παρουσιάζει με αριστοτεχνικό τρόπο τις πολύπλοκες διασυνδέσεις ανάμεσα στην ιστορία της ψυχιατρικής, την πολιτική οικονομία της φαρμακοβιομηχανίας και την αμφισημία των ερευνητικών δεδομένων σχετικά με τις επιδράσεις των φαρμακευτικών ουσιών. Εξετάζοντας τις βασικές κατηγορίες των ψυχοφαρμάκων (νευροληπτικά, αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά κ.ά.) με την ευχέρεια που της παρέχει η μακρόχρονη επαγγελματική της εμπειρία, η συγγραφέας υποδεικνύει ότι η ψυχιατρική φαρμακοθεραπεία λειτουργεί στα θεμέλια αυτού που στο βιβλίο περιγράφεται ως «νοσοκεντρικό μοντέλο».

Στον όρο αυτόν συμπυκνώνονται οι κυρίαρχες πεποιθήσεις του ψυχιατρικού λόγου: ότι αφενός τα φάρμακα λειτουργούν με νοσο-ειδικό τρόπο (κλοζαπίνη για την αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας, βενζοδιαζεπίνες για αγχώδεις διαταραχές, κ.ο.κ.) και αφετέρου ότι καθιστούν εκ νέου φυσιολογική τη λειτουργία του εγκεφάλου· «διορθώνουν», δηλαδή, μια χημική ανισορροπία (στην κατάθλιψη, π.χ., των νευροδιαβιβαστών σεροτονίνης και νορεπινεφρίνης) του εγκεφάλου.

Σε αντίθεση με αυτήν την προσέγγιση, η Moncrieff προτείνει την πραγμάτευση της ψυχιατρικής φαρμακοθεραπείας με βάση το «φαρμακοκεντρικό μοντέλο». Σύμφωνα με αυτό, οποιαδήποτε φαρμακευτική ουσία προκαλεί μια διαφοροποίηση στην τυπική, «φυσιολογική» λειτουργία του ανθρώπινου σώματος. Επομένως, το ψυχοφάρμακο δεν αποκαθιστά μια διαταραγμένη εγκεφαλική λειτουργία, αλλά τροποποιεί την υπάρχουσα εγκεφαλική λειτουργία επιφέροντας μια κατάσταση η οποία ενδεχομένως είναι περισσότερο επιθυμητή για τον χρήστη της ουσίας.

Εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί η κατανάλωση αλκοόλ ως μια μορφή αυτο-θεραπείας για τη διαχείριση στρεσογόνων ή τραυματικών καταστάσεων. Το αλκοόλ δεν θεραπεύει το στρες ή την ψυχική οδύνη αλλά επάγει αλλαγές στην ψυχοσυναισθηματική συμπεριφορά που αλληλεπιδρά με τα αισθήματα δυσφορίας. Ωστόσο, με τον ίδιο τρόπο που το αλκοόλ αποτελεί μια μορφή φαρμακο-επαγόμενης παρέμβασης που δεν εγγυάται το θεραπευτικό της αποτέλεσμα, έτσι και τα αντιψυχωσικά, τα αντικαταθλιπτικά κτλ. δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι η τροποποίηση που θα επιφέρουν θα εναρμονίζεται με τις προσδοκίες και τις επιθυμίες του χρήστη του φαρμάκου. Είναι πιθανό, αν όχι συχνό, μετά τη χορήγηση των φαρμάκων αυτών ο χρήστης να έχει να αντιμετωπίσει, πέρα από την αρχική δυσφορία και δυσλειτουργικότητα που τον έφερε στο γραφείο του ψυχιάτρου, και τις παρενέργειες από τη χρήση τους.

Εφαρμόζοντας αυτό το μοντέλο σε όλες τις βασικές κατηγορίες ψυχιατρικής φαρμακοθεραπείας, η Moncrieff καταλήγει στην ανάγκη εδραίωσης μιας διαφορετικής, περισσότερο δημοκρατικής, ψυχιατρικής πρακτικής, η οποία θα αναθεωρεί την παραδοσιακή σχέση ψυχιάτρου-χρήστη υπηρεσιών. Με βάση αυτό το πρόταγμα, ο ψυχίατρος οφείλει να ενημερώνει τους χρήστες για το εύρος των επιδράσεων της φαρμακοθεραπείας (θετικών και αρνητικών) επιτρέποντας στους ίδιους να αξιολογήσουν τα πλεονεκτήματα της λήψης του φαρμάκου όπως και την εμπειρία τους μετά από αυτή.

Βέβαια, για την πραγματοποίηση μιας τόσο ευρείας αλλαγής παραδείγματος επιβάλλεται και η ενδυνάμωση της κριτικής αμφισβήτησης του ψυχοπολιτικού ρόλου της παγκόσμιας φαρμακοβιομηχανίας και της ψυχοκοινωνικής συνθήκης που έχει διαμορφώσει ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός. Το βιβλίο αυτό αποτελεί αναμφίβολα μια καλή και αναγκαία αρχή.

*υπ. διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Durham

Pages