Για την αναζήτηση της σαρκικής ηδονής έχουν γραφτεί κατά το παρελθόν, και ασφαλώς θα συνεχίσουν να γράφονται και στο μέλλον, πλήθος επιστημονικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών μελετών, ενώ και οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες επιχείρησαν, μέσα από τα έργα τους, να εκφράσουν τα σεξουαλικά μας πάθη και παθήματα.
Σήμερα όμως, χάρη στις πρόσφατες νευροεπιστημονικές έρευνες, κατανοούμε καλύτερα τις ανατομικές και φυσιολογικές προϋποθέσεις της λαγνείας: από ποιες εγκεφαλικές δομές εξαρτάται και ενδεχομένως πυροδοτείται αυτή η ακατάσχετη και ενίοτε μανιώδης επιθυμία μας για σεξ.
Ακόμη κι όταν δεν το συνειδητοποιούμε -ή μάλλον εξαιτίας αυτής ακριβώς της ελλιπούς συνείδησης- οι αρχέγονες ερωτικές μας διαθέσεις επηρεάζουν βαθύτατα τις πιο προσωπικές «επιλογές» της ζωής μας, καθορίζοντας υποχθόνια τις υποτίθεται συνειδητές αποφάσεις μας αλλά και τη συμπεριφορά μας συνολικά. Εχει επομένως κάποιο ενδιαφέρον να εξετάσουμε, πολύ συνοπτικά, μερικές από τις τελευταίες κατακτήσεις των επιστημών του εγκεφάλου που μας αποκαλύπτουν τους αδιαφανείς μηχανισμούς του λάγνου εγκεφάλου.
Οφείλουμε, ωστόσο, εξαρχής να διευκρινίσουμε πως ακόμη και η πληρέστερη νευροβιολογική ή εξελικτική εξήγηση των μηχανισμών παραγωγής της ανθρώπινης λαγνείας δεν θα καταφέρει ποτέ, από μόνη της, να εξαντλήσει το όλο ζήτημα. Και αυτό γιατί ο ανθρώπινος νους τείνει, από τη φύση του, να «μετουσιώνει» κάθε βασική βιολογική λειτουργία του οργανισμού μας σε περίπλοκα κοινωνικά και ψυχολογικά φαινόμενα.
Πάντως, είναι πλέον ολοφάνερο ότι καμία ουσιαστική πρόοδος στην κατανόηση της ερωτικής μας συμπεριφοράς δεν μπορεί να επιτευχθεί εφόσον αγνοούμε (ή σκοπίμως παραβλέπουμε) τις βιολογικές-εγκεφαλικές παραμέτρους που, μαζί με το κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον, συγκαθορίζουν τις ποικίλες εκδηλώσεις της.
Ο αόρατος σκηνοθέτης
Ο απλούστερος ίσως τρόπος για να κατανοήσουμε το πώς περιγράφουν οι σύγχρονες νευροεπιστήμες τις εκδηλώσεις της ερωτικής λαγνείας είναι να συνοψίσουμε, εν είδει θεατρικού δράματος, όσα έχουν πρόσφατα ανακαλύψει. Ιδού λοιπόν οι τέσσερις βασικές πράξεις του πανάρχαιου, αλλά κάθε άλλο παρά πασίγνωστου, ανθρώπινου ερωτικού δράματος (ή μήπως πρόκειται για κωμωδία;).
***Πρώτη πράξη: η ακαταμάχητη έλξη.
Από την πρώτη στιγμή που την ή τον βλέπουμε, ενεργοποιείται ο μέσος εγκέφαλός μας. Αυτό το τμήμα του εγκεφάλου μας που, μεταξύ άλλων, συντονίζει και ελέγχει τα οπτικά και ακουστικά μας αντανακλαστικά, αρχίζει να εκκρίνει ντοπαμίνη, έναν νευροδιαβιβαστή που σχετίζεται άμεσα με τα αισθήματα ηδονής και ευφορίας που μας προκάλεσε η παρουσία της/του. Ερεθισμένος από την ντοπαμίνη, ο υποθάλαμος στέλνει εντολή στο σώμα να επιδείξει τις κατάλληλες σωματικές αντιδράσεις: οι κόρες των ματιών διαστέλλονται, η καρδιά χτυπά σαν τρελή στέλνοντας περισσότερο αίμα στο πρόσωπο που κοκκινίζει, ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα καλύπτει το δέρμα μας καθιστώντας το πιο φωτεινό. Αν το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας μας αντιδράσει θετικά σε αυτά τα ερωτικά σήματα που του στέλνουμε, τότε ενισχύονται τα νευρωνικά κυκλώματα που συνδέουν την παρουσία του/της με συναισθήματα ευχαρίστησης και ευφορίας.
***Δεύτερη πράξη: η έκρηξη του πάθους.
Κάθε νέα συνάντηση μαζί του/της ανεβάζει τα επίπεδα έκκρισης της ντοπαμίνης, ενισχύοντας περαιτέρω την επιθυμία μας για το πρόσωπό του/της, ενώ παράλληλα η ανάμνηση της ευχαρίστησης που μας γεννά η παρουσία της/του μεγαλώνει την επιθυμία μας να βρισκόμαστε μαζί της/του. Γεγονός που με τη σειρά του προκαλεί στον εγκέφαλό μας την έκκριση δύο νέων νευροδιαβιβαστών, της νοραδρεναλίνης και της φαινυλεθυλαμίνης. Αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ προκαλεί στον εγκέφαλό μας μια κατάσταση έντονης διέγερσης και ελαφρού ιλίγγου παρόμοιου με αυτόν που θα μας προκαλούσε η κατάποση μιας μικρής ποσότητας αμφεταμίνης. Ταυτόχρονα μειώνεται η παραγωγή ενός άλλου σημαντικού νευροδιαβιβαστή, της σεροτονίνης, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ένα συναίσθημα εμμονής.
***Τρίτη πράξη: επιτέλους η συνουσία!
Οσο μεγαλώνει η οικειότητα τόσο περισσότερο ο υποθάλαμος διεγείρει την παραγωγή ενός άλλου σημαντικού νευροδιαβιβαστή, της ωκυτοκίνης, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στη γέννηση αισθημάτων έντονης τρυφερότητας και ενισχύει τους υποδοχείς των νευρωνικών κυκλωμάτων που εμπλέκονται στην ανάδυση άλλων συναφών ερωτικών συναισθημάτων. Φιλιά, χάδια και άλλες ερωτικές ενέργειες αυξάνουν περαιτέρω τα επίπεδα ωκυτοκίνης και βασοπρεσίνης, δημιουργώντας μια ακατάσχετη ανάγκη για ερωτική ολοκλήρωση.
***Τέταρτη πράξη: μαζί για πάντα;
Υστερα από 18 ή 30 μήνες από τη δημιουργία της σχέσης, ο εγκέφαλός μας έχει πια «μπουχτίσει» από το κοκτέιλ ορμονών και δεν αντιδρά πια όπως πριν. Σε αυτή την αποφασιστική φάση κάθε ερωτικής σχέσης τα περισσότερα ζευγάρια χωρίζουν. Και τότε ο καθένας από το πρώην ζευγάρι αρχίζει να αναζητεί νέο ερωτικό σύντροφο για να βιώσει εκ νέου τις τρεις πρώτες και τόσο ερεθιστικές φάσεις στη δημιουργία μιας σχέσης. Ευτυχώς όμως αυτό δεν είναι ο κανόνας, αρκετά ζευγάρια καταφέρνουν να ξεπεράσουν αυτή τη δύσκολη φάση και να μείνουν μαζί για... πάντα.
Επομένως, από τις μέχρι σήμερα νευροβιολογικές έρευνες προκύπτει ότι, κατά τη μακρά εξελικτική ιστορία του είδους μας, ο εγκέφαλός μας ανέπτυξε τρία διαφορετικά -τόσο από λειτουργική όσο και από ανατομική άποψη- ερωτικά συστήματα που διασφαλίζουν την ηδονή της σεξουαλικής πράξης και, μέσω αυτής, την επιτυχή αναπαραγωγή μας. Το πρώτο εγκεφαλικό σύστημα σχετίζεται με τη σεξουαλική έλξη που μας ωθεί στο να ζευγαρώνουμε. Το δεύτερο ενισχύει την ανάδυση του «ρομαντικού έρωτα» και μας παρέχει βιοχημικά κίνητρα για να αφιερώνουμε πολύ χρόνο και ενέργεια στον ερωτικό μας σύντροφο. Το τρίτο εγκεφαλικό σύστημα, όταν ενεργοποιείται, ενισχύει και διασφαλίζει τη μακροβιότητα της σχέσης με τον ή τη σύντροφό μας.
Υπάρχει χημεία ανάμεσά μας;
Απ' ό,τι φαίνεται λοιπόν, η σύγχρονη αντίληψη για την ανθρώπινη ερωτική συμπεριφορά παραπαίει και ισορροπεί επικίνδυνα μεταξύ δύο ασύμβατων άκρων: αφενός των υλικότατων βιολογικών ή εγκεφαλικών μας αναγκών και αφετέρου των ρομαντικών μας ψευδαισθήσεων περί αιθέριων ερωτικών παθών. Αν αυτό ισχύει, τότε από τι καθορίζεται η επιλογή της ή του ερωτικού μας συντρόφου και πόσο συνειδητή ή ελεύθερη πρέπει να θεωρείται αυτή η «επιλογή» μας;
Κάποιες απαντήσεις σε αυτά τα ενοχλητικά ερωτήματα θα μπορούσε ίσως να μας προσφέρει ένας σχετικά νέος, αλλά ήδη αρκετά ανεπτυγμένος, τομέας έρευνας που εστιάζει στη βιοχημεία του εγκεφάλου: επιχειρεί να απομονώσει και να καθορίσει ποσοτικά και λειτουργικά το ρόλο που παίζουν κάποια μόρια (κυρίως ορμόνες, νευροδιαβιβαστές) στη φυσιολογική λειτουργία ή δυσλειτουργία του ερωτικού εγκεφάλου.
Ετσι, για παράδειγμα, διαπίστωσαν ότι η ορμόνη «προλακτίνη», που εκκρίνεται από την υπόφυση, παίζει αποφασιστικό ρόλο, όχι μόνο στην παραγωγή του γάλακτος από τους μαστούς, αλλά και στη ρύθμιση της θηλυκής σεξουαλικής μας συμπεριφοράς. Επειδή η συγκέντρωση της προλακτίνης αυξάνει σημαντικά έπειτα από κάθε οργασμό κατά την ερωτική πράξη, η συγκέντρωση αυτής της ορμόνης μειώνει την όρεξη της γυναίκας για σεξ. Αντιστρόφως, αν για κάποια παθολογικά αίτια υπάρχει ανεπαρκής παραγωγή προλακτίνης, τότε τα άτομα τείνουν να επιδίδονται σε μια διαρκή και και ανικανοποίητη αναζήτηση της ηδονής.
Συνήθως οι ειδικοί περιγράφουν αυτή την ψυχαναγκαστική σεξουαλική παρόρμηση ως ερωτομανία, υπερσεξουαλικότητα, δονζουανισμό, νυμφομανία, ενώ εξίσου απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς επιφυλάσσουν για τα θύματα αυτής της ερωτικής διαταραχής: σεξομανείς, εξαρτημένοι από το σεξ, ακόμη και ναρκομανείς του έρωτα. Οπως συμβαίνει με κάθε τοξικομανή, ο/η ερωτομανής εμφανίζει όλα τα τυπικά συμπτώματα της ψυχοσωματικής εξάρτησης από το... σεξ.
Τέτοιες σεξουαλικές διαταραχές περιγράφονται και «εξηγούνται» ως απορρύθμιση της σεξουαλικής επιθυμίας. Και για την απορρύθμιση αυτή υπαίτιοι θεωρούνται ορισμένοι βασικοί νευροδιαβιβαστές (η ντοπαμίνη, η αδρεναλίνη και η σεροτονίνη), μόρια που, όπως είδαμε, εμπλέκονται άμεσα στη ρύθμιση των αισθημάτων ηδονής από τα εγκεφαλικά κέντρα του μεταιχμιακού συστήματος.
Αλλη μία σημαντική ανακάλυψη είναι ότι τόσο στην εξάρτηση από το σεξ όσο και στην εξάρτηση από ορισμένα σκληρά ναρκωτικά εμπλέκονται οι ίδιες ακριβώς εγκεφαλικές δομές. Γεγονός που ενισχύει την υποψία ότι ορισμένες διαταραχές της ερωτικής μας συμπεριφοράς έχουν μια σαφή νευροβιολογική βάση και συνεπώς δεν θα έπρεπε να θεωρούνται ή να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά ως προβλήματα ψυχολογικής ή κοινωνικής φύσης.
Στην πραγματικότητα όμως υπάρχουν και πολλές διαφορές ανάμεσα στην ψυχοσωματική εξάρτηση από το σεξ και στην εξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι για τον εθισμό και την εξάρτηση από την ηρωίνη ή την κοκαΐνη απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα συστηματικής λήψης αυτών των ουσιών από το χρήστη. Προφανώς αν ίσχυε το ίδιο για το σεξ, τότε θα έπρεπε όλοι ανεξαιρέτως να είμαστε «σεξουαλικά εξαρτημένοι» και ύστερα από αρκετές συνουσιακές εμπειρίες να επιδεικνύουμε «ανώμαλη» ερωτική συμπεριφορά!
Στο τέλος του προηγούμενου άρθρου μας (βλ. «Ε», 23-07-11) διατυπώσαμε τη βασανιστική υποψία: μήπως εν τέλει, παρά τις ρομαντικές και ιδεοληπτικές αυταπάτες μας σε ό,τι αφορά την ερωτική μας συμπεριφορά, δεν είμαστε τίποτε περισσότερο από άβουλες «βιοχημικές μαριονέτες»; Από όσα είπαμε, ελπίζουμε να έγινε φανερό ότι οι βιοχημικές εξηγήσεις, μολονότι αναγκαίες και χρήσιμες, δεν επαρκούν από μόνες τους για την κατανόηση της πολύπλοκης και πολύμορφης ερωτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Αναμφίβολα, ο εγκέφαλός μας λειτουργεί ως ερωτική μηχανή, η λειτουργία της οποίας εξαρτάται και από τη χημεία του· ωστόσο, ούτε εξαντλείται ούτε προκαθορίζεται απόλυτα από αυτήν.
Σπύρος Μανουσέλης
Σπύρος Μανουσέλης