Ἡ ἱστορικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ - Point of view

Εν τάχει

Ἡ ἱστορικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ






Ἡ μαρτυρία τῶν ἀρχαίων Ἰουδαϊκῶν κειμένων



Ραββινικὰ κείμενα

Ὅταν τὸ 70 μ.Χ. ἔπεσε ἡ Ἱερουσαλήμ, μαζὶ μὲ τὸν Ναό, καὶ τὴν κυριαρχία τῶν ἱερατικῶν οἰκογενειῶν, ἔπεσε καὶ τὸ ἀνώτατο δικαστήριο, τὸ Συνέδριο. Τὸ μόνο τμῆμα τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ποὺ μποροῦσε ν’ ἀναλάβει τὴν ἀνοικοδόμηση ἦσαν οἱ Φαρισαῖοι. Καὶ πράγματι αὐτὸ ἔκαναν, σὲ μία πνευματικὴ κι ὄχι πολιτικὴ βάση. Μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Γιωχανᾶν, γιοῦ τοῦ Ζακκᾶ, κατασκεύασαν τὰ κεντρικὰ γραφεῖα τους στὴ Γιαβνὲθ ἢ Γιάμνια, στὰ νοτιοδυτικά της Παλαιστίνης. Ἐδῶ, λοιπόν, ἀναδιοργάνωσαν τὸ Συνέδριο σὰν ἀνώτατο δικαστήριο γιὰ τὴν ὀργάνωση ὅλου τοῦ θρησκευτικοῦ νόμου, πρῶτος πρόεδρος τοῦ ὁποίου, στὴ νέα του μορφή, ἦταν ὁ Yohanan. Ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς νομοθετημάτων, «ἡ παράδοση τῶν πρεσβυτέρων», ὅπως ἀναφέρεται στὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶχε παραδοθεῖ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, προφορικά, κι αὐξανόταν μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Ἔγινε ἔτσι τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν κωδικοποίηση ὅλου αὐτοῦ τοῦ ὑλικοῦ. Τὸ δεύτερο βῆμα ἔγινε ἀπ’ τὸν μεγάλο Ραββίνο Ἀκίμπα, ποὺ πρῶτος κατέταξε τὸ ὑλικό, σύμφωνα μὲ τὰ θέματα. Μετὰ τὸν ἡρωικό του θάνατο, τὸ 135 μ.Χ., στὴ διάρκεια τῆς ἥττας ποὺ ὑπέστη ὁ ἐπαναστάτης κατὰ τῆς Ρώμης Βὰρ – Κοχεμπᾶ, τὸ ἔργο τοῦ ἀναθεωρήθηκε καὶ συνεχίστηκε ἀπ΄ τὸν μαθητή του, Ραββίνο Μέιρ. Τὸ ἔργο τῆς κωδικοποίησης ὁλοκληρώθηκε γύρω στὸ 200 μ.Χ ἀπ’ τὸν Ραββίνο Ἰούδα, πρόεδρο τοῦ Συνεδρίου, ἀπ’ τὸ 170 ἕως τὸ 217. Ὁ ὅλος κώδικας τοῦ θρησκευτικοῦ νομικοῦ συστήματος, ποὺ συλλέχθηκε μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο εἶναι γνωστὸς ὡς Μισνά.

Αὐτὸς ὁ κώδικας Μισνὰ ἔγινε ἀντικείμενο μελέτης, καὶ πολλὰ σχόλια ἐκφράσθηκαν μ’ αὐτὸν ἀπὸ τὶς Ραββινικὲς σχολὲς τόσο τῆς Παλαιστίνης ὅσο καὶ τῆς Βαβυλωνίας. Τὰ σχόλια αὐτὰ ἡ Γκεμάρα ἀποτέλεσαν ἕνα εἶδος συμπληρώματος τῆς Μισνᾶ καὶ ἡ Γκεμάρα ἀποτέλεσαν τὸ γνωστὸ Ταλμούδ. Τὸ «Ταλμοὺδ τῆς Ἱερουσαλήμ», ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴ Μισνά, μαζὶ μὲ τὴν ὀγκώδη Γκεμάρα τῶν Παλαιστινιακῶν σχολῶν, συμπληρώθηκε τὸ 300 μ.Χ. περίπου. Τὸ κατὰ πολὺ μεγαλύτερο Βαβυλωνιακὸ Ταλμοὺδ συνέχισε ν’ αὐξάνει γιὰ δύο ἀκόμη αἰῶνες, πρὶν νὰ καταγραφεῖ, γύρω στὸ 500 μ.Χ.

Καθὼς ἡ Μισνὰ εἶναι ἕνας νομικὸς κώδικας καὶ τὸ Ταλμοὺδ βιβλία μὲ σχόλια πάνω σ’ αὐτὸ τὸν κώδικα, δὲν ὑπάρχει περίπτωση ἀναφορᾶς στὸν Χριστιανισμό, κι ὅπου ὑπάρχουν ἀναφορὲς εἶναι ἐχθρικές. Ὅπως καὶ νἄναι ὅμως αὐτὲς οἱ ἀναφορὲς δείχνουν τουλάχιστον πὼς δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία γιὰ τὸν ἱστορικὸ χαρακτήρα τοῦ Ἰησοῦ.

Σύμφωνα μὲ τὶς γνῶμες τῶν πρώτων Ραββίνων ποὺ καταγράφονται σ’ αὐτὰ τὰ ἔργα, ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ ἦταν ἕνας ἁμαρτωλὸς στὸ Ἰσραήλ, ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ μαγεία, περιφρόνησε τὰ λόγια τῶν σοφῶν, παραπλάνησε τὸν κόσμο καὶ εἶπε πὼς δὲν ἦρθε νὰ καταστρέψει τὸν νόμο, ἀλλὰ νὰ τὸν συμπληρώσει. Κρεμάσθηκε τὴν παραμονὴ τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν κατηγορία τῆς αἵρεσης καὶ παραπλάνησης τοῦ λαοῦ. Οἱ μαθητές του, πέντε ἀπ΄ τοὺς ὁποίους ἀναφέρονται μὲ τὰ ὀνόματά τους, γιάτρευαν ἀρρώστους στ’ ὄνομά του.





Εἶναι ὁλοφάνερο πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα πορτραῖτο τοῦ Κυρίου μας ὅπως ἀκριβῶς θὰ τὸ περιμέναμε ἀπὸ ἕνα ἔργο γραμμένο ἀπ’ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ ἦσαν ἀντίπαλοί Του. Μερικὰ ἀπὸ τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα Αὐτὸς ἀναφέρεται γίνονταν ἄμεσες ἢ ἔμμεσες μαρτυρίες γιὰ τὶς διηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων. Ἡ ὀνομασία Ha-Taluy («Ὁ κρεμασμένος») ἀναφέρεται ξεκάθαρα στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πέθανε. Ἕνα ἄλλο ὄνομα ποὺ Τοῦ δίνεται, Ben-Pantera («Γιὸς Παντέρα»), κατὰ πάσα πιθανότητα ἀναφέρεται, ὄχι (ὅπως ὑπονόησαν μερικοὶ) σ’ ἕναν Ρωμαῖο στρατιώτη, ποὺ ὀνομαζόταν Παντέρας, ἀλλὰ στὴ Χριστιανικὴ πίστη γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ παρθένο. Εἶναι δηλαδὴ ἡ λέξη «παρθένος» . Αὐτὸ δὲν σημαίνει βέβαια πὼς ὅλοι ὅσοι τὸν ὀνόμαζαν ἔτσι πίστευαν στὴ γέννησή Του ἀπὸ παρθένο.

Στὰ τέλη περίπου τοῦ πρώτου αἰώνα μ.Χ. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ δεύτερου, ὑπῆρχε ὅπως φαίνεται κάποια διαφωνία στοὺς Ἰουδαϊκοὺς κύκλους, γιὰ τὸ κατὰ πόσο μερικὰ Χριστιανικὰ ἔργα ἔπρεπε ν’ ἀναγνωρισθοῦν ὡς κανονικὰ ἢ ὄχι. Αὐτὰ τὰ ἔργα, ὅποια κι ἂν ἦσαν, πῆραν τὸ Ἑλληνικὸ ὄνομα Εὐαγγέλιο. Τὸ ἀμφισβητούμενο Εὐαγγέλιο ἦταν κατὰ πάσα πιθανότητα μία Ἀραμαϊκὴ μορφὴ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ προτιμοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι Χριστιανοὶ τῆς Παλαιστίνης καὶ τῶν γύρω περιοχῶν. Λέγεται πὼς οἱ Ραββίνοι Γιωχανᾶν καὶ Μέιρ ἔκαναν δυσμενῆ λογοπαίγνια μὲ τὴ λέξη Εὐαγγέλιο, ὑψώνοντας τὰ φωνήεντα τῆς λέξης ἔτσι, ὥστε νὰ διαβάζεται Awen-gillayon ἢ Awon-gillayon, ποὺ σήμαιναν «Ἁμαρτία τοῦ Περιθωρίου» ἢ «Ἁμαρτία τῆς Πλάκας τοῦ γραψίματος». Αὐτὲς οἱ δυσνόητες ἀναφορὲς δείχνουν πὼς ὑπῆρχε κάποια ἐπαφὴ ἀνάμεσα στοὺς ὀρθόδοξους Φαρισαίους καὶ τοὺς Ἰουδαίους Χριστιανούς, ποὺ δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐκπλήσσει ἂν σκεφθοῦμε πὼς ἡ πρώτη Παλαιστινιακὴ ἐκκλησία περιλάμβανε πιστὰ μέλη, ποὺ προέρχονταν ἀπ’ τὴν παράταξη τῶν Φαρισαίων καὶ πολλὲς χιλιάδες Ἰουδαίων, ποὺ ἦσαν «ζηλωτὲς τοῦ νόμου» (Πρξ. 15/5, 21/20). Μετὰ τὸ 70 μ.Χ., πράγματι, μπορεῖ αὐτοὶ οἱ Ἰουδαῖοι Χριστιανοὶ νὰ εἶχαν περισσότερη ἐπαφὴ μὲ ἄλλους Ἰουδαίους, παρὰ μὲ τὰ μέλη τῶν Ἐθνικῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ ὁλοένα κι ἔκλιναν στὸ χαρακτηρισμὸ τῶν Ἰουδαίων Χριστιανῶν ὡς αἱρετικῶν καὶ ἡμι – Χριστιανῶν. Ὑπάρχουν βάσιμες πληροφορίες γιὰ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι αὐτοὶ οἱ φυγάδες ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ὑπεριορδανία, γύρω στὸ 70 μ.Χ., συνεργάστηκαν μὲ ὁρισμένες ὁμάδες Ἐσσαίων, ποὺ πιθανῶς περιλάμβαναν καὶ τ’ ἀπομεινάρια τῆς κοινότητας τοῦ Κουμρᾶν.


Ὁ Ἰώσηπος

Ὅμως, ἔχουμε καὶ ἀρχαιότερη καὶ πιὸ σπουδαία γιὰ μᾶς Ἰουδαϊκὴ φιλολογία ἀπ’ αὐτὴ ποὺ βρίσκουμε στὰ Ταλμούδ. Ὁ Ἰουδαῖος ἱστορικὸς Ἰώσηπος γεννήθηκε ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια τὸ 37 μ.Χ. Στὴν ἡλικία τῶν δεκαεννιὰ χρόνων προσχώρησε στὴν Φαρισαϊκὴ παράταξη. Σὲ μία ἐπίσκεψή του στὴ Ρώμη, τὸ 63 μ.Χ., μπόρεσε νὰ ἐκτιμήσει τὴν ἰσχὺ τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅταν ξέσπασε ὁ Ἰουδαϊκὸς Πόλεμος, τὸ 66 μ.Χ., διορίστηκε διοικητὴς τῶν Ἰουδαϊκῶν δυνάμεων στὴ Γαλιλαία καὶ ὑπερασπίστηκε τὴ στρατηγικὴ θέση Jotapata ἐναντίον τῶν Ρωμαίων μέχρις ὅτου ἡ περαιτέρω ἀντίσταση ἦταν ἀνώφελη. Διέφυγε τότε σὲ μία σπηλιά, μαζὶ μ’ ἄλλους σαράντα, κι ὅταν ἀντιλήφθηκαν πὼς τὸ καταφύγιό τους εἶχε κυκλωθεῖ σχεδίασαν μία ὁμαδικὴ αὐτοκτονία. Ἴσως, πιὸ πολὺ ἀπὸ καλὸ χειρισμὸ τοῦ θέματος παρὰ ἀπὸ τύχη, ὁ Ἰώσηπος ἦταν ἕνας ἀπ’ τοὺς δύο ποὺ ἐπέζησαν. Ἔπεισε τὸν σύντροφό του νὰ παραδοθοῦν στοὺς Ρωμαίους κι ὅταν ἔγινε κι αὐτό, κατάφερε νὰ κερδήσει τὴν εὔνοια τοῦ Βεσπασιανοῦ, τοῦ Ρωμαίου διοικητῆ, προλέγοντας τὴν ἄνοδό του στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, μία πρόβλεψη ποὺ ἐκπληρώθηκε τὸ 69 μ.Χ. Ὁ Ἰώσηπος προσλήφθηκε στὸ γενικὸ Ρωμαϊκὸ διοικητήριο, στὴ διάρκεια τῆς πολιορκίας τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐνεργώντας μάλιστα σὰν διερμηνέας τοῦ Τίτου, γιοῦ τοῦ Βεσπασιανοῦ καὶ διαδόχου του στὴ διοίκηση τῆς Παλαιστίνης, ὅταν θέλησε νὰ κάνει ἐξαγγελίες στοὺς πολιορκούμενους κατοίκους. Μετὰ τὴν πτώση τῆς πόλης καὶ τὴν καταστολὴ τῆς ἐπανάστασης, ὁ Ἰώσηπος ἐγκαταστάθηκε κανονικὰ στὴ Ρώμη, σὰν δικηγόρος καὶ συνταξιοῦχος τοῦ αὐτοκράτορα παίρνοντας τὸ οἰκογενειακό του ὄνομα, Φλάβιος, κι ἔτσι ἔγινε γνωστός, ὡς Φλάβιος Ἰώσηπος.

Ὅπως εἶναι φυσικό, αὐτὴ ἡ ποικιλόμορφη καριέρα δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν κάνει δημοφιλῆ ἀνάμεσα στοὺς συμπατριῶτες του, πολλοὶ ἀπ’ τοὺς ὁποίους τὸν θεωροῦσαν – καὶ τὸν θεωροῦν ἀκόμα – ἕναν δὶς εἰς θάνατον προδότη. Παρόλα αὐτά. Χρησιμοποίησε τὰ χρόνια ποὺ ἀναπαυόταν στὴ Ρώμη ἔτσι ποὺ νὰ μπορεῖ ν’ ἀπαιτήσει τὴν εὐγνωμοσύνη τους, γράφοντας τὴν ἱστορία τοῦ ἔθνους τους. Τὸ λογοτεχνικό του ἔργο περιλαμβάνει μία Ἱστορία περὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πολέμου, ἀπὸ τὸ 170 π.Χ. μέχρι τὸ 73 μ.Χ., ποὺ γράφτηκε πρῶτα στ’ Ἀραμαϊκά, πρὸς ὄφελος τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ζοῦσαν μέσα στὴν Αὐτοκρατορία, κι ἔπειτα δημοσιεύτηκε μία Ἑλληνικὴ μετάφραση. Ἐπίσης, μία Αὐτοβιογραφία στὴν ὁποία ὑπερασπίζεται τὸν ἑαυτὸ του ἐναντίον ἑνὸς ἄλλου Ἰουδαίου ἱστορικοῦ, τοῦ Ἰούστου, ἀπὸ τὴν Τιβεριάδα, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὸν Πόλεμο ἐκφράστηκε δυσμενῶς γιὰ τὸν ρόλο ποὺ εἶχε παίξει ὁ Ἰώσηπος. Ἀκόμα, δύο βιβλία Κατ’ Ἀπίωνος, στὰ ὁποῖα ὑπερασπίζεται τὸ ἔθνος του ἐναντίον στὶς ἀντὶ-Σημιτικὲς συκοφαντίες (μερικὲς ἀπ’ τὶς ὁποῖες ὑπάρχουν καὶ σήμερα) τοῦ Ἀπίωνα, ἑνὸς Ἀλεξανδρινοῦ γυμνασιάρχη, καὶ ἄλλων συγγραφέων. Τέλος, εἴκοσι βιβλία μὲ τὶς Ἀρχαιότητες τῶν Ἰουδαίων,* ὅπου περιγράφεται ἡ ἱστορία τοῦ ἔθνους του ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τῆς Γένεσης μέχρι τὴν ἐποχή του. Ὅσο καὶ νὰ μὴ τοῦ ἄξιζε νὰ διασώσει τὴν ἱστορία τῆς πτώσης τοῦ ἔθνους του, πρέπει νὰ εἴμαστε χαρούμενοι ποὺ τὸ ἔκανε, γιατί, χωρὶς τὰ ἱστορικά του ἔργα, παρ’ ὅτι ἔχουν πολλὲς ἀτέλειες, οἱ πηγὲς τῶν πληροφοριῶν μας, σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορία τῆς Παλαιστίνης τὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, θὰ ἦσαν ἀπίστευτα φτωχότερες.

Στὶς σελίδες τοῦ Ἰώσηπου συναντᾶμε πολλὰ πρόσωπα ποὺ μᾶς εἶναι γνωστὰ ἀπ’ τὴν Καινὴ Διαθήκη: Τὴν ποικιλόμορφη οἰκογένεια τοῦ Ἡρώδη, τοὺς Ρωμαίους αὐτοκράτορες Αὔγουστο, Τιβέριο, Κλαύδιο καὶ Νέρωνα, τὸν Κυρήνιο, κυβερνήτη τῆς Συρίας, τὸν Πιλάτο, τὸν Φήλικα, τὸν Φῆστο προκουράτορες τῆς Ἰουδαίας, τὶς οἰκογένειες τοῦ ἀνώτατου ἱερατείου – Ἄννα, Καϊάφα, Ἀνανία καὶ τοὺς λοιπούς του Φαρισαίους καὶ τοὺς Σαδδουκαίους καὶ οὕτω καθεξῆς. Μποροῦμε νὰ διαβάσουμε τὴν Καινὴ Διαθήκη συγκρίνοντάς την μὲ τὸ πλαίσιο ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Ἰώσηπος, πράγμα ποὺ τὴν κάνει ἀκόμα πιὸ ἐνδιαφέρουσα καὶ μᾶς βοηθάει νὰ τὴν κατανοήσουμε καλύτερα.

Ὅταν ὁ Γαμαλιὴλ (στὶς Πράξεις 5/37), μιλάει γιὰ τὸν Ἰούδα ἀπ’ τὴ Γαλιλαία ποὺ ἦταν ἐπικεφαλῆς μιᾶς ἐξέγερσης τὴν περίοδο τῆς φορολογίας, γυρίζουμε στὶς σελίδες τοῦ Ἰώσηπου καὶ βρίσκουμε τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐξέγερσης τόσο στὸ ἔργο του Πόλεμος (11/8) ὅσο καὶ στὶς Ἀρχαιότητες (XVIII/1). Ὁ Ἰώσηπος μᾶς μιλάει, ἐπίσης, γιὰ κάποιον ἀγύρτη, ὀνόματι Θευδᾶ, (Ἀρχαιότ. ΧΧ/5,1) ποὺ ἐμφανίστηκε λίγο μετὰ τὸ 44 μ.Χ., ὁ Θευδᾶς ὅμως τὸν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Γαμαλιὴλ ἔδρασε πρὶν ἀπ’ τὸν Ἰούδα τῆς Γαλιλαίας (6 μ.Χ.). Σ’ ὁποιαδήποτε λοιπὸν περίπτωση, ὁ λόγος τοῦ Γαμαλιὴλ ἔλαβε χώρα ἀνάμεσα στὸ 30 καὶ τὸ 33. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ σκεφθοῦμε πὼς ὁ Λουκᾶς διέπραξε κάποιον ἀναχρονισμό, ἐπειδὴ διαβάζουμε τὸν Ἰώσηπο λανθασμένα (τὸ βάρος τῆς μαρτυρίας εἶναι κατὰ τοῦ Λουκᾶ νὰ ἔχουμε διαβάσει προηγουμένως τὸν Ἰώσηπο). Ὁ Ἰώσηπος ὁ ἴδιος μᾶς λέει πὼς περίπου στὴν ἐποχὴ ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας (4 μ.Χ.) ὑπῆρχαν πολλὰ προβλήματα στὴν Ἰουδαία, καὶ ἡ δραστηριότητα λοιπὸν τοῦ Θευδᾶ (ποὺ δὲν ἦταν καὶ τόσο ἀσυνήθιστο ὄνομα) τὸν ὁποῖο ἀνέφερε ὁ Γαμαλιήλ, ἴσως ν’ ἀνήκει σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο. 

Ἡ πείνα τῆς ἐποχῆς τοῦ Κλαύδιου (Πρξ. 11/28) ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τὸν Ἰώσηπο. Ἂν ὁ Λουκᾶς μᾶς λέει πὼς οἱ Χριστιανοὶ στὴν Ἀντιόχεια ἔστειλαν βοήθεια στὴν ἐκκλησία τῆς Ἱερουσαλήμ, σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὁ Ἰώσηπος μᾶς λέει πὼς ἡ Ἕλενα, ἡ Ἰουδαία βασιλομήτορα τῆς Ἀδιαβηνῆς, ποὺ βρίσκεται στὰ βορειοανατολικά τῆς Μεσσοποταμίας, ἀγόρασε στὴν Ἀλεξάνδρεια καλαμπόκι καὶ στὴν Κύπρο σῦκα, γιὰ ν’ ἀνακουφίσει τὴν πείνα τοῦ λαοῦ τῆς Ἱερουσαλὴμ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση.

Ὁ ξαφνικὸς θάνατος τοῦ Ἡρώδη Ἀγρίππα Α’, τὸν ὁποῖο διηγεῖται ὁ Λουκᾶς στὶς Πράξεις (12/19-23) καταγράφεται ἐπίσης κι ἀπ’ τὸν Ἰώσηπο (Ἀρχ. ΧΙΧ/8,2) σὲ μία μορφὴ ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὶς γενικὲς γραμμὲς τοῦ Λουκᾶ, ἂν καὶ οἱ δύο διηγήσεις εἶναι ἀρκετὰ ἀνεξάρτητες, ἡ μία ἀπ’ τὴν ἄλλη. Νὰ πῶς δίνει αὐτὴν τὴν ἐξιστόρηση ὁ Ἰώσηπος:

«Ὅταν ὁ Ἀγρίππας εἶχε συμπληρώσει τρία χρόνια βασιλείας στὴν Ἰουδαία, ἦρθε στὴν Καισάρεια, ποὺ ἀρχικὰ ὀνομαζόταν Πύργος Στράτωνος. Ἐκεῖ ἔκανε γιορτὲς πρὸς τιμὴν τοῦ Καίσαρα, ἐγκαινιάζοντας ἕνα φεστιβὰλ γιὰ τὴ μακροημέρευση τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκεῖ, λοιπόν, κατέφθασε πλῆθος τοπικῶν ἀρχόντων καὶ ἄλλων ποὺ εἶχαν προαχθεῖ σὲ ἀνώτερα ἀξιώματα. Τὴ δεύτερη μέρα τῶν ἐκδηλώσεων φόρεσε ἕνα μανδύα ἀπὸ ἀσήμι, μὲ θαυμάσια ὕφανση κι ἔφτασε στὸ θέατρο τὰ ξημερώματα. Τὸ ἀσήμι ἔλαμπε καθὼς οἱ ἀχτίνες τοῦ ἥλιου ἔπεφταν πάνω του καὶ γυάλιζε ὑπέροχα. Ἡ αἴγλη του ἐνέπνεε κάποιο φόβο καὶ τρόμο σὲ ὅσους τὸν κοιτοῦσαν. Ξαφνικά, οἱ κόλακές του ἄρχισαν νὰ φωνάζουν ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές, λόγια ποὺ στ’ ἀλήθεια δὲν ἦσαν γιὰ τὸ καλό του, κατονομάζοντας τὸν θεό, καὶ τὸν ἐπικαλοῦνταν κραυγάζοντας, ‘’Δεῖξε εὐμένεια! Ἂν μέχρι τώρα σ’ ἀντιμετωπίζαμε σὰν ἄνθρωπο, ἀπὸ δῶ καὶ στὸ ἑξῆς θὰ ὁμολογοῦμε πὼς βρίσκεσαι πάνω ἀπ’ τὴν ἀνθρώπινη φύση’’.

Ὁ βασιλιὰς δὲν τοὺς ἐπέπληξε οὔτε καταδίκασε τὴν ἀσεβῆ κολακεία τους. Ἀλλά, κοιτάζοντας ψηλὰ εἶδε τὴν κουκουβάγια νὰ κάθεται σ’ ἕνα σχοινί, πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του κι ἀμέσως τὴ θεώρησε μηνυτὴ κακοῦ, ὅπως ἀκριβῶς προηγουμένως εἶχε γίνει μηνυτὴς καλοῦ, κι ἕνα βάρος θλίψης γέμισε τὴν καρδιά του. Ξαφνικὰ τὸν ἐπίασε δυνατὸς πόνος στὴν κοιλιακὴ χώρα...

Μεταφέρθηκε γρήγορα στὸ παλάτι καὶ γρήγορα διαδόθηκε τὸ νέο πὼς σίγουρα θὰ πέθαινε σύντομα... Ὅταν εἶχε πιὰ ὑποφέρει πέντε μέρες ἀπὸ πόνο, ἔφυγε ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, στὸ πεντηκοστὸ τέταρτο τῆς ζωῆς του καὶ τὸ ἕβδομο τῆς βασιλείας του».

Οἱ παραλληλίες ἀνάμεσα στὶς δύο διηγήσεις εἶναι ὁλοφάνερες, ὅπως ἐπίσης εἶναι φανερὴ καὶ ἡ ἀπουσία συνεννόησης μεταξύ τους. Ὁ Λουκᾶς περιγράφει τὸ ξαφνικὸ χτύπημα τοῦ βασιλιᾶ λέγοντας, στὴ βιβλικὴ γλώσσα, πὼς «ἄγγελος Κυρίου ἐπάταξε αὐτόν». Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σκεφθεῖ κανεὶς πὼς ὑπάρχει κάποια σημασία στὴ χρήση τῆς Ἑλληνικῆς λέξης «ἄγγελος», ἀπ’ τὸν Λουκᾶ, ποὺ σημαίνει «ἀγγελιαφόρος», καὶ τὴ λέξη «μηνυτής», ποὺ ἀποδίδεται ἀπ’ τὸν Ἰώσηπο στὴν κουκουβάγια, παρόλο ποὺ μερικοὶ ἀπ’ τοὺς πρώτους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπέδειξαν κάτι τέτοιο. Οἱ Τύριοι ἐκμεταλλεύτηκαν τὴν εὐκαιρία τῆς γιορτῆς γιὰ νὰ συμφιλιωθοῦν δημόσια μὲ τὸ βασιλιά.

Γενικά, θὰ μπορούσαμε νὰ συνοψίσουμε τὴ σύγκριση τῶν δύο διηγήσεων μὲ τὰ λόγια ἑνὸς ἀπροκατάληπτου ἱστορικοῦ, τοῦ Eduard Meyer: «Οἱ δύο διηγήσεις συμφωνοῦν ἀπόλυτα στὶς γενικὲς γραμμές, τὰ δεδομένα καὶ τὴν ὅλη σύλληψη. Μὲ τὶς τόσο ἐνδιαφέρουσες λεπτομέρειές της, ποὺ μὲ κανένα τρόπο δὲν μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν σὰν μία «τάση» ἢ σὰν λαϊκὴ παράδοση. Ἡ διήγηση τοῦ Λουκᾶ μπορεῖ μ’ ἐγγύηση νὰ θεωρηθεῖ τουλάχιστο τόσο ἀξιόπιστη, ὅσο κι αὐτὴ τοῦ Ἰώσηπου.

Ἀκόμη πιὸ ἐνδιαφέρον εἶναι τὸ ὅτι ὁ Ἰώσηπος ἀναφέρεται στὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ καὶ τὸν Ἰάκωβο, ἀδελφό τοῦ Κυρίου, καταγράφοντας τὸ θάνατό τους μ’ ἕναν τρόπο ὁλοφάνερα διαφορετικὸ ἀπ’ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἔτσι ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ὑποψιαστοῦμε κάποια Χριστιανικὴ παρεμβολή, σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἀποσπάσματα αὐτά. Στὶς Ἀρχαιότητες (XVIII/5,2) διαβάζουμε πὼς ὁ Ἡρώδης Ἀντύπας, τετράρχης τῆς Γαλιλαίας, νικήθηκε στὴ μάχη ἀπ’ τὸν Ἀρέτα, βασιλιὰ τῶν Ἀράβων τῆς Νουβίας, πατέρα τῆς πρώτης γυναίκας τοῦ Ἡρώδη, τὴν ὁποία παράτησε χάρη τῆς Ἡρωδιάδας. Ὁ Ἰώσηπος συνεχίζει:

«Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους νόμισαν πὼς ὁ στρατὸς τοῦ Ἡρώδη εἶχε καταστραφεῖ ἀπ’ τὸν Θεὸ κι ἦταν αὐτὸ μία τιμωρία γιὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἰωάννη, τοῦ ἐπονομαζόμενου Βαπτιστῆ. Γιατί ὁ Ἡρώδης εἶχε σκοτώσει, ἂν καὶ ἦταν καλὸς ἄνθρωπος καὶ πρόσταζε στοὺς Ἰουδαίους νὰ ζοῦν ἐνάρετα, νὰ εἶναι δίκαιοι μεταξύ τους καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ βαπτίζονται. Δίδασκε πὼς τὸ βάπτισμα ἦταν ἀποδεκτὸ ἀπ’ τὸν Θεό, στὴν περίπτωση ποὺ αὐτὸ γινόταν ὄχι γιὰ τὴ συγχώρηση συνειδητῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθαρισμὸ τοῦ σώματος, ἐνῶ ἡ ψυχὴ εἶχε ἤδη καθαρισθεῖ μὲ δικαιοσύνη. Ὅταν ἄρχισαν πολλοὶ νὰ μαζεύονται γύρω του (γιατί ἐπηρεάζονταν πολὺ σὰν ἄκουγαν τὰ λόγια του), ὁ Ἡρώδης φοβήθηκε τὴ δύναμη πειθοῦς, ποὺ διέθετε πάνω στοὺς ἀνθρώπους, φοβήθηκε μήπως ὁδηγήσει σὲ κάποια στάση, καθὼς ἀκολουθοῦσαν τὴ συμβουλή του γιὰ κάθε θέμα. Τὸ θεώρησε, λοιπόν, καλὸ νὰ τὸν συλλάβει καὶ νὰ τὸν σκοτώσει, πρὶν νὰ προκαλέσει κάποια ἀναταραχή, παρὰ νὰ μετανιώσει ἀργότερα μπαίνοντας σὲ τέτοια βάσανα, ἀφοῦ δηλαδὴ ξεσποῦσε ἡ ἐπανάσταση. Μ’ αὐτὲς τὶς ὑποψίες τοῦ Ἡρώδη, ὁ Ἰωάννης στάλθηκε ἁλυσοδεμένος στὸ Machaerus (Σημ. τ. μετ.: Μαχαίρους), ἕνα φρούριο ποὺ ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω, καὶ ἐκεῖ θανατώθηκε. Οἱ Ἰουδαῖοι, λοιπόν, πίστεψαν πὼς ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς θανάτωσης καταστράφηκε ὁ στρατός, γιατί ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ φέρει κακὸ στὸν Ἡρώδη».


Ὑπάρχουν σημαντικὲς διαφορὲς ἀνάμεσα σ’ αὐτὴν τὴ διήγηση καὶ σ’ ἐκείνη τῶν Εὐαγγελίων : Σύμφωνα μὲ τὸν Μάρκο (1/4), ὁ Ἰωάννης «ἐκήρυττε βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», ἐνῶ ὁ Ἰώσηπος λέει πὼς τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη δὲν εἶχε σκοπὸ τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἐπίσης, ὁ Ἰώσηπος δίνει πολιτικὴ σημασία στὸ θάνατο τοῦ Ἰωάννη, ἐνῶ στὰ Εὐαγγέλια φαίνεται πὼς ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀντίθεσης τοῦ Ἰωάννη γιὰ τὸ γάμο τοῦ Ἡρώδη μὲ τὴν Ἡρωδιάδα. Εἶναι πολὺ πιθανὸ ὁ Ἡρώδης νὰ θέλησε νὰ πετύχει μ’ ἕνα σμπάρο δύο τρυγόνια φυλακίζοντας τὸν Ἰωάννη. Ὅσο γιὰ τὴν ἀσυμφωνία ἀναφορικὰ μὲ τὴ σημασία τοῦ βαπτίσματος τοῦ Ἰωάννη, οἱ ἀνεξάρτητες παραδόσεις ποὺ μποροῦμε νὰ βροῦμε στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι ἐντυπωσιακὰ ὁμόφωνες, κι ἐκτός του ὅτι εἶναι πρωιμότερες τῆς διήγησης τοῦ Ἰώσηπου (οἱ Ἀρχαιότητες δημοσιεύτηκαν τὸ 93 μ.Χ.) δίνουν μία πιὸ ἀξιόπιστη περιγραφὴ ἀπὸ θρησκευτικὸ-ἱστορικὴ ἄποψη. 

Ὅπως φαίνεται, ὁ Ἰώσηπος ἀποδίδει πράγματι στὸν Ἰωάννη τὸ δόγμα τῶν Ἐσσαίων γιὰ τὸ βάπτισμα, ὅπως μᾶς εἶναι γνωστὸ ἀπ’ τὰ κείμενα τοῦ Κουμρᾶν. Τὸ γενικὸ διάγραμμα ὅμως τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰώσηπου βεβαιώνει τὴ μαρτυρία τῶν Εὐαγγελίων. Αὐτὴ ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰώσηπου ἦταν γνωστὴ τόσο στὸν Ὠριγένη (230 μ.Χ., περίπου) ὅσο καὶ στὸν Εὐσέβιο (326 μ.Χ., περίπου).

Ἀργότερα, ὁ Ἰώσηπος περιγράφει στὶς Ἀρχαιότητες (ΧΧ/9,1) τὶς αὐθαίρετες πράξεις τοῦ ἀρχιερέα Ἀνάνου, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ προκουράτορα Φήστου (61 μ.Χ.) μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:

«Ὁ νεότερος ὅμως Ἄνανος, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, ἀνέλαβε ἀρχιερέας, ἦταν θρασὺς καὶ τολμηρός. Ἀκολούθησε τὴν παράταξη τῶν Σαδδουκαίων, ποὺ εἶναι οἱ πιὸ αὐστηροὶ στὴν κρίση ἀπ’ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως δείξαμε πιὸ πάνω. Μ’ αὐτόν, λοιπόν, τὸ χαρακτήρα ποὺ εἶχε ὁ Ἄνανος σκέφτηκε πὼς ἦταν καλύτερη εὐκαιρία, μιὰ ποὺ ὁ Φῆστος εἶχε πεθάνει κι ὁ Ἀλβίνος βρισκόταν ἀκόμα στὸ δρόμο. Ἔτσι, συγκάλεσε συμβούλιο τῶν κριτῶν καὶ ἔφερε μπροστά τους τὸν ἀδελφό τοῦ Ἰησοῦ, τὸν λεγόμενο Χριστό, τὸν Ἰάκωβο, μαζὶ μὲ ἄλλους, κι ἀφοῦ τοὺς κατηγόρησε σὰν παραβάτες τοῦ Νόμου, τοὺς ἔστειλε γιὰ λιθοβολισμό».

Αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα, ὅπως καὶ τὸ προηγούμενο ἦταν γνωστὸ τόσο στὸν Ὠριγένη ὅσο καὶ στὸν Εὐσέβιο. Τὴν ἱστορία τοῦ θανάτου τοῦ Ἰακώβου, τοῦ Δίκαιου (ὅπως ὀνόμαζαν τὸν ἀδελφό τοῦ Κυρίου), διηγεῖται μὲ περισσότερες λεπτομέρειες ὁ Ἠγήσιππος, ἕνας Ἰουδαῖος Χριστιανὸς συγγραφέας τοῦ 170 μ.Χ. περίπου. Ἡ διήγηση τοῦ Ἰώσηπου παρουσιάζει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον, καθὼς ὁ Ἰώσηπος ὀνομάζει τὸν Ἰάκωβο ἀδελφό τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ λεγόμενου «Χριστοῦ» μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ ὑπονοεῖται πὼς ἔχει προηγουμένως ἀναφερθεῖ στὸν Ἰησοῦ. Βρίσκουμε ἐπίσης κάποια μνεία γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ σ’ ἕνα ἄλλο ἐκτεταμένο ἀντίτυπο τοῦ Ἰώσηπου, τὸ ὀνομαζόμενο Testimonium Flavianum, στὶς Ἀρχαιότητες (XVIII/3,3). Ὁ Ἰώσηπος διηγεῖται ἐκεῖ μερικὰ ἀπὸ τὰ προβλήματα ποὺ σημάδεψαν τὴ διακυβέρνηση τοῦ Πιλάτου, καὶ συνεχίζει:

«Περὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίστηκε ὁ Ἰησοῦς, ἕνας σοφὸς ἄνθρωπος, ἂν βέβαια μποροῦμε νὰ τὸν ὀνομάσουμε ἔτσι. Γιατί ἔκανε θαύματα καὶ δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δέχονταν μὲ χαρὰ τὴν ἀλήθεια. Παρέσυρε πολλοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ Ἕλληνες. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ Χριστός. Ὅταν λοιπὸν τὸν καταδίκασε ὁ Πιλάτος σὲ σταυρικὸ θάνατο, ἀφοῦ παραπέμφθηκε ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές μας, ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν δὲν χάθηκαν. Γιατί ἐμφανίστηκε σ’ αὐτοὺς τὴν τρίτη μέρα καὶ πάλι ζωντανός, ὅπως οἱ προφῆτες εἶχαν μιλήσει γι’ αὐτὰ καὶ γιὰ χιλιάδες ἄλλα θαυμάσια σχετικὰ μ’ αὐτόν: Ἀκόμα καὶ σήμερα ἡ φυλὴ τῶν Χριστιανῶν, ὅπως ὀνομάστηκαν ἀπ’ τὸ ὄνομά Του, δὲν ἔχει πεθάνει».

Αὐτὴ εἶναι μετάφραση τοῦ κειμένου αὐτοῦ τοῦ ἀποσπάσματος, ὅπως ἔφτασε σέ μᾶς καὶ ξέρουμε πὼς ἦταν τὸ ἴδιο καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Εὐσέβιου, ὁ ὁποῖος τὸ παραθέτει δύο φορές. Ἕνας λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο πολλοὶ θέλησαν νὰ τὸ χαρακτηρίσουν σὰν μία Χριστιανικὴ παρεμβολή, εἶναι τὸ ὅτι ὁ Ὠριγένης ἀναφέρει πὼς ὁ Ἰώσηπος δὲν πίστευε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Μεσσίας, οὔτε Τὸν ἀνακήρυττε τέτοιον. Τὸ ὅτι ὁ Ἰώσηπος δὲν ἦταν Χριστιανὸς εἶναι γνωστό. Εἶναι ὅμως παράξενο ἕνας μὴ-Χριστιανὸς συγγραφέας νὰ γράφει τὰ παραπάνω ὑπογραμμισμένα λόγια. Παρόλα αὐτά, δὲν μποροῦμε, ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς κριτικῆς τοῦ κειμένου, νὰ ποῦμε τίποτε ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἀποσπάσματος. Οἱ μαρτυρίες τῶν χειρογράφων εἶναι ὁμόφωνες κι ἄφθονες, ὅπως ἄλλωστε γιὰ κάθε τί στὸν Ἰώσηπο. Ἴσως ὅμως νὰ ἦταν γνωστὴ στὸν Ὠριγένη μία πρωιμότερη μορφὴ τοῦ ἀποσπάσματος, ἀπ’ τὴν ὁποία ἔλλειπαν τὰ ὑπογραμμισμένα μέρη. Καθὼς τὸ κείμενο τοῦ Ἰώσηπου μεταδόθηκε ἀπὸ Χριστιανοὺς κι ὄχι ἀπὸ Ἰουδαίους, δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐκπλήσσει ἂν ἡ ἀναφορὰ στὸν Ἰησοῦ πῆρε πιὸ Χριστιανικὸ χρῶμα μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.

Ἂν ὅμως, προσέξουμε πιὸ πολὺ τὰ ὑπογραμμισμένα αὐτὰ τμήματα, ἴσως συμβεῖ ν’ ἀναρωτηθοῦμε, μήπως ὁ Ἰώσηπος ἔγραφε εἰρωνικά. Ἡ ἔκφραση «ἂν βέβαια μποροῦμε νὰ τὸν ὀνομάσουμε ἄνθρωπο, ἴσως νὰ εἶναι μία σαρκαστικὴ ἀναφορὰ στὴ Χριστιανικὴ πίστη, πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔκφραση «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ Χριστός», ἴσως νὰ σημαίνει πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ποὺ συνήθως ὀνομαζόταν Χριστός. Κάποια τέτοιου εἴδους ἀναφορά, ὑπονοεῖται ἐν πάση περιπτώσει μὲ τὴ μεταγενέστερη διακήρυξη ὅτι οἱ Χριστιανοί, ἴσως ὀνομάστηκαν ἀπὸ τὸ ὄνομά Του. Ὅσο γιὰ τὴν τρίτη ὑπογραμμισμένη φράση, σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάσταση, ἴσως νὰ καταγράφει ἁπλὰ τί ὁ Χριστιανοὶ ἰσχυρίζονταν.

Μερικοὶ διακεκριμένοι κριτικοὶ δὲν δυσκολεύτηκαν νὰ δεχθοῦν τὸ Testimonium Flavianum ὅπως ἔχει. Τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ περιέχει ὁπωσδήποτε πολλὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς γλώσσας τοῦ Ἰώσηπου, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀπ’ τὸν ἀείμνηστο Dr. H. St. John Thackeray (ἡ κορυφαία αὐθεντία στὴ Βρετανία σχετικὰ μὲ τὸν Ἰώσηπο τὰ τελευταία χρόνια) καὶ ἄλλους.

Ἀποδείχθηκε, ἐπίσης, πὼς ἡ παράλειψη λέξεων καὶ οἱ σύντομες φράσεις ἀποτελοῦν χαρακτηριστικό τῆς παράδοσης τῶν Ἀρχαιοτήτων, γεγονὸς ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ δεχθοῦμε τὴν ἄποψη πὼς ἡ λέξη «λεγόμενος» ἐξαφανίσθηκε πρὶν ἀπ’ τὴ λέξη «Χριστός», καὶ μία φράση ὅπως «ἔλεγαν» ἢ «καθὼς τὸν λένε» ἐξαφανίστηκε πρὶν τὴ φράση «γιατί ἐμφανίστηκε σ’ αὐτούς». Καὶ οἱ δύο αὐτὲς τροποποιήσεις εἶναι ἑλκυστικές, ἰδιαίτερα ἡ πρώτη, γιατί καὶ τὴν ἴδια τὴ φράση «ὁ λεγόμενος Χριστὸς» τὴ βρίσκουμε καὶ στὴν ἑνότητα τοῦ Ἰώσηπου τὴ σχετικὴ μὲ τὸ θάνατο τοῦ Ἰάκωβου. 
Δύο ἄλλες τροποποιήσεις ἀπαιτοῦν ἀρκετὸ σχολιασμό. Ἡ μία ἔχει προταθεῖ ἀπ’ τὸν Trackeray, πώς, δηλαδή, ἀντὶ νὰ διαβάζουμε «τὴν ἀλήθεια» (τ’ ἀληθῆ), πρέπει νὰ διαβάζουμε «πράγματα ἀσυνήθιστα» (ἀήθη). Ἡ ἄλλη προτάθηκε ἀπ’ τὸν Δρα Robert Eisler, ὅτι δηλαδὴ ἔχουν παραλειφθεῖ μερικὲς λέξεις ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀποσπάσματος, ἡ ὁποία ἄρχιζε: «Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἐμφανίστηκε μία καινούργια πηγὴ προβλημάτων, κάποιος Ἰησοῦς». Ἂν δεχθοῦμε αὐτὲς τὶς τροποποιήσεις τοῦ κειμένου ἔχουμε τὸ ἑξῆς ἀποτέλεσμα: 

«Τότε παρουσιάσθηκε μία νέα πηγὴ προβλημάτων, κάποιος Ἰησοῦς, ἕνας ἄνθρωπος σοφός. Ἔκανε θαύματα καὶ δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δέχονταν μ’ εὐχαρίστηση τὰ παράξενα πράγματα ποὺ τοὺς ἔλεγε. Παρέσυρε πολλοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ Ἕλληνες. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἐκεῖνος ποὺ λεγόταν Χριστός. Ὅταν, λοιπόν, ὁ Πιλάτος τὸν καταδίκασε σὲ σταυρικὸ θάνατο, ἀφοῦ παραπέμφθηκε ἀπ’ τοὺς ἄρχοντές μας, ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν δὲν χάθηκαν. Γιατί ξαναπαρουσιάστηκε σ’ αὐτούς, ὅπως εἶπαν, τὴν τρίτη μέρα καὶ πάλι ζωντανός, ὅπως οἱ θεῖοι προφῆτες εἶχαν πεῖ, μαζὶ μὲ χιλιάδες ἀκόμα θαυμαστὰ πράγματα σχετικὰ γι’ αὐτόν: Κι ἀκόμα, καὶ σήμερα ἡ φυλὴ τῶν Χριστιανῶν, ὅπως ὀνομάστηκαν ἀπ’ τ’ ὄνομά Του, δὲν ἔχει χαθεῖ.»

Τὰ πλάγια γράμματα αὐτὴ τὴ φορὰ σημειώνουν τὶς τροποποιήσεις τοῦ κειμένου (Ἡ κυριότερη δυσκολία στὸ νὰ δεχθοῦμε τὴν τροποποίηση τοῦ Eisler, ποὺ ἀπὸ μόνη της πιθανὸν νὰ εἶναι ἐπαρκής, καθὼς κάνει τὸ ἀπόσπασμα πιὸ ταιριαστὸ στὸ ὅλο πλαίσιο, εἶναι ὁ ἀπειθάρχητος περίγυρος ποὺ διατηρεῖ. Μὲ βάση ἕνα ριζικὰ τροποποιημένο κείμενο τοῦ Testimonium Flavianum, κι ἕνα ριζικὰ τροποποιημένο κείμενο τῆς πρόσφατης παρέκκλισης τῆς Σλαβονικῆς μετάφρασης τοῦ ἔργου τοῦ Ἰώσηπου Ἰουδαϊκὸς Πόλεμος, ὁ Dr. Eisler προώθησε μία γενικὴ ἀναδόμηση τῆς ἱστορίας τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ ἔργο τοῦ The Messiah Jesus and John the Baptist (1931). Ἡ ἀναμόρφωσή του αὐτή, ἂν κι ἔξυπνη, πνευματώδης κι ἑλκυστική, ἔχει ἀρκετὰ παρεκτραπεῖ καὶ δὲν εἶναι ἐπιστημονική, γιατί βασίζεται σὲ κείμενα τὰ ὁποῖα προηγουμένως τροποποίησε, ὥστε νὰ ταιριάζουν στὶς θεωρίες ποὺ προσπαθεῖ νὰ βγάλει ἀπ’ αὐτὲς τὶς τροποποιήσεις.). Αὐτὴ ἡ μετάφραση ἀπ’ τὸ Testimonium ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ ἕνα – δύο πολὺ ἁπλὰ τεχνάσματα, ἀπὸ τὶς δυσκολίες τοῦ παραδοσιακοῦ κειμένου, ἐνῶ διατηρεῖ (ἢ ἀκόμα κι αὐξάνει) τὴν ἀξία τοῦ ἀποσπάσματος ὡς ἱστορικοῦ ντοκουμέντου. Ἡ οὐσία τῆς ὅλης προσπάθειας τονίσθηκε περισσότερο σὰν ἀποτέλεσμα τῶν προσθηκῶν. Καὶ ἡ τελικὴ ἀναφορὰ στὴ «φυλὴ τῶν Χριστιανῶν» συνοδεύεται ἀπὸ κάποια ἐλπίδα πώς, κι ἂν δὲν χάθηκαν ἀκόμα, σύντομα ὅμως θὰ χαθοῦν.


Ἑπομένως, ἔχουμε σοβαροὺς λόγους νὰ πιστεύουμε πὼς ὁ Ἰώσηπος, ἀναφερόμενος στὸν Ἰησοῦ, μαρτυρεῖ: (α) Γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε (β) γιὰ τὴ φήμη Του σὰν θαυματοποιοῦ, (γ) γιὰ τὸ ὅτι ἦταν ἀδελφός του Ἰακώβου, (δ) γιὰ τὴ σταύρωσή Του ἀπ’ τὸν Πιλάτο, μετὰ ἀπὸ πληροφορίες τῶν Ἰουδαίων ἀρχόντων, (ε) γιὰ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι ἦταν Μεσσίας, (στ) γιὰ τὸ ὅτι ἦταν ἱδρυτὴς τῆς «φυλῆς τῶν Χριστιανῶν» καὶ πιθανῶς (ζ) γιὰ τὴν πίστη πὼς ἀναστήθηκε ἀπ’ τοὺς νεκρούς.

Ἂν καὶ τὸ ἀπόσπασμα τῆς Σλαβονικῆς μετάφρασης τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πολέμου ἀντιμετωπίζεται γενικὰ σὰν μία Χριστιανικὴ παρέκκλιση, ὁ Trackeray κατέληξε νὰ τὴν ἀντιμετωπίζει εὐνοϊκὰ (δὲς τὸ ἔργο του. στὸ Loeb, Josephus, III, σελ. 648 ἑπ.). Τοποθετεῖται στὸν Ἰουδαϊκὸ Πόλεμο, μεταξύ τοῦ ΙΙ/9,3 καὶ ΙΙ/9,4 κι ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ παρουσιάσθηκε ἕνας συγκεκριμένος ἄνθρωπος, ἂν ταιριάζει βέβαια νὰ τὸν ὀνομάσουμε ἄνθρωπο. Ἡ φύση κι ἡ μορφὴ του ἦσαν ἀνθρώπινες, ἀλλὰ ἡ ἐμφάνισή του ἦταν κάτι παραπάνω ἀπὸ ἀνθρώπινη. Τὰ ἔργα του ὅμως ἦσαν θεϊκά. Ἔκανε θαύματα ὑπέροχα καὶ μεγάλα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδυνατῶ νὰ τὸν ὀνομάσω ἄνθρωπο. Ἀλλά, ἀπ’ τὴν ἄλλη, πλευρά, ρίχνοντας μία ματιὰ στὴ φύση του ποὺ τὴ μοιράζονταν κι ἄλλοι, δὲν θὰ τὸν ὀνομάσω ἄγγελο. Ὁ,τιδήποτε ἔκανε, τὸ ἔκανε μὲ μία ἀκατανίκητη δύναμη, μ’ ἕνα λόγο, μὲ μία διαταγή. Μερικοὶ εἶπαν, «Ἀναστήθηκε ἀπ’ τοὺς νεκροὺς ὁ πρῶτος μας νομοθέτης, καὶ κάνει σημεῖα καὶ τέρατα». Ἄλλοι, ὅμως, σκέφθηκαν πὼς τὸν ἔστειλε ὁ Θεός. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις πάντως ἦρθε σ’ ἀντίθεση μὲ τὸ Νόμο καὶ δὲν ἀκολουθοῦσε τὰ σάββατα, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο τῶν προγόνων μας. Δὲν ἔπραξε ὅμως μὲ τὰ χέρια του τίποτα ποὺ νὰ ἦταν ντροπή, καὶ τὸ κάθε τί, τὸ προετοίμαζε μὲ τὰ λόγια του. Πολλοὶ ἀπ’ τὸν ὄχλο τὸν ἀκολουθοῦσαν κι ἄκουγαν μὲ προσοχὴ τὴ διδασκαλία του. Πολλὲς καρδιὲς τονώθηκαν, γιατί σκέφτηκαν πὼς οἱ Ἰουδαϊκὲς φυλὲς θὰ μποροῦσαν πλέον νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπ’ τὰ Ρωμαϊκὰ χέρια. Συνήθιζε ὅμως ν’ ἀπομακρύνεται ἀπ’ τὴν πόλη στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἐκεῖ ἐπίσης θεράπευε ἀνθρώπους. Συγκεντρώθηκαν γύρω του περὶ τοὺς ἑκατὸν πενήντα βοηθοί, ἀλλὰ καὶ πλῆθος λαοῦ. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὴ δύναμή του, ποὺ μ’ ἕνα λόγο ἔκανε ὅ,τι ἤθελε, κι ὅταν τοῦ γνωστοποίησαν τὴν ἐπιθυμία τους νὰ κατεβεῖ στὴν πόλη καὶ νὰ καταστρέψει τὰ Ρωμαϊκὰ στρατεύματα καὶ τὸν Πιλάτο καὶ νὰ τοὺς κυβερνήσει, δὲν ἔδωσε σ’ αὐτὸ προσοχή. Ὅταν, λοιπόν, τὰ νέα αὐτὰ ἔγιναν γνωστὰ στοὺς Ἰουδαίους ἄρχοντες, συγκεντρώθηκαν μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιερέα κι εἶπαν: «Δὲν ἔχουμε δύναμη ν’ ἀντισταθοῦμε στοὺς Ρωμαίους. Ἐφόσον, λοιπόν, τὸ τόξο λύγισε θὰ πᾶμε στὸν Πιλάτο καὶ θὰ τοῦ γνωστοποιήσουμε ὅ,τι ἀκούσαμε, γιὰ ν’ ἀπαλλαχτοῦμε ἀπ’ τὸ πρόβλημα, μὴ καὶ τ’ ἀκούσει ἀπὸ ἄλλους καὶ κλέψει τὰ ἀγαθά μας καὶ μᾶς σκοτώσει, καὶ διασκορπίσει τὰ παιδιά μας». Πῆγαν, λοιπόν, κι ἔκαναν ἀναφορὰ στὸν Πιλάτο. Κι ἐκεῖνος ἔστειλε κι ἔσφαξε πολλοὺς ἀπ’ τὸ πλῆθος. Καὶ συνέλαβε αὐτὸν τὸν θαυματοποιὸ κι ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε διακήρυξε τὴν ἄποψή του, «Κάνει καλὸ κι ὄχι κακό, δὲν εἶναι ἐπαναστάτης οὔτε σφετεριστὴς τοῦ θρόνου». Τὸν ἄφησε, λοιπόν, νὰ φύγει γιατί εἶχε θεραπεύσει τὴν ἑτοιμοθάνατη γυναίκα του. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸν τόπο του ἔκανε τὰ συνηθισμένα του θαύματα. Περισσότεροι καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω του δόξαζε τὸν ἑαυτό του μὲ μεγαλύτερη δραστηριότητα ἀπ’ ὅ,τι πρίν. Οἱ γραμματεῖς τὸν φθόνησαν κι ἔδωσαν στὸν Πιλάτο τριάντα ἀργύρια γιὰ νὰ τὸν σκοτώσει. Ἐκεῖνος τὰ πῆρε καὶ τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Τὸν πῆραν, λοιπόν, καὶ τὸν σταύρωσαν ἀντίθετα μὲ τὸ Νόμο τῶν πατέρων τους.»

Μόνο μ’ ἕνα ἀνήλεο κουτσούρεμα θὰ μποροῦσε ὁ Eisler νὰ μετατρέψει αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα σὲ μία σὰν κι αὐτὸ ποὺ θὰ ἔγραφε ἕνας Ἰουδαῖος συγγραφέας. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ παρεμβλήθηκε εἰσάγει ἀρκετὰ ἀπομνημονεύματα ἀπ’ τὸ Testimonium Flavianum σὲ καμιὰ ὅμως περίπτωση δὲν μειώνει τὴ λάμψη τοῦ Πιλάτου καὶ τῶν Ρωμαίων γιὰ νὰ τονίσει αὐτὴ τῶν Ἰουδαίων.

Ἄλλα ἀποσπάσματα Χριστιανικῆς φύσης στὴ Σλαβονικὴ μετάφραση τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πολέμου ἀναφέρονται στὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, τὸν Φίλιππο τὸν τετράρχη (συγκρ. Λκ 3/1), στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Παλαιστίνης τὴν ἐποχὴ τοῦ Κλαύδιου. Ἐπίσης, σὲ μία ἐπιγραφὴ στὸ Ναό, ὑποστηρίχθηκε ὅτι ὑπενθυμίζει τὴ σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, γιατί ὁ ἴδιος εἶχε προφητεύσει τὴν πτώση τῆς πόλης καὶ τοῦ Ναοῦ, τὸ σχισμένο καταπέτασμα καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ.

Τέλος, στὴν προφητεία ποὺ ἀναφέρεται στὴ συνήθη ἔκδοση (στὸ Ἱ/5,4), ὅτι ἀπ’ τὴν Παλαιστίνη θὰ ἔβγαινε παγκόσμιος κυβερνήτης. Μία λεπτομερὴς ἐξέταση ὅλων αὐτῶν τῶν Σλαβονικῶν προσθηκῶν, καθὼς καὶ μία κριτικὴ τῆς θεωρίας τοῦ Eisler δίνει ὁ J.W. Jack, στὸ ἔργο του, Historic Christ (1933).

Bruce F. F. (Καθηγητὴς Πανεπιστημίου)


via

Pages