Η δια της φιλοσοφίας αναζήτηση της αληθινής γνώσης, µε στόχο το ευ ζην - Σωκράτης - Point of view

Εν τάχει

Η δια της φιλοσοφίας αναζήτηση της αληθινής γνώσης, µε στόχο το ευ ζην - Σωκράτης





Η διαλογική διάσταση της φιλοσοφίας: 
Το υπόδειγµα του Σωκράτη 

Η διαλογική διάσταση της φιλοσοφίας αναδεικνύεται περισσότερο στον Σωκράτη, όπως τον συναντάµε στους πρώιµους πλατωνικούς διαλόγους.

 Στο επίκεντρο του φιλοσοφικού του ενδιαφέροντος τίθεται όχι η έρευνα της φύσης, αλλά ο άνθρωπος.


 Η φιλοσοφία, κατά τον Σωκράτη, αποτελεί τρόπο ζωής, ο οποίος στοχεύει στην απόκτηση αυτογνωσίας, προκειµένου να διάγουµε καλύτερο βίο.

 Η αναζήτηση της αλήθειας δεν γίνεται για χάρη της αλήθειας, αλλά έχει πρακτική – ηθική αξία, διότι, εφόσον ο άνθρωπος γνωρίσει την αλήθεια, πράττει βάσει αυτής («πῶς βιωτέον, ὅντινα χρὴ τρόπον ζῆν», Γοργίας 492d,500c).

 Σε αντίθεση µε τους σοφιστές, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι υπάρχουν µόνο γνώµες, που µπορούν να αλλάζουν, και κατά συνέπεια η γνώση δεν είναι δυνατή, ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η γνώση είναι εφικτή, υπό την προϋπόθεση ότι χρησιµοποιούµε µια µέθοδο για να τη προσεγγίσουµε (Αυγελής,2002,171).

 Η σωκρατική µέθοδος έχει τη µορφή του διαλόγου (σε αντίθεση µε το µονόλογο που µεταχειρίζονταν κυρίως οι σοφιστές) και προϋποθέτει ότι η αλήθεια αποτελεί κοινό αγαθό τόσο για τον ίδιο όσο και για τους συνοµιλητές του («Κοινὸν γὰρ ἔµοιγε δοκεῑ καὶ ἡµῑν εἶναι ἀγαθὸν τοῡτο» Φαίδων 63d1).

 Ο Σωκράτης (Απολογία 29d-30a) δεν θέτει περιορισµούς, όσον αφορά στα άτοµα µε τα οποία συνδιαλέγεται.

 Ο καθένας µπορεί να συνοµιλήσει µαζί του, αρκεί να µιλά ελληνικά και να ξεκινά τη συζήτηση από τις πραγµατικές πεποιθήσεις του και όχι από υποθέσεις (Vlastos,1996,32).

 Ο µόνος περιορισµός που θέτει ο Σωκράτης είναι οι απόψεις του συνοµιλητή του να στηρίζονται σε πραγµατικές πεποιθήσεις τους και όχι σε υποθέσεις (Γοργίας,500b Πολιτεία,346a, Κρίτων,49c-d). 

Οι λόγοι για τους οποίους ο Σωκράτης δεν στηρίζεται σε υποθέσεις των συνοµιλητών του αλλά σε πραγµατικές πεποιθήσεις τους, απορρέουν από το ιδιαίτερο νόηµα που αποδίδει ο ίδιος στη φιλοσοφία.

 Ενδιαφέρεται να γνωρίσει τις πεποιθήσεις των συνοµιλητών του για ένα θέµα, διότι θεωρεί ότι οι πράξεις τους είναι απόρροια των πεποιθήσεών τους.

 Όταν εκείνος γνωρίζει τις αληθινές πεποιθήσεις των συνοµιλητών του, τότε µπορεί να ελέγξει, αφενός την ειλικρίνεια των επιχειρηµάτων τους, αφετέρου την ύπαρξη αληθινού ενδιαφέροντος – επιδίωξης για αναζήτηση της αλήθειας, παρέχοντας, επιπλέον, στους συνοµιλητές του τη δυνατότητα εκ νέου έρευνας των θεµάτων για τα οποία οι απαντήσεις θεωρούνταν µέχρι τότε δεδοµένες. (Vlastos,1996,33).


 Ο έλεγχος απλών υποθέσεων των συνοµιλητών δεν έχει ενδιαφέρον, διότι δεν αντικατοπτρίζει τον τρόπο µε τον οποίο πράττουν οι συνοµιλητές.

 Ο έλεγχος στον οποίο υποβάλλει ο Σωκράτης του συνοµιλητές του έχει διπλό ρόλο, φιλοσοφικό και θεραπευτικό, µε κύριο άξονα την εύρεση λύσης στο πρακτικό ερώτηµα «πώς πρέπει να ζούµε» (Vlastos,1996,34).

 Ο Σωκράτης, µέσα από τις συζητήσεις του µε τους διάφορους συνοµιλητές του, δεν επιθυµεί µόνο να ελέγξει τον τρόπο µε τον οποίο αυτοί σκέφτονται και διατυπώνουν τα επιχειρήµατά τους µέσω των προτάσεών τους, αλλά και τον ίδιο τους τον βίο κατ’ επέκταση, διότι τούτος αποτελεί συνέπεια του τρόπου µε τον οποίο οι συνοµιλητές σκέφτονται (Πρωταγόρας,333b8-c9). 

Ανακαλύπτοντας ο ίδιος ασυνέπειες στα επιχειρήµατα που διατυπώνουν οι συνοµιλητές, τους «κατευθύνει» στη συνειδητοποίηση της άγνοιάς τους, στη γνώση του εαυτού τους και των πεποιθήσεών τους και κατ’ επέκταση στη «διόρθωση» εσφαλµένων απόψεων, οι οποίες οδηγούν σε εσφαλµένο τρόπο ζωής (Brickhouse & Smith,1996,121-124). 

 Ο σωκρατικός έλεγχος, αποτελεί σηµαντικό µέρος της φιλοσοφικής προσέγγισης που ακολουθούσε ο Σωκράτης µε τους µαθητές του και µε οποιοδήποτε άλλον διατεθειµένο να συζητήσει µαζί του.

 Αν µπορούσαµε να διακρίνουµε τα βήµατα της ελεγκτικής πορείας που ακολουθεί, θα λέγαµε ότι, σε πρώτη φάση, ο Σωκράτης ζητά από τον συνοµιλητή του να πάρει θέση, δίνοντας έναν ορισµό για το προς συζήτηση θέµα, το οποίο ο συνοµιλητής θεωρεί ότι το γνωρίζει καλά. 




Εφόσον ο συνοµιλητής διατυπώσει τον ορισµό του, ο Σωκράτης προσπαθεί να βεβαιωθεί, κάνοντας διευκρινιστικές ερωτήσεις, πως ο ορισµός αυτός απορρέει από πραγµατικές πεποιθήσεις του συνδιαλεγόµενου ατόµου και όχι από υποθέσεις.

 Στη συνέχεια, υποβάλλει ερωτήσεις στον συνοµιλητή του, προκειµένου να διαλευκανθούν διάφορα σηµεία του ορισµού, καταλήγοντας να δείξει είτε ότι οι συνέπειες του ορισµού είναι απαράδεκτες, είτε ότι κάποιες προκείµενες στις οποίες βασίστηκε ο ορισµός περιείχαν αντιφάσεις.

 Ο συνοµιλητής αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον ορισµό που αρχικά είχε δώσει και να διατυπώσει έναν καινούργιο, ο οποίος υποβάλλεται σε κριτική από τον Σωκράτη για να αποδειχθεί εκ νέου ότι δεν είναι λογικά έγκυρος (Καρασµάνης,2002,92-93 Vlastos,1996,35).

 Συνοπτικά, η ελεγκτική διαδικασία περνά από τα ακόλουθα στάδια:

 α) την αποσαφήνιση του θέµατος συζήτησης µε διατύπωση ακριβούς ορισµού του,

 β) την τεκµηρίωση των λόγων και των στοιχείων στα οποία βασίζεται ο ορισµός,

 γ) την παράθεση πραγµατικών ή πιθανών αντεπιχειρηµάτων προς την άποψη που συζητάτε,

 δ) την κριτική επιχειρηµατολογία απέναντι σε αυτές τις πιθανές εναλλακτικές προτάσεις, και τέλος,

 ε) τη τελική εκτίµηση των επιχειρηµάτων που στηρίζουν τον αρχικό ορισµό (Creel,2001,45).



 Ο σωκρατικός έλεγχος στοχεύει στη κάθαρση της ψυχής των συνοµιλητών από αντιφάσεις και λάθη στις θέσεις που διατυπώνουν (Μένων, 84a-c).

 Η απορία στην οποία φτάνουν οι συνοµιλητές του Σωκράτη, µέσα από την ελεγκτική διαδικασία που ακολουθεί ο δεύτερος, τους οδηγεί στην οδυνηρή ανακάλυψη της άγνοιάς τους για το θέµα που συζητούν (Σοφιστής 229e-330e).

 Η άγνοια, ωστόσο, αποτελεί τη βάση για να αποκτήσει ο συνοµιλητής του Σωκράτη κίνητρο για έρευνα και ανακάλυψη της αληθινής γνώσης.

 Ανακαλύπτοντας ο συνοµιλητής την αληθινή γνώση, είναι σε θέση να πράττει ορθά διότι, κατά τον Σωκράτη, η αρετή είναι γνώση (Robinson,1996,12-15). 

 Κατά συνέπεια, η φιλοσοφία του Σωκράτη έχει πρωτίστως πρακτική σκόπευση.

 Μέσα από τον σωκρατικό έλεγχο οι συνοµιλητές του συνειδητοποιούν την άγνοιά τους και τον πεπλανηµένο τρόπο ζωής που συνεπάγεται αυτή.

 Οδηγούνται στην αυτογνωσία και στη συνέχεια αναζητούν την αληθινή γνώση, ώστε να την οικειοποιηθούν στην καθηµερινή ζωή τους, µε απώτερο στόχο το ευ ζην. 

 Η άποψη ότι η αρετή είναι γνώση αποτελεί κινητήρια δύναµη για την έναρξη της ελεγκτικής διαδικασίας και στηρίζεται στην αρχή που αποδέχεται ο Σωκράτης, βάσει της οποίας κανείς δεν πράττει εκούσια το κακό (Απολογία 37e5). 




Το ότι πράττει κάποιος το κακό σηµαίνει ότι δεν γνωρίζει ποιο είναι το καλό.

 Όταν µάθει ποιο είναι το καλό - η αρετή, τότε είναι σε θέση να το πράξει κιόλας (Prior,1996,4).

 Ωστόσο, η ανακάλυψη της αληθινής γνώσης είναι προσωπική υπόθεση των συνοµιλητών.

 Ο Σωκράτης, µέσα από την ελεγκτική διαδικασία που ακολουθεί, δεν ενσταλάζει την αληθινή γνώση στους συνοµιλητές του.

 Ο ίδιος άλλωστε, όπως παρουσιάζεται στους διαλόγους του Πλάτωνα (Απολογία, Σοφιστής, Μένων), δεν φαίνεται να κατέχει την γνώση. 

  Ακόµη, όµως κι αν αυτός κατείχε την αληθινή γνώση, αυτή πρέπει να µείνει για τον εαυτό του, διότι µεταβιβάζοντάς την στους συνοµιλητές τους, θα τους οδηγούσε στην δογµατική αποδοχή των δικών του απόψεων, ανεξάρτητα από το αν οι ίδιοι πραγµατικά τις αποδέχονται ή όχι (Prior,1996,4).

 Εποµένως, η ελεγκτική διαδικασία που ακολουθεί ο Σωκράτης, µέσα από λογικά επιχειρήµατα τα οποία διασφαλίζουν την αντικειµενικότητα και αµεροληψία της όλης διαδικασίας, δείχνει στους συνοµιλητές τί δεν είναι σωστό (αρνητική γνώση), αφήνοντας τους να ανακαλύψουν εκείνοι τί πραγµατικά είναι σωστό (θετική γνώση). 




Ο ρόλος τους Σωκράτη είναι εκείνος της «αλογόµυγας» που αφυπνίζει τους συνοµιλητές από τον εφησυχασµό του δογµατισµού, δηµιουργεί γνωστική περιέργεια και τους διαθέτει ευνοϊκά προς την αναζήτηση της αλήθειας.

 Ο ελεγκτικός χαρακτήρας του Σωκράτη, έχει προσωπικό χαρακτήρα, επιζητεί την «ψήφο» συγκατάθεσης του συνοµιλητή και όχι του σοφού, του ανθρώπου - αυθεντία πάνω στο συζητούµενο θέµα ή της πλειοψηφίας των ανθρώπων που τυχόν παρευρίσκονται στο χώρο που εκτυλίσσεται η συζήτηση (Robinson,1996,16,18-19). 




Η µαιευτική µέθοδος 




Πέρα από τον ελεγκτικό – αρνητικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Σωκράτη, ιδιαίτερα σηµαντική είναι η µαιευτική µέθοδος που χρησιµοποιεί, προκειµένου να βοηθήσει τους συνοµιλητές του (ή τους µαθητές) τους να διατυπώσουν αυτό που ήδη γνωρίζουν, αλλά δεν έχουν άµεσα συνειδητοποιήσει ότι το γνωρίζουν (θετικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας του Σωκράτη).

  Η µαιευτική µέθοδος µοιάζει µε την ελεγκτική µέθοδο στο ότι χρησιµοποιεί τις ερωταποκρίσεις, προκειµένου να οδηγήσει τους συνοµιλητές σε κάποιο βαθµό γνώσης.

 Ωστόσο, διαφέρει στο ότι η ελεγκτική διαδικασία χρησιµοποιείται από το Σωκράτη για να ελέγξει την γνώση που θεωρούν ότι κάποιοι άλλοι κατέχουν, ενώ η µαιευτική χρησιµοποιείται για να αναδειχθεί η γνώση που κάποιοι κατέχουν χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει (Καρασµάνης,2002,115). 




Αφού έχει προηγηθεί η συνειδητοποίηση της άγνοιας των οµιλητών ότι τελικά δεν κατέχουν το θέµα, για το οποίο καυχιόνταν ότι γνώριζαν και έχουν ξεριζωθεί από το νου οι σφαλερές και συγκεχυµένες αντιλήψεις, ανοίγει ο δρόµος για την κοινή αναζήτηση, του Σωκράτη και των συνοµιλητών του, η οποία θα οδηγήσει στον τελικό στόχο, δηλαδή την κατάκτηση της αλήθειας (Αυγελής,2001,172).

 Ο Σωκράτης, διατυπώνοντας κατάλληλες ερωτήσεις οδηγεί τον συνοµιλητή του, σταδιακά, σε µια πιο καθαρή ανάπτυξη των σκέψεών του, έως ότου φτάσει στο σηµείο να µπορεί να εκφράσει αυτό που βρισκόταν σε λανθάνουσα µορφή µέσα του.

 Οι ερωτήσεις που χρησιµοποιεί έχουν διευκρινιστικό χαρακτήρα και σε καµία περίπτωση δεν υποδεικνύουν συγκεκριµένες απαντήσεις στον συνοµιλητή.

 Ο ίδιος ο Σωκράτης «βαφτίζει» τη µέθοδό του «µαιευτική», διότι µοιάζει µε την τέχνη της µαίας (µαία ήταν η µητέρα του Σωκράτη). 




«Γιατί αυτό εδώ που θα πω είναι και σε µένα όπως και στις µαίες το ίδιο: είµαι άγονος σε σοφία και σωστά µε κατηγόρησαν ήδη πολλοί, ότι ρωτάω τους άλλους, ενώ ο ίδιος δεν αποκρίνοµαι τίποτα για κανένα πράγµα, επειδή δεν έχω τίποτα σοφό να πω.

 Αιτία αυτού του πράγµατος είναι η ακόλουθη:ο Θεός µε αναγκάζει να ξεγεννώ, µα να γεννώ µε εµπόδισε. 

∆εν είµαι λοιπόν εγώ ο ίδιος κανένας σοφός, ούτε υπάρχει κανένα δικό µου εύρηµα, γέννηµα της δικής µου ψυχής.

 Όσοι όµως µε συναναστρέφονται, µερικοί στην αρχή φαίνονται πολύ αµαθείς, µα όλοι σ’ όσους δώσει ο θεός, καθώς προχωρεί η συναναστροφή, δείχνουν θαυµάσια επίδοση, όπως πιστεύουν και οι ίδιοι και οι άλλοι.

 Και είναι φανερό ότι από µένα δεν έµαθαν ποτέ τίποτε, αλλά αυτοί από µόνοι τους βρήκαν και γέννησαν πολλά και καλά» (Θεαίτητος 150c-d, µτφρ.Θεοδωρακόπουλου).



 Ο Σωκράτης, εφαρµόζοντας τη µαιευτική µέθοδο «διδάσκει» τους µαθητές του και ταυτόχρονα δεν τους διδάσκει!

 Το οξύµωρο αυτό σχήµα που µπορεί κάποιος να εκλάβει ως σύνθετη ειρωνεία, µπορεί να δικαιολογηθεί µε βάση τα ακόλουθα. 

Αν θεωρήσουµε τη διδασκαλία ως µεταβίβαση της γνώσης από εκείνον που γνωρίζει σε εκείνον που δεν γνωρίζει, τότε ο Σωκράτης δηλώνει ότι δεν διδάσκει τίποτα στους άλλους διότι ο ίδιος δεν διαθέτει κάτι για να το µεταβιβάσει. 




Αν, ωστόσο, εκλάβουµε τον όρο «διδασκαλία» ως τη διαδικασία εµπλοκής των επίδοξων µαθητών σε ελεγκτική επιχειρηµατολογία, ώστε να συνειδητοποιήσουν οι ίδιοι την άγνοιά τους και να µπορέσουν να ανακαλύψουν από µόνοι τους την αλήθεια που δεν αποκάλυψε ο δάσκαλος, τότε, ο Σωκράτης είναι ένας πραγµατικός δάσκαλος, που όντως γνωρίζει πώς να υποβοηθήσει άλλους να γνωρίσουν τον εαυτό τους! (Vlastos,2000,72). 







Η σωκρατική ειρωνεία







Κινητήριο µοχλό για να τεθεί σε εφαρµογή τόσο η ελεγκτική όσο και η µαιευτική διαδικασία αποτελεί η «ειρωνεία» του Σωκράτη. 

Σε κάθε διάλογο ο Σωκράτης δηλώνει, καταρχάς, την άγνοιά του και προσποιείται ο ίδιος ότι θέλει να «διδαχθεί» από το συνοµιλητή του, ο οποίος τον διαβεβαιώνει ότι κατέχει πολύ καλά το προς συζήτηση θέµα.

 Η προσποίηση της άγνοιας στη συνοµιλία αποτελεί αυτό που συνήθως αποκαλείται «σωκρατική ειρωνεία». Έχει γίνει πολύς διάλογος για τη σηµασία της σωκρατικής ειρωνείας και του στόχου που επιτελεί.

 «Ειρωνεία είναι η χρήση της λέξεως για να εκφράσουµε κάτι άλλο, ιδιαίτερα το αντίθετο, από το κυριολεκτικό νόηµά της» (Webster’s Dictionary, Vlastos,2000,57).

 Γιατί, ωστόσο, να θέλει κάποιος να διαστρεβλώσει το νόηµα µιας λέξης; Οι πιθανές αιτίες είναι, καταρχάς, η χιουµοριστική διάθεση, η διάθεση για χλευασµό ή τέλος η διάθεση για δηµιουργία αινιγµατικής κατάστασης στον αποδέκτη της ειρωνείας (Vlastos,2000,57-58).

 Η τελευταία διάσταση της ειρωνείας κινδυνεύει να παρανοηθεί, µε ακραίο αποτέλεσµα ο αποδέκτης της ειρωνείας να µην αντιληφθεί καν την ειρωνεία. 




Η ειρωνεία του Σωκράτη είναι ένα αίνιγµα από µόνη της, τόσο όσον αφορά στην αιτία προέλευσής της (ποια αιτία οδηγεί το Σωκράτη να ειρωνευτεί), όσο και στο αν η ειρωνεία είναι ένας τρόπος για να ψεύδεται ο Σωκράτης ότι δεν κατέχει τη γνώση για το θέµα που συζητιέται, ενώ στη πραγµατικότητα την κατέχει αλλά δεν θέλει να την αποκαλύψει – δεν θέλει να εκθέσει τη σοφία του.


 Ο Σωκράτης ειρωνεύεται την ανεύθυνη στάση των συνοµιλητών του.

 Χρησιµοποιεί την ειρωνεία του όχι µε σκοπό να εξαπατήσει, καλύπτοντας αυτό που τελικά αφήνει να αποκαλύψουν µόνοι τους οι συζητητές του, αλλά µε σκοπό να «παίξει» ανάµεσα στην επιφάνεια των θεµάτων συζήτησης και το βάθος τους, δηλώνοντας έτσι το όριο που τα χωρίζει και το µέτρο που τα ενώνει (Μιχαηλίδης,1992,78).

 Η ειρωνεία του Σωκράτη είναι ένα «όργανο» πρόκλησης και αφύπνισης των εφησυχασµένων συνειδήσεων εκείνων, µε τους οποίους συνδιαλέγεται.

 Η προσποιητή ή πραγµατική άγνοιά του λειτουργεί αφυπνίζοντας τους συνοµιλητές του, οι οποίοι προσπαθούν να επιδείξουν την γνώση τους, έστω κι αν πολύ σύντοµα, λόγω της επιχειρηµατολογίας που αναπτύσσει ο Σωκράτης, συνειδητοποιούν την άγνοιά τους.

 Με διαφορετικά λόγια, ο Σωκράτης ειρωνεύεται για να θέσει σε εγρήγορση τις κριτικές δυνάµεις των συνδαιτυµόνων του, για να τους δηµιουργήσει κίνητρο να αναπτύξουν τις απόψεις τους και τελικά να πετύχει ο ίδιος το στόχο του, δηλαδή την απόδοση αληθινού κινήτρου στους συνοµιλητές του για αναζήτηση και γνωριµία µε τον εαυτό τους. 





Η φιλοσοφία ως «τέχνη του βίου» 





Το ότι η φιλοσοφία αποτελεί τρόπο ζωής του Σωκράτη δεν αποδεικνύεται µονάχα από την ελεγκτική µέθοδο που χρησιµοποιεί προς τους συνοµιλητές του για να διαγνώσει την άγνοιά τους και την µαιευτική µέθοδο που χρησιµοποιεί για να τους οδηγήσει στην αναζήτηση της γνώσης, αλλά από το γεγονός ότι ο ίδιος δεν θα µπορούσε να κάνει τίποτα διαφορετικό στη ζωή του από το να φιλοσοφεί.

 Στην Απολογία υπάρχουν σηµεία από τα οποία φαίνεται ότι η φιλοσοφία δεν αποτελεί απλή ενασχόληση του Σωκράτη, αλλά τρόπο ζωής.

 Όταν ο Σωκράτης πληροφορείται από χρησµό του µαντείου των ∆ελφών ότι είναι ο πιο σοφός άνθρωπος της Αθήνας, δεν διστάζει να «ελέγξει» το χρησµό µε το να διεξάγει «έρευνα» σε οµάδες σοφών ανθρώπων (ποιητές, πολιτικοί και τεχνίτες) (Απολογία, 22c-23).




 Συνειδητοποιεί, τελικά, ότι ο χρησµός είναι σωστός από την άποψη ότι ο ίδιος, τουλάχιστον, γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει τίποτα, σε αντίθεση µε άλλους που καυχούνται ότι είναι σοφοί ενώ δεν είναι.

 Ο Σωκράτης, έχοντας αυτογνωσία, κάνει σαφή διάκριση µεταξύ της µικρής αξίας που έχει η σοφία του ανθρώπου απέναντι στη θεϊκή σοφία, δικαιολογώντας έτσι ότι δεν θα µπορούσε να κάνει ποτέ λάθος το µαντείο των ∆ελφών έστω κι αν αυτός αρχικά το «αµφισβήτησε» (Απολογία,23a23b3).

 Η φιλοσοφία εισέρχεται µέσα στην ίδια τη ζωή του Σωκράτη, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει µε το θάνατο του.

 Στην Απολογία του αρνείται να εγκαταλείψει τις θέσεις του και να µη φιλοσοφεί από το φόβο µην του επιβληθεί ως ποινή ο θάνατος σχετικώς µε τις καταγγελίες που τον οδήγησαν στο δικαστήριο.


 Ο ίδιος αναφέρει: 


«…όπως εγώ ενόµισα και υπέθεσα, µε το καθήκον να ζω φιλοσοφών και εξετάζων τον εαυτόν µου και τους άλλους, εδώ, φοβηθείς ή θάνατον ή άλλο οτιδήποτε πράγµα, εγκατέλειπα την θέσην µου.

 Τούτο θα ήτο πράγµατι ασυγχώρητον σφάλµα και η αλήθεια τότε δικαίως ήθελε τις φέρει εµέ εις το δικαστήριον, διότι δεν πιστεύω ότι υπάρχουν θεοί, διότι απειθώ εις τον χρησµόν και φοβούµαι τον θάνατον και νοµίζω ότι είµαι σοφός ενώ δεν είµαι.

 ∆ιότι το να φοβήται τις βεβαίως τον θάνατον, ω άνδρες, ισοδυναµεί µε το να νοµίζει ότι είναι σοφός ενώ δεν είναι.

 ∆ιότι κανείς δεν γνωρίζει τον θάνατον, ουδέ αν τυγχάνει ή να είναι εις τον άνθρωπον το µέγιστον απ’ όλα τα αγαθά, φοβούνται δε αυτόν ως να γνωρίζουν καλώς ότι είναι το µέγιστον εκ των κακών» (Απολογία, 28e4-29b1, µτφρ. Κ. Αραπόπουλου).

 Ο Σωκράτης θεωρεί ότι δεν θα ζηµιωθεί ο ίδιος µε το θάνατό του αλλά οι ίδιοι οι Αθηναίοι που δεν θα έχουν πλέον µια «αλογόµυγα» σταλµένη από το θεό να τους ασκεί έλεγχο και να τους προτρέπει να ζήσουν καλύτερα (Απολογία,30e6-31a).

 Η φιλοσοφία του Σωκράτη είναι τρόπος ζωής για να τον εφαρµόσει τόσο στον εαυτό του όσο και στους άλλους, επιµένοντας ότι «ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ» (Απολογία,38a5-38a6).

 Ο Σωκράτης επιστρατεύει τον έλεγχο και την κριτική διάσταση της σκέψης για πρακτικούς σκοπούς, µε απώτερο στόχο το ευ ζην.


via

Pages