«…στους μεν άλλους ανθρώπους οι παρούσες καταστάσεις δεν θα φαινόντουσαν κατάλληλος καιρός για πανήγυρη.
Κι όντως γι’ αυτούς, ούτε αυτός ούτε άλλος καιρός είναι κατάλληλος· ούτε οι θλιβερές στιγμές αλλ’ ούτε και καμιά από εκείνες που θεωρούν ιδιαιτέρως χαρούμενες.
Τώρα πραγματικά όλα θρηνούν και όλοι πενθούν, κι αντιλαλούν στην πόλη ολόκληρη γοερά κλάματα εξαιτίας του πλήθους εκείνων που έχουν πεθάνει μα και πεθαίνουν καθημερινά.
Γιατί όπως έχει γραφτεί για τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, έτσι και τώρα έγινε κραυγή μεγάλη· αφού δεν υπάρχει σπίτι, μέσα στο οποίο να μην υπάρχει κάποιος πεθαμένος.
Γιατί ήδη πολλά και φοβερά έχουν συμβεί.
Πρώτα, μας έδιωξαν και παρόλο που απομείναμε μόνοι κι αποδιωγμένοι, σε θάνατο καταδικασμένοι από όλους, ακόμα και τότε κρατήσαμε την γιορτή.
Κι ο κάθε τόπος της θλίψης καθενός, μάς έγινε τόπος πανηγύρεως: οι αγροί, η έρημος, το καράβι, το πανδοχείο, η φυλακή… μετά ακολούθησε ο πόλεμος κι η πείνα… και μόλις πήραμε μια μικρή ανάσα όρμησε κι αυτή η αρρώστια…
Οι περισσότεροι λοιπόν από τα αδέρφια μας από υπερβολική κι αδερφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, χωρίς να νοιάζονται για τον εαυτό τους, άφοβα έκαναν επισκέψεις στους αρρώστους, τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν “εν Χριστώ” και πέθαιναν πολύ ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση από την επαφή τους με τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον και, με τη θέλησή τους, δοκίμαζαν τους πόνους.
Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους άλλους στην αρρώστια τους και τους έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο το θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους.
Και το λαϊκό ρητό, που πάντα μοιάζει με απλή φιλοφρόνηση, το έκαναν πραγματικότητα, κάνοντας την αναχώρησή τους εξαγνιστήριο υποκατάστατο για τους άλλους (περίψημα).
Οι καλύτεροι λοιπόν από τους αδερφούς μας και μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το είδος του θανάτου, αποτέλεσμα μεγάλης ευσέβειας και πίστης ισχυρής, καθόλου κατώτερο να μη μοιάζει από το μαρτύριο.
Και αφού με απλωμένα χέρια σήκωναν τα σώματα των αγίων και τα έπαιρναν στην αγκαλιά τους, και τους έκλειναν τα μάτια και τα στόματα και τους κουβαλούσαν στους ώμους τους, και τους μετέφεραν έξω, τους αγκάλιαζαν και τους έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από λίγο χρόνο, το ίδιο γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί, πάντοτε εκείνοι που απέμεναν στη ζωή, ακολουθούσαν στο θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως.
Οι εθνικοί όμως έκαναν τα τελείως αντίθετα· έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να αρρωσταίνουν, και απέφευγαν τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους, και τους νεκρούς τούς έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν τη διάδοση και το άγγιγμα του θανάτου, πράγμα διόλου εύκολο να αποφύγουν, παρά τις πολλές προφυλάξεις τους»
Ήταν γύρω στο Πάσχα στην Αλεξάνδρεια του 262. Έχει ξεσπάσει εμφύλια διαμάχη και πείνα και στο κατόπιν έπεσε πανούκλα (συνηθισμένα κακά για την πόλη των περήφανων Αλεξανδρέων) και τσάκισε την πόλη. Σ’ αυτές τις συνθήκες γιόρτασαν οι χριστιανοί το Πάσχα (αυτή είναι η γιορτή κι η πανήγυρη που μνημονεύεται). Γράφει ο Διονύσιος, επίσκοπος της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας, για εκείνη την περίσταση (η επιστολή αυτή του Διονυσίου διασώζεται στου Ευσέβιου Καισαρείας την Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλίο Ζ΄, 22.2-10):
«τοῖς μὲν ἄλλοις ἀνθρώποις οὐκ ἂν δόξειεν καιρὸς ἑορτῆς εἶναι τὰ παρόντα, οὐδὲ ἔστιν αὐτοῖς οὔτε οὗτος οὔτε τις ἕτερος, οὐχ ὅπως τῶν ἐπιλύπων, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ εἴ τις περιχαρής, ὃν οἰηθεῖεν μάλιστα. νῦν μέν γε θρῆνοι πάντα, καὶ πενθοῦσιν πάντες, καὶ περιηχοῦσιν οἰμωγαὶ τὴν πόλιν διὰ τὸ πλῆθος τῶν τεθνηκότων καὶ τῶν ἀποθνῃσκόντων ὁσημέραι· ὡς γὰρ ἐπὶ τῶν πρωτοτόκων τῶν Αἰγυπτίων γέγραπται, οὕτως καὶ νῦν ἐγενήθη κραυγὴ μεγάλη· οὐ γὰρ ἔστιν οἰκία, ἐν ᾗ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῇ τεθνηκώς, καὶ ὄφελόν γε. πολλὰ μὲν γὰρ καὶ δεινὰ καὶ τὰ πρὸ τούτου συμβεβηκότα· πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἤλασαν, καὶ μόνοι πρὸς ἁπάντων διωκόμενοι καὶ θανατούμενοι ἑωρτάσαμεν καὶ τότε, καὶ πᾶς ὁ τῆς καθ᾿ ἕκαστον θλίψεως τόπος πανηγυρικὸν ἡμῖν γέγονε χωρίον, ἀγρὸς ἐρημία ναῦς πανδοχεῖον δεσμωτήριον… βραχυτάτης δὲ ἡμῶν… τυχόντων ἀναπνοῆς, ἐπικατέσκηψεν ἡ νόσος αὕτη… οἱ γοῦν πλεῖστοι τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν δι᾿ ὑπερβάλλουσαν ἀγάπην καὶ φιλαδελφίαν ἀφειδοῦντες ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων ἐχόμενοι, ἐπισκοποῦντες ἀφυλάκτως τοὺς νοσοῦντας, λιπαρῶς ὑπηρετούμενοι, θεραπεύοντες ἐν Χριστῷ, συναπηλλάττοντο ἐκείνοις ἀσμενέστατα, τοῦ παρ᾿ ἑτέρων ἀναπιμπλάμενοι πάθους καὶ τὴν νόσον ἐφ᾿ ἑαυτοὺς ἕλκοντες ἀπὸ τῶν πλησίον καὶ ἑκόντες ἀναμασσόμενοι τὰς ἀλγηδόνας. καὶ πολλοὶ νοσοκομήσαντες καὶ ῥώσαντες ἑτέρους, ἐτελεύτησαν αὐτοί, τὸν ἐκείνων θάνατον εἰς ἑαυτοὺς μεταστησάμενοι καὶ τὸ δημῶδες ῥῆμα, μόνης ἀεὶ δοκοῦν φιλοφροσύνης ἔχεσθαι, ἔργῳ δὴ τότε πληροῦντες, ἀπιόντες αὐτῶν περίψημα. οἱ γοῦν ἄριστοι τῶν παρ᾿ ἡμῖν ἀδελφῶν τοῦτον τὸν τρόπον ἐξεχώρησαν τοῦ βίου, πρεσβύτεροί τέ τινες καὶ διάκονοι καὶ τῶν ἀπὸ τοῦ λαοῦ, λίαν ἐπαινούμενοι, ὡς καὶ τοῦ θανάτου τοῦτο τὸ εἶδος, διὰ πολλὴν εὐσέβειαν καὶ πίστιν ἰσχυρὰν γινόμενον, μηδὲν ἀποδεῖν μαρτυρίου δοκεῖν. καὶ τὰ σώματα δὲ τῶν ἁγίων ὑπτίαις χερσὶ καὶ κόλποις ὑπολαμβάνοντες καθαιροῦντές τε ὀφθαλμοὺς καὶ στόματα συγκλείοντες ὠμοφοροῦντές τε καὶ διατιθέντες, προσκολλώμενοι, συμπλεκόμενοι, λουτροῖς τε καὶ περιστολαῖς κατακοσμοῦντες, μετὰ μικρὸν ἐτύγχανον τῶν ἴσων, ἀεὶ τῶν ὑπολειπομένων ἐφεπομένων τοῖς πρὸ αὐτῶν. τὰ δέ γε ἔθνη πᾶν τοὐναντίον· καὶ νοσεῖν ἀρχομένους ἀπωθοῦντο καὶ ἀπέφευγον τοὺς φιλτάτους κἀν ταῖς ὁδοῖς ἐρρίπτουν ἡμιθνῆτας καὶ νεκροὺς ἀτάφους ἀπεσκυβαλίζοντο, τὴν τοῦ θανάτου διάδοσιν καὶ κοινωνίαν ἐκτρεπόμενοι, ἣν οὐκ ἦν καὶ πολλὰ μηχανωμένοις ἐκκλῖναι ῥᾴδιον».