Στις καλές εποχές, τότε που το δανεικό χρήμα είχε πλάσει έναν φανταστικό κόσμο, που τον πήραμε για δικό μας δημιούργημα, οι λέξεις "πατρίδα", "έθνος", "ελληνικότητα", είχαν εξαφανιστεί στη διαδρομή Αράχωβα - Μύκονος. Τώρα, που η ονειροφαντασία μας χάθηκε και πάει, ψάχνουμε απεγνωσμένα να εντοπίσουμε τα χνάρια της πραγματικότητας. Στα τυφλά ψάχνουμε και, όταν δεν βρίσκουμε σημείο σταθερό να γαντζωθούμε, καταφεύγουμε στο «ελληνόμετρο».
Και για να παρηγορηθούμε, επικαλούμαστε ένδοξους προγόνους και επινοούμε «ανθέλληνες» εχθρούς που μας κατατρέχουν και προσπαθούν να μας αλλοτριώσουν. Που αν τους εξοντώσουμε, θα λάμψει πάλι η αδαμάντινη ελληνική ψυχή, την οποία "προσπαθούν να απογυμνώσουν, για να μας υποτάξουν". Τι είναι, όμως, αυτό που φοβόμαστε πως θα μας αφαιρέσουν; Ποιες αρετές των λαμπρών προγόνων μας είχαμε τάχα, που τώρα προσπαθούμε να διαφυλάξουμε; Πόσο μοιάζει το δικό μας σύστημα αξιών με το δικό τους;
Και για να παρηγορηθούμε, επικαλούμαστε ένδοξους προγόνους και επινοούμε «ανθέλληνες» εχθρούς που μας κατατρέχουν και προσπαθούν να μας αλλοτριώσουν. Που αν τους εξοντώσουμε, θα λάμψει πάλι η αδαμάντινη ελληνική ψυχή, την οποία "προσπαθούν να απογυμνώσουν, για να μας υποτάξουν". Τι είναι, όμως, αυτό που φοβόμαστε πως θα μας αφαιρέσουν; Ποιες αρετές των λαμπρών προγόνων μας είχαμε τάχα, που τώρα προσπαθούμε να διαφυλάξουμε; Πόσο μοιάζει το δικό μας σύστημα αξιών με το δικό τους;
Η καρδιά του αρχαίου ελληνικού κόσμου είναι η Αρετή.
Η επιδίωξή της ήταν που γέννησε όλα όσα σήμερα θαυμάζουμε: το ελεύθερο πνεύμα, την γενναιότητα στον πόλεμο, την υπεροχή στις τέχνες και στα γράμματα σε καιρό ειρήνης, την οικονομική ανάπτυξη, τη δημοκρατία, τις επιστήμες. Θα ήταν ανοησία να ισχυριστεί κανείς πως όλοι οι αρχαίοι ήταν ενάρετοι. Δεν ήταν, αλλά θαύμαζαν εκείνους που ήταν, γνώριζαν καλά την αξία τους και απέβλεπαν σε αυτούς με δέος!
Η επιδίωξή της ήταν που γέννησε όλα όσα σήμερα θαυμάζουμε: το ελεύθερο πνεύμα, την γενναιότητα στον πόλεμο, την υπεροχή στις τέχνες και στα γράμματα σε καιρό ειρήνης, την οικονομική ανάπτυξη, τη δημοκρατία, τις επιστήμες. Θα ήταν ανοησία να ισχυριστεί κανείς πως όλοι οι αρχαίοι ήταν ενάρετοι. Δεν ήταν, αλλά θαύμαζαν εκείνους που ήταν, γνώριζαν καλά την αξία τους και απέβλεπαν σε αυτούς με δέος!
Η λέξη «αρετή» έχει τις ρίζες της στο θέμα του ρήματος αραρίσκω, που σημαίνει ενώνω, συνάπτω, τακτοποιώ. Στα ομηρικά χρόνια ήταν συνώνυμη με την ανδρεία και την υπεροχή. Απλά πράγματα! Όταν όμως η εποχή των βασιλιάδων πέρασε και οι μικροκτηματίες έγιναν ταυτόχρονα εύποροι νοικοκυραίοι και επιχειρηματίες, και στη συνέχεια πολεμιστές που προστάτευαν τον τόπο τους και ενεργοί πολίτες, η αρετή απέκτησε νέο νόημα. Έγινε σύνθετη, όπως και η και η ζωή αυτών των ανθρώπων.
Ποιες ήταν λοιπόν οι αρετές που χαρακτήριζαν τον αξιοθαύμαστο Έλληνα της κλασικής εποχής; Ρώτησα τον Αριστοτέλη και μου είπε!
Ο Αριστοτέλης ορίζει την Αρετή, ως την παγιωμένη εκείνη ψυχική διάθεση του ανθρώπου που τον ωθεί στην αναζήτηση κι επιλογή της μέσης οδού σε κάθε ζήτημα, και τον κρατά σε σταθερή πορεία μέσα σε αυτήν, χωρίς παρεκκλίσεις. Οι λειτουργίες της ψυχής εναρμονίζονται μεταξύ τους και καθιστούν τον άνθρωπο ευτυχή, στον βαθμό που έχει κατακτήσει τις αρετές που αντιστοιχούν σε κάθε μία από αυτές τις λειτουργίες. Για τον λόγο αυτό, χρειάζονται όλες.
Ακολουθώντας την τριμερή διάκριση της ψυχής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης αναλύει κάθε μία αρετή μαζί με το αντίθετό της, που ονομάζει κακία.
Λογιστικό μέρος (νόηση)
Αρετή της νόησης είναι η φρόνηση. Ο ενάρετος άνθρωπος φρονεί (δηλ. συλλογίζεται) με σύνεση, εξετάζει με ψυχραιμία όλα τα δεδομένα και καταλήγει σε ορθές αποφάσεις. Αναγνωρίζει τις δυνατότητες και τις αξιοποιεί, ενώ χρησιμοποιεί με σύνεση τα αγαθά του. Στον αντίποδα, ο άφρων είναι αμαθής, άπειρος, ασυγκράτητος και αδέξιος.
Θυμοειδές μέρος (συναίσθημα)
Αρετή του συναισθηματικού μέρους της ψυχής είναι η πραότης, που επιτρέπει στον άνθρωπο να υποφέρει ψύχραιμα τις αστοχίες και τις παραλείψεις και να μην στρέφεται εύκολα προς την τιμωρία. Ο πράος δεν αφήνεται στις παρορμήσεις της οργής, ελέγχει την έμφυτη τάση προς τη φιλονικία και εκφράζεται με ήπιο τρόπο. Όποιος δεν διαθέτει αυτή την αρετή, αποκαλείται οργίλος, με κύριο γνώρισμα τα ξεσπάσματα οργής με την παραμικρή αφορμή και την τάση για εκδίκηση. Ο οργίλος είναι ευμετάβλητος, πικρόχολος και παρασύρεται από την οργή του και σε σπουδαία και σε ασήμαντα ζητήματα.
Αρετή του θυμοειδούς είναι και η ανδρεία. Ο ανδρείος δεν καταβάλλεται από τους φόβους, κυρίως εκείνους που αφορούν τον θάνατο. Είναι γενναίος όταν τον βρίσκουν συμφορές και τολμά σε καταστάσεις κινδύνου. Πάνω απ’ όλα, προτιμά έναν έντιμο θάνατο από μία ζωή ατιμωτική, δεν αποφεύγει τους κόπους και επιδιώκει τη νίκη. Το αντίθετο είναι ο δειλός, ο άνανδρος, ο μαλθακός, που υποτάσσεται σε κάθε είδους εξευτελισμό, όταν κινδυνεύει το «τομάρι»του.
Επιθυμητικό μέρος (επιθυμίες, ορέξεις του σώματος)
Αρετή του κατώτερου μέρους της ψυχής, είναι η σωφροσύνη. Σώφρων (σῶς +φρήν «με σώας τας φρένας»), είναι ο ισορροπημένος, ο κόσμιος, ο ευπρεπής. Αυτός που έχει κατακτήσει αυτή την αρετή δεν θαυμάζει τις σωματικές εκείνες ηδονές που είναι φαύλες, δηλαδή ασήμαντες, ανωφελείς και χυδαίες. Επιπλέον απεχθάνεται την ατιμία και στέκεται με την ίδια αξιοπρέπεια μπροστά στα μικρά και στα μεγάλα της ζωής. Αντίθετο της σωφροσύνης είναι η ακολασία. Ο ακόλαστος επιλέγει να σύρει τον εαυτό του σε κάθε βλαβερή ηδονή και σπαταλά τη ζωή του σε επιπολαιότητες και ασήμαντες ασχολίες. Καταντά δε αναιδής, άτακτος, αγενής και ασυνεπής.
Η δεύτερη αρετή που αφορά το επιθυμητικό είναι η εγκράτεια, με την οποία ο ενάρετος άνθρωπος υποτάσσει στη λογική σκέψη κάθε επιθυμία που τον ωθεί σε φαύλες απολαύσεις. Ο εγκρατής είναι καρτερικός και υπομένει την φυσική ένδεια και την θλίψη. Η έλλειψη εγκράτειας είναι η «ακρασία». Ο ακρατής, ενώ μπορεί να είναι σώφρων σε κάποιο βαθμό και να μην προτιμά (όπως ο ακόλαστος παραπάνω) τις ταπεινές ηδονές, ωστόσο δεν έχει τη δύναμη να αντισταθεί, όταν αυτές παρουσιάζονται. Έτσι, εκτός από τα χαρακτηριστικά του ακόλαστου είναι επίσης νωθρός και ανόητος και υποφέρει κάθε φορά που μεταμελείται.
Πίσω και πάνω απ'όλα αυτά
Τον κατάλογο ολοκληρώνουν τρεις αρετές που αποτελούν τη βάση όλων των άλλων και αφορούν και τα τρία μέρη της ψυχής.
Μία είναι η δικαιοσύνη, που απαιτεί την απονομή στον καθένα «κατ’αξίαν», ό, τι ακριβώς αξίζει. Ούτε παραπάνω ούτε λιγότερο. Ο δίκαιος άνθρωπος είναι ευσεβής, σέβεται τους γραπτούς και άγραφους νόμους τηρεί τις συμφωνίες, σέβεται τους νεκρούς. Τη δικαιοσύνη ακολουθούν η οσιότητα, η αλήθεια, η πίστη και η μισοπονηρία (μίσος για την πονηρία). Ο άδικος άνθρωπος, είναι ασεβής ως προς τα θεία, πλεονέκτης ως προς τον εαυτό του και υβριστής ως προς τους άλλους, καθώς δεν διστάζει να παρασύρει και τους συντρόφους του σε ενέργειες που επιφέρουν ντροπή. Είναι ακόμα αλαζόνας, ψεύτης, επίορκος, μισάνθρωπος, υποκριτής και κακοήθης.
Αρετή της ψυχής συνολικά, είναι και η ελευθεριότητα.
Ο ελευθέριος άνθρωπος είναι αυτός που ενεργεί και μιλά όπως ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο. Είναι γενναιόδωρος και ξοδεύει με ευχαρίστηση τα χρήματά του σε έργα αξιέπαινα. Προσφέρει εκεί που πρέπει και δεν παίρνει από εκεί που δεν πρέπει. Έχει περιποιημένη εμφάνιση, τακτοποιημένο και καθαρό σπιτικό, φέρεται με ευγένεια και αγαπά το ωραίο. Αντίθετα, τον ανελεύθερο άνθρωπο χαρακτηρίζει η αισχροκέρδεια και η τσιγκουνιά. Από τη μία καμαρώνει για τα άδικα κέρδη του και από την άλλη δεν ξοδεύει ούτε για όσα είναι απαραίτητα ή ξοδεύει ελάχιστα και με κακό τρόπο. Είναι, λοιπόν, φιλάργυρος, δούλος του χρήματος, γεμάτος άγχος, αναξιοπρεπής και χωρίς μέτρο στη ζωή του.
Ο ελευθέριος άνθρωπος είναι αυτός που ενεργεί και μιλά όπως ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο. Είναι γενναιόδωρος και ξοδεύει με ευχαρίστηση τα χρήματά του σε έργα αξιέπαινα. Προσφέρει εκεί που πρέπει και δεν παίρνει από εκεί που δεν πρέπει. Έχει περιποιημένη εμφάνιση, τακτοποιημένο και καθαρό σπιτικό, φέρεται με ευγένεια και αγαπά το ωραίο. Αντίθετα, τον ανελεύθερο άνθρωπο χαρακτηρίζει η αισχροκέρδεια και η τσιγκουνιά. Από τη μία καμαρώνει για τα άδικα κέρδη του και από την άλλη δεν ξοδεύει ούτε για όσα είναι απαραίτητα ή ξοδεύει ελάχιστα και με κακό τρόπο. Είναι, λοιπόν, φιλάργυρος, δούλος του χρήματος, γεμάτος άγχος, αναξιοπρεπής και χωρίς μέτρο στη ζωή του.
Η τρίτη αρετή όλων των μερών της ψυχής είναι η μεγαλοψυχία. Ο μεγαλόψυχος αντιμετωπίζει αξιοπρεπώς και με γενναιότητα και τη δυστυχία, αλλά και την ευτυχία. Δεν θεωρεί πως η ζωή καθαυτήν είναι υπέρτατη αξία. Είναι απλός στους τρόπους, γενναίος, φιλαλήθης και καθόλου εκδικητικός. Ο μικρόψυχος, από τη άλλη, αποβλακώνεται όταν είναι ευτυχής και απολαμβάνει δόξα και τιμές, ενώ με την ελάχιστη δυστυχία οδύρεται σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου. Ερμηνεύει κάθε μικρή παράλειψη ως εσκεμμένη πράξη εναντίον του, εκδηλώνει ταπεινή συμπεριφορά και γίνεται γκρινιάρης, μίζερος και απαισιόδοξος.
Τι είχαμε, τι χάσαμε;
Οι ελληνικές αρετές, που φοβόμαστε πως θα μας στερήσουν, δεν είναι πια κοντά μας. Κάποιες μεταβλήθηκαν φυσιολογικά, και προσαρμόστηκαν στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Κάποιες τις εγκαταλείψαμε γιατί μας κούραζαν ή δεν μας βόλευαν. Κάποιες δεν γνωρίζαμε καν ότι υπάρχουν.
Το μόνο βέβαιο, πάντως, είναι πως αν ο Αριστοτέλης αντίκριζε το κομμάτι εκείνο της δικής μας εν Ελλάδι κοινωνίας, που κυριεύεται από τον φόβο και διψά για βία και εκδίκηση, που καρπώνεται χωρίς αιδώ τους κόπους των άλλων, που απαιτεί εκείνα που δεν αξίζει, που αποφασίζει για την τύχη του απερίσκεπτα για να μετανιώσει λίγα λεπτά αργότερα, που είναι ανοιχτοχέρης με τους ανάξιους και βάζει τρικλοποδιά στους άξιους, που δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του, αλλά κλαίει τη μοίρα του νυχθημερόν, φοβάμαι πως με τίποτα δεν θα πίστευε πως αντικρίζει Έλληνες!