Πώς εξηγείται η «φυσική» μας προδιάθεση να πιστεύουμε σε υπερφυσικά όντα;
Η ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης και η συνακόλουθη επιβολή της τεχνοεπιστήμης ως πρωταρχικής δύναμης για τη διαμόρφωση των νεότερων κοινωνιών υποτίθεται ότι θα συνεπαγόταν, τουλάχιστον στη Δύση, την εξάλειψη της πίστης σε υπερφυσικές οντότητες και την οριστική χρεοκοπία των «εξ αποκαλύψεως» αληθειών των θρησκειών.
Έχουν περάσει πάνω από τρεις αιώνες απρόσκοπτης προόδου των επιστημών και εντυπωσιακής αύξησης των γνώσεών μας για το φυσικό κόσμο και τον άνθρωπο. Σήμερα, εντούτοις, πάνω από το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού δηλώνει ότι εξακολουθεί να πιστεύει στην ύπαρξη κάποιας υπερφυσικής, δημιουργικής δύναμης, ενώ το 50% από αυτούς αποκαλεί αυτή τη δύναμη «Θεό».
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή τη φαινομενικά παράλογη προσκόλλησή μας σε μυστικιστικές ή υπερβατικές εξηγήσεις; Η διαχρονική παρουσία και η σχεδόν ακαταμάχητη γοητεία που ασκεί το «υπερφυσικό» ή το «υπερβατικό» στον ανθρώπινο νου δεν αποτελούν βέβαια ακόμη ένα «μυστήριο» αλλά, αντίθετα, ένα πρώτης τάξεως επιστημονικό πρόβλημα. Ένα πρόβλημα του οποίου η επιστημονική διερεύνηση δεν μπορεί πλέον να εξαντλείται στις απλοϊκές και στείρες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε «ένθεους πνευματιστές» και «άθεους υλιστές».
Η νευροθεολογική επιφοίτηση
Πράγματι, η εντυπωσιακή πρόοδος των γνώσεών μας για τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου μας θα μπορούσε να συμβάλει -περισσότερο απ' όσο το έχουν καταφέρει κατά το παρελθόν η φιλοσοφία και η θεολογία- στη βαθύτερη κατανόηση του θρησκευτικού φαινομένου.
Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζουν όσοι επιστήμονες εργάζονται στο διεπιστημονικό αλλά ακόμη ασαφές πεδίο έρευνας που αποκαλείται «νευροθεολογία». Και πρόκειται όντως για ένα «ασαφές» πεδίο έρευνας, αφού ακόμη και όσοι εργάζονται σε αυτό δεν έχουν καταλήξει σε έναν σαφή ή έστω κοινά αποδεκτό ορισμό του ανθρώπινου «θρησκευτικού αισθήματος», ούτε των τυπικών διακριτικών γνωρισμάτων του ή του βιολογικού τους υποστρώματος.
Παρ' όλα αυτά, ο καλύτερος τρόπος να αποσαφηνίσουμε τι ακριβώς επιδιώκει η νευροθεολογία και πώς επιχειρεί να υλοποιήσει το ερευνητικό πρόγραμμά της είναι να περιγράψουμε συγκεκριμένες έρευνες που μας αποκαλύπτουν πώς η σύγχρονη επιστήμη επιχειρεί να κατανοήσει τις θρησκευτικές και υπερφυσικές εμπειρίες των ανθρώπων.
Για παράδειγμα, ο Άντριου Νιούμπεργκ, διάσημος καθηγητής νευροθεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια (ΗΠΑ) και συγγραφέας του πολυσυζητημένου βιβλίου «Γιατί πιστεύουμε ό,τι πιστεύουμε» (κυκλοφορεί από τις εκδ. ΑΒΓΟ), διατείνεται ότι «ο εγκέφαλός μας είναι ουσιαστικά μια μηχανή πίστης, επειδή δεν έχει άλλη επιλογή». Ο Αμερικανός ερευνητής κατέληξε σε αυτό το προκλητικό συμπέρασμα μελετώντας επί πολλά χρόνια με νευροαπεικονιστικές μεθόδους (αξονική και μαγνητική λειτουργική τομογραφία) τους ζωντανούς εγκεφάλους πολλών πιστών (χριστιανών μοναχών από διάφορα τάγματα, βουδιστών από το Θιβέτ) καθώς προσεύχονται ή βρίσκονται σε βαθύ διαλογισμό.
Χάρη σε αυτές τις μεθόδους κατάφερε να εντοπίσει και να παρακολουθήσει «ζωντανά» τις νευρικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό τού εγκεφάλου ενώ βρίσκεται σε κατάσταση θρησκευτικής έκστασης.
Ετσι διαπίστωσε ότι εκτός από τις αναμενόμενες περιοχές του μετωπιαίου φλοιού που ενεργοποιούνται όταν συγκεντρώνουμε την προσοχή μας, δραστηριοποιείται έντονα και το στεφανιαίο σύστημα, ένα περίπλοκο δίκτυο από πιο αρχαϊκές δομές του εγκεφάλου που ήταν γνωστό ότι παίζει αποφασιστικό ρόλο στη μνήμη, τη μάθηση και το συναίσθημα· και όχι μόνο, όπως θα δούμε.
Το κύκλωμα της υπερβατικότητας
Οι μελέτες του Νιούμπεργκ επιβεβαίωσαν επιπλέον ότι σε στιγμές θρησκευτικής έκστασης παρατηρείται εντυπωσιακή μείωση της δραστηριότητας των βρεγματικών λοβών του εγκεφάλου, της περιοχής δηλαδή του εγκεφαλικού φλοιού όπου διαμορφώνεται η αίσθηση του Εγώ και της προσωπικής ταυτότητας. Η συχνή απενεργοποίηση των νευρωνικών κυκλωμάτων αυτής της περιοχής κατά τη διάρκεια της βαθιάς προσευχής ή του διαλογισμού έχει συνέπεια να γίνονται ολοένα και πιο ασαφή τα όρια μεταξύ τού Εγώ και του εξωτερικού κόσμου και επομένως δημιουργείται στον μύστη η ρεαλιστικότατη ψευδαίσθηση ότι ενώνεται με το Σύμπαν και επικοινωνεί με το... υπερπέραν!
Από μια άλλη σκοπιά, όμως, θα μπορούσε κάλλιστα να ισχυρισθεί κανείς ότι την υπερβατική «έκσταση» δεν την παράγει ο εγκέφαλος. Αντίθετα, η μυσταγωγική ή υπερβατική εμπειρία κάνει την είσοδό της στα γήινα πράγματα όχι χάρη αλλά μέσω των συγκεκριμένων δομών του εγκεφάλου μας, οι οποίες συνεπώς λειτουργούν ως δέκτες-υποδοχείς της «υπερβατικής πραγματικότητας».
Προφανώς, η ερμηνεία των πειραματικών δεδομένων για τόσο ασαφή αντικείμενα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ιδεολογικές προκαταλήψεις του εκάστοτε παρατηρητή: για κάποιους, τα πειράματα αυτά αποτελούν την πολυπόθητη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Για τους πιο ορθολογιστές και δύσπιστους παρατηρητές, αντίθετα, είναι η «σαφής» απόδειξη ότι η πίστη στο «υπερβατικό» και στο «απόλυτο» αποτελεί απλώς ένα βιολογικά απρόβλεπτο υποπροϊόν της λειτουργίας του εγκεφάλου μας.
Αλλος ένας πρωτοπόρος ερευνητής των εγκεφαλικών προϋποθέσεων της θρησκευτικής ή της υπερβατικής εμπειρίας είναι ο Καναδός νευροεπιστήμονας Μάικλ Πέρσινγκερ. Πριν από αρκετά χρόνια, πρώτος αυτός άρχισε να μελετά συστηματικά γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικά εκκλησιαστικά δόγματα ή σε εντελώς διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις βιώνουν με πανομοιότυπο τρόπο κάποιες υπερβατικές ή μυστικιστικές εμπειρίες.
Για να διερευνήσει αυτή την πραγματικά σκανδαλώδη σύμπτωση, ο Πέρσινγκερ χρησιμοποίησε μια συσκευή, ένα είδος κράνους, που δημιουργούσε ένα σχετικά ισχυρό αλλά ακίνδυνο μαγνητικό πεδίο γύρω από το κεφάλι των εθελοντών που το φορούσαν. Ο ίδιος, αν και δήλωνε άθεος, μόλις δοκίμασε στον εαυτό του το κράνος διαπίστωσε έκπληκτος ότι είχε, για πρώτη φορά στη ζωή του, μια υπερβατική εμπειρία: ένιωσε την παρουσία του Θεού!
Ετσι διαπίστωσε ότι οι περίεργες εκστατικές εμπειρίες και τα έντονα θρησκευτικά συναισθήματα προέκυπταν κατά κανόνα όταν η ηλεκτρομαγνητική διέγερση που προκαλούσε το κράνος εστιαζόταν στους κροταφικούς λοβούς του εθελοντή. Ήταν η πρώτη προσπάθεια εντοπισμού της κατοικίας του Θεού μέσα στους κροταφικούς λοβούς μας.
Σαφέστερες ενδείξεις ότι τα θρησκευτικά συναισθήματα και οι υπερβατικές εμπειρίες εξαρτώνται άμεσα από κάποιες δομές του εγκεφάλου μας έχουν συσσωρευτεί και από πολυάριθμες κλινικές νευρολογικές έρευνες. Πράγματι, από την αρχαιότητα ήταν γνωστό ότι οι εκδηλώσεις μιας εγκεφαλικής πάθησης, της επιληψίας, συνοδεύονται συχνότατα από μυστικιστικές κρίσεις και έντονες «πνευματικές» εμπειρίες του ασθενούς.
Προς τη ριζική θεοεκτομή
Για παράδειγμα, ένας διεθνούς φήμης νευρολόγος, ο Β.Σ. Ραματσάντραν, υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη εκδήλωση της λεγόμενης «ιερής νόσου», δηλαδή της επιληψίας, μας αποκαλύπτει ότι ο εγκέφαλός μας όντως διαθέτει ένα εξειδικευμένο νευρικό κύκλωμα (στο εσωτερικό του στεφανιαίου συστήματος), το οποίο παίζει αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή των θρησκευτικών εμπειριών μας!
Στο περίφημο βιβλίο του «Φαντάσματα στον εγκέφαλο» (κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδ. Κρήτης) ο Ραματσάντραν προχωράει ακόμη περισσότερο και προτείνει ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα: τι θα συνέβαινε αν για θεραπευτικούς σκοπούς αφαιρούσαμε χειρουργικά αυτό το «κέντρο θρησκευτικότητας» του εγκεφάλου; Μήπως τότε, διερωτάται πολύ εύλογα ο Ραματσάντραν, θα εξαλείφονταν αυτομάτως όλες οι θρησκευτικές ανησυχίες και οι υπερβατικές εμπειρίες και ο χειρουργημένος θεόπληκτος «θα γινόταν άθεος ή αγνωστικιστής; Θα είχαμε εκτελέσει μια θεοεκτομή;».
Ενα αποφασιστικής σημασίας αλλά δυσαπάντητο ερώτημα είναι: ποια ακριβώς βιολογική σκοπιμότητα μπορεί να εξυπηρετούσε η διαμόρφωση, κατά την εξέλιξη του είδους μας, τέτοιων «μυστικιστικών» εγκεφαλικών δομών; Αν, όπως καλά γνωρίζουμε, η εξέλιξη δεν λειτουργεί ποτέ προνοητικά, τότε για ποιο σκοπό να δημιουργήσει τέτοιες εμφανώς «άχρηστες» για την επιβίωσή μας εγκεφαλικές δομές, όπως π.χ. τα κέντρα του Θεού και των υπερβατικών αισθημάτων μας;
Αν πράγματι οι έρευνες της νευροεπιστήμης έχουν καταφέρει να εντοπίσουν κάποια εγκεφαλικά «κέντρα» της θρησκευτικής πίστης, τότε αυτές οι βιολογικές δομές θα πρέπει προφανώς να εξελίχθηκαν επειδή επιτελούν κάποια ζωτικής σημασίας λειτουργία. Ναι, αλλά ποια ακριβώς; Την απάντηση σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα την αναζητούμε ακόμη.
Πάντως, παρά τις ατελείς γνώσεις μας, η μεταμοντέρνα ιδεολογία δεν ικανοποιείται πλέον με τη νεωτερική απομάγευση του κόσμου και την εμφανή χρεοκοπία του κοινωνικού ρόλου των θρησκειών. Τώρα φαίνεται να επιτάσσει τη μετακόμιση του Θεού από το άυλο υπερπέραν στους υλικότατους δαιδάλους του εγκεφάλου μας.
Σπύρος Μανουσέλης
Σπύρος Μανουσέλης