Μετά την Ευρώπη, όλο το χειμώνα οι μέρες με διαπερνούσαν σα να ‘μουν νεκρή, η καφετιά θάλασσα διαχέεται στις πόλεις τη νύχτα, βροχή-μυρωδιά ψαριού και όταν ρωτήσεις την ιστορία μου, πώς βρεθήκαμε στους δρόμους στο λιμάνι, γδαρμένοι και γεμάτοι φλύκταινες, φορώντας κουρέλια, θυμάμαι μόνο το τελευταίο καυτό φως στην αποβάθρα Πώς να σε κάνω να φανταστείς τις πλατείες και τους δρόμους μας, τα τζάμια σαν καταρράχτες, τα φύλλα χρυσού στην όπερα, υπήρχαν πουλιά, χρυσά σα χόρτα μυρωδιά καφέ και χαλβά ν’ ανυψώνεται από μαρμάρινα τραπέζια, και τα σκοτεινά απογεύματα τα τραμ να τρίβονται σε υγρές ράγες κοντά σε σοβατισμένα παλάτια φλυαρίες για μια αυτοκρατορία τώρα εξαφανισμένη, δεν μπορούμε ποτέ να πάμε σπίτι Διδώ, μόνο φαντάσματα μένουν να ξέρουν πως υπάρχουμε. via
Ο καλός πρόσφυγας και ο κακός μετανάστης