Αν όμως είμαστε αποφασισμένοι να μην αφήσουμε τίποτε αχρησιμοποίητο, ας πούμε στον φλύαρο: “Σώπα, παιδί μου· πολλά καλά βρίσκονται στη σιωπή”, κι ανάμεσά τους δύο πρώτα και μεγαλύτερα, το ν’ ακούς και ν’ ακούγεσαι· κανένα από τα δύο δεν μπορεί να εμφανιστεί στους φλύαρους, αλλά ακόμα και σ’ αυτό που επιθυμούν ιδιαίτερα αποτυγχάνουν οικτρά.
Άλλες αρρώστιες της ψυχής, όπως η φιλαργυρία, η φιλοδοξία και η φιληδονία, έχουν τουλάχιστον την πιθανότητα να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους, αλλά για τους φλύαρους αυτό είναι πολύ δύσκολο· επιθυμούν ακροατές, αλλά δεν μπορούν να τους βρουν, αφού όλοι φεύγουν προτροπάδην· αν κάθονται κάποιοι σε δημόσιο χώρο ή κάνουν περίπατο στο περιστύλιο του γυμναστηρίου και δουν κάποιον φλύαρο να πλησιάζει, δίνουν με μιας ο ένας στον άλλον σύνθημα να τα μαζεύουν.
Και όπως ακριβώς όταν γίνεται σιωπή σε κάποια συγκέντρωση λένε πως ήρθε στην παρέα ο Ερμής, έτσι και όταν κάποιος φλύαρος μπει σε συμπόσιο ή συγκέντρωση όλοι σωπαίνουν, μη θέλοντας να του δώσουν λαβή· αν αρχίσει από μόνος του ν’ ανοίγει το στόμα του, “όπως όταν ο βοριάς φυσάει το θαλασσόδαρτο ακρωτήρι πριν την καταιγίδα”, υποψιαζόμενοι ότι θ’ αρχίσει το ταρακούνημα και η ναυτία, σηκώνονται και φεύγουν.
Έτσι, η μοίρα των φλύαρων είναι, όταν ταξιδεύουν σε ξηρά ή θάλασσα, να μη βρίσκουν εθελοντές ακροατές, ούτε ανάμεσα σ’ αυτούς που μοιράζονται το τραπέζι τους ή τη σκηνή τους αλλά μόνο εξαναγκασμένους· ο φλύαρος, άλλωστε, σε καταδιώκει παντού, σε γραπώνει από τα ρούχα, σε πιάνει από τα γένια, σε σκουντάει στα πλευρά.
Τότε τα πόδια σου αξίζουν πολύ,
κατά τον Αρχίλοχο, και, μα τον Δία, κατά τον σοφό Αριστοτέλη επίσης.
Όταν, δηλαδή, κάποιος φλύαρος τον ενοχλούσε και τον είχε κάνει να πλήξει με ανόητες ιστορίες, επαναλαμβάνοντάς του κάθε τόσο: “Δεν είναι εκπληκτικό, Αριστοτέλη;” “Δεν είναι εκπληκτικά αυτά που λες”, του είπε ο Αριστοτέλης, “πέρα από το γεγονός ότι κάποιος που έχει πόδια κάθεται και σε υπομένει”.
Σε κάποιον άλλον τέτοιου είδους, που του είπε μετά από μεγάλη φλυαρία: “Σε κούρασα, φιλόσοφε, με τα λόγια μου;” “Όχι, μα τον Δία”, απάντησε ο Αριστοτέλης, “δεν σε πρόσεχα”.
Πραγματικά, όταν μας μιλούν με το ζόρι οι φλύαροι, η ψυχή μας τους παραδίδει τ’ αυτιά για να τα κατακλύζουν απ’ έξω, αλλά η ίδια ξετυλίγει σκέψεις άλλου είδους και τις παρακολουθεί μόνη της.
Για τούτο δεν είναι εύκολο για τους φλύαρους να εξασφαλίσουν ακροατές που είτε προσέχουν είτε πιστεύουν τα λόγια τους· όπως λένε, δηλαδή, ότι το σπέρμα των ανθρώπων που έχουν πολύ συχνά ερωτικές επαφές είναι άγονο, έτσι και ο λόγος των φλύαρων είναι χωρίς αποτέλεσμα και άκαρπος.
Όταν, μάλιστα, ο Νέστωρ του Σοφοκλή, προσπαθεί να κατευνάσει τον Αίαντα που χρησιμοποιεί τραχιά γλώσσα, λέει με λόγια που δείχνουν καλή γνώση των χαρακτήρων,
δεν σε μέμφομαι· άσχημα τα λόγια σου αλλά οι πράξεις σου καλές·
για τον φλύαρο, όμως, δεν νιώθουμε έτσι· αντίθετα, το άκαιρο των λόγων του καταστρέφει και ακυρώνει κάθε ευγνωμοσύνη για οποιαδήποτε πράξη.
Κάποτε ο Λυσίας έγραψε λόγο για κάποιον διάδικο και του τον έδωσε. Εκείνος τον διάβασε πολλές φορές και μετά πήγε στον Λυσία απελπισμένος λέγοντας πως την πρώτη φορά που τον διάβασε του φάνηκε υπέροχος αλλά όταν τον ξαναδιάβασε δεύτερη και τρίτη φορά του φάνηκε εντελώς ανιαρός και αναποτελεσματικός. “Και λοιπόν;” του είπε ο Λυσίας γελώντας, “μια φορά μόνο δεν θα τον πεις μπροστά στους δικαστές;”
Απ’ όσα λέγονται για τον ποιητή το κατ’ εξοχήν αληθινό είναι ότι μόνο ο Όμηρος γλίτωσε από τον εύκολο κορεσμό των ανθρώπων, επειδή είναι πάντα καινούργιος και η γοητεία του είναι ακμαία· παρά ταύτα, είπε και αναφώνησε το περίφημο τούτο για τον εαυτό του:
“δεν καταδέχομαι ν’ αφηγηθώ ξανά
μύθο που κάποτε ειπώθηκε καθαρά”
(ΟΜΗΡΟΣ)
και φοβάται και αποφεύγει τον κορεσμό που ενεδρεύει για κάθε μύθο, οδηγώντας την ακοή από τη μια αφήγηση στην άλλη και πραΰνοντας με το καινούργιο τον κόρο που φέρνει.
Οι φλύαροι όμως κουράζουν τα αυτιά μας με τις επαναλήψεις των ίδιων λόγων, σαν να μαυρίζουν παλίμψηστα.
Περί αδολεσχίας(φλυαρίας) - Πλούταρχος
ΗΘΙΚΑ
ΤΟΜΟΣ 13
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ