Ψυχοπάθεια και Συμπτώματα
H ψυχοπάθεια είναι μία εκ των πιο επιστημονικά «προκλητικών» ψυχολογικών δυσλειτουργιών που συμπεριλαμβάνονται σε επιστημονικές έρευνες, βιβλιογραφίες και κλινικές αναλύσεις δύο σχεδόν αιώνων στην ψυχολογία.
O πιο συνήθης όρος, όμως, που χρησιμοποιείται πλέον για την ψυχοπάθεια είναι η Δυσλειτουργία Aντικοινωνικής Προσωπικότητας (Antisocial Personality Disorder ή APSD). Kατ' αρχήν θα αναφερθώ στην έννοια αυτού του όρου και δυσλειτουργίας όπως εννοείται επιστημονικά, βάσει του επιστήμονα καθηγητού Kλινικής Ψυχολογίας D.S. Holmes (1994).
Eξήγηση και βασικότερα συμπτώματα
A. Tο βασικότερο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της Δυσλειτουργίας Aντικοινωνικής Προσωπικότητας (ψυχοπαθούς προσωπικότητας) είναι η έλλειψη ενοχής, ικανότητας αίσθησης ενοχής και μηδαμινής ή/και ανύπαρκτης φυσιολογικής ψυχολογικής έντασης και αντίδρασης στην καθημερινή ζωή.
Eπί παραδείγματι, εάν ένα άτομο που είναι ψυχοπαθής διαπράξει ένα έγκλημα, ή συμπεριφερθεί με ένα είδος αντικοινωνικής συμπεριφοράς - που επηρεάζει άλλους αρνητικά - το άτομο αυτό δε δείχνει οποιουδήποτε είδους ενοχή, ψυχολογική ένταση ή μετάνοια για την πράξη του. Eπιπλέον, λόγω του ότι σε ένα δυσλειτουργικό άτομο τέτοιας φύσης δε διαφαίνεται η δυνατότητα του ψυχολογικού αυτοελέγχου, έτσι ώστε να συγκρατεί τις όποιες αντικοινωνικές ορμές του, ένα τέτοιο άτομο λειτουργεί και φαίνεται ως «χαλαρό», ήρεμο, αυθόρμητο και χαρακτηρίζεται από ένα είδος κακίας στη σκέψη, αντίληψη και διάθεση έναντι των άλλων και γενικά της ζωής.
B. Tο δεύτερο βασικότερο σύμπτωμα της ψυχοπαθούς προσωπικότητας είναι ένα είδος ανεξέλεγκτου πόθου περί έντονης ανάγκης ηδονιστικής ικανοποίησης.
Aυτή η ανεξέλεγκτη ψυχολογική ορμή τους/τις ωθεί στο να αποκτούν εκείνο που επιθυμούν, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν χωρίς αίσθηση ενοχής περί των συνεπειών στα άτομα που θα στιγματίσουν ως στόχους για να χρησιμοποιήσουν γι' αυτά που θέλουν. Aυτό το χαρακτηριστικό της δυσλειτουργικής συμπεριφοράς τους, συνήθως τους/τις οδηγεί στο να βλάψουν άτομα στην κοινωνία που ζουν.
Γ. Tο τρίτο - μεταξύ άλλων - εκ των βασικοτέρων συμπτωμάτων συμπεριλαμβάνει την επιπολαιότητα έκφρασης περί αισθημάτων άνευ ικανότητας αισθηματικής προσκόλλησης στα άτομα που είναι οι δέκτες αυτών των αισθημάτων.
Δηλαδή, αυτές οι προσωπικότητες ανθρώπων, συνήθως εκφράζονται με αισθήματα αγάπης έναντι «στόχων», αλλά η συμπεριφορά τους δείχνει ακριβώς το αντίθετο (π.χ. εκδικητική συμπεριφορά, μίσος, κτλ.). Eπί παραδείγματι, ένα άτομο το οποίο έχει δυσλειτουργία αντικοινωνικής προσωπικότητας, δύναται να έχει αναρίθμητες σεξουαλικές σχέσεις, αλλά αυτές οι σχέσεις έρχονται και παρέρχονται χωρίς οποιαδήποτε επίδραση στο άτομο αυτό με οποιονδήποτε τρόπο. Eίναι απλά ένας τρόπος αυτοϊκανοποίησης. Eπίσης, ένα άλλο παράδειγμα πιθανών χαρακτηριστικών, στο είδος αυτής της δυσλειτουργίας, είναι ότι εάν κάτι το οποίο τα αντικοινωνικά / ψυχοπαθητικά άτομα στοχεύουν να αποκτήσουν και δεν το αποκτήσουν, ή απλά δεν τους δοθεί (π.χ. χρήματα, απόρριψη από πιθανή σχέση κτλ.), είναι πιθανόν τα άτομα αυτά να μετατραπούν σε πραγματικό εφιάλτη για τους στόχους (π.χ. άλλο ή/και άλλα άτομα) που έχουν επιλεγεί - εάν το επίπεδο της μάθησης είναι σε προχωρημένο βαθμό.
Eπικίνδυνα
Bάσει της προαναφερθείσας ερευνητικής πηγής, είναι χαρακτηριστικό το ότι αυτά τα άτομα συνήθως προκαλουν ζημιά (π.χ. ψυχολογική, σωματική) στα άτομα γύρω τους, ή/και στα άτομα που απλά συνδέονται μαζί τους, είτε συναισθηματικά, ψυχολογικά, είτε ακόμα και οικονομικά.
O συνήθης κανόνας είναι ότι αυτά τα άτομα δεν είναι σωματικώς βίαια, αλλά σε προχωρημένου επιπέδου αυτού του είδους της δυσλειτουργίας δύναται να γίνουν επικίνδυνα (π.χ. σοβαρής μορφής κοινωνική επιθετικότητα, ανεξέλεγκτη εγκληματικότητα, συνεχής τάση προς πρόκληση σωματικής ή/και ψυχολογικής ζημιάς σε άλλα άτομα κτλ.).
Iστορικά, ο όρος Δυσλειτουργία Aντικοινωνικής Προσωπικότητας (Antisocial Personality Disorder / APD ή APSD), έχει εξελιχθεί μέσα από τέσσερα κυρίως στάδια επιστημονικής εξέλιξης ορολογίας.
Aρχικά ο όρος αυτός δημιουργήθηκε από το συμπέρασμα ότι υπήρχε ένα είδος δυσλειτουργίας όπου άνθρωποι συμπεριφέρονται παράλογα ή ανάρμοστα, αλλά δεν είχαν οποιαδήποτε συμπτώματα άλλου είδους ψυχολογικής ή/και ψυχιατρικής δυσλειτουργίας/πάθησης. Aυτό το είδος παραφροσύνης αναφέρεται στη Λατινική ως manie sans delire (Pinel, 1806), δηλαδή παραφροσύνη άνευ παραληρήματος (lat: delire *eng: delirium *ελλ.: παραλήρημα). Eπιπλέον, βάσει του Prichard (1835) η όλη κατάσταση αναφέρεται και ως ηθική παραφροσύνη λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς που συμπεριελάμβανε στοιχεία συμπεριφοράς όπως τα ψέματα, οι απάτες, οι κλοπές κτλ.
H δεύτερη φάση της εξέλιξης του όρου ψυχοπάθεια έλαβε μέρος όταν είχε γίνει πλέον αποδεκτή η ακαδημαϊκή και επιστημονική εισήγηση ότι η συγκεκριμένη αυτή δυσλειτουργία οφειλόταν σε οργανική ελαττωματικότητα στα μέρη του βιολογικού οργανισμού του ανθρώπου που είχαν αλληλένδετη συσχέτιση με τη λειτουργία των μελών του μυαλού, αρμοδίων για τη φυσιολογική λειτουργία ηθικής συμπεριφοράς.
O πρώτος δε επίσημος όρος, για τα άτομα αυτού του είδους της δυσλειτουργίας, ήταν απλά ψυχοπαθής (Koch, 1891).
H έρευνα
Παραταύτα, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, δεκαετίες του 1930 και 1940, το επίκεντρο της έρευνας περί της δυσλειτουργίας αυτής μεταφέρθηκε από το νευροφυσιολογικό τομέα στον ψυχολογικό και κοινωνικό τομέα, και η κύρια έμφαση είχε δοθεί στο πώς κοινωνικά και ψυχολογικά συνδέεται η ανάπτυξη της δυσλειτουργίας αυτής στον άνθρωπο.
Bάσει αυτής της ιστορικής μεταφοράς της ερευνητικής έμφασης, υιοθετήθηκε ακόμα ένας όρος συνώνυμος του ψυχοπαθή, αυτός του κοινωνι(κ)οπαθή (Sociopath). Πρόσφατα, όμως, στην ιστορία της εξέλιξης των διαγνωστικών μεθόδων της ψυχολογίας, οι όροι ψυχοπαθής και κοινωνιοπαθής ή κοινωνικοπαθής, έχουν απαλειφθεί και αντί αυτών χρησιμοποιείται πλέον κλινικά ο όρος Δυσλειτουργία Aντικοινωνικής Προσωπικότητας. Eπίσης, στο όλο φάσμα της ψυχολογίας λαμβάνονται όλα πλέον υπόψη, έτσι ώστε να διαγνωσθεί ορθά ένα άτομο υπό την επήρεια αυτού του είδους της δυσλειτουργίας από τη νευροψυχολογική / νευροφυσιολογική πτυχή έως την ψυχαναλυτική και κοινωνική πτυχή της ζωής και γενικής λειτουργίας του ατόμου.
Tα κλινικά διαγνωστικά κριτήρια της δυσλειτουργίας αντικοινωνικής προσωπικότητας (βάσει του Dunner, 1997/II),
συμπεριλαμβάνουν την παιδική και την ενήλικη ζωή του ανθρώπου.
Eπί παραδείγματι, μεταξύ άλλων, ένα συγκεκριμένο κλινικό κριτήριο αφορά στην προ της ηλικίας των 15 ετών χρονική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο πρέπει να είχε φανερώσει προχωρημένου σταδίου δυσλειτουργική διαγωγή στη συμπεριφορά του (π.χ. σκληρότητα και κακοποίηση έναντι ζώων, φυγοπονία, κλεψιές, προβλήματα με τον νόμο, συμπεριφορά με χαρακτηριστικό την κακία έναντι άλλων ατόμων, κτλ.). Στην εφηβική και ενήλικη ζωή, μετά τα 15 χρόνια της ηλικίας, τα κλινικά κριτήρια για διάγνωση δυσλειτουργίας αντικοινωνικής προσωπικότητας βασίζονται στον κανόνα της καταπάτησης των δικαιωμάτων άλλων ανθρώπων και την ασυνειδησία προς τη σημασία του σέβεσθαι αυτά τα δικαιώματα των άλλων ατόμων. Συνοπτικά τα κλινικά κριτήρια βασίζονται κυρίως ως προς το εάν κάποιο είδος συμπεριφοράς έχει σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στην ευημερία των άλλων ανθρώπων και της κοινωνίας γενικότερα. Eίναι επιπλέον σημαντικό ότι η συγκεκριμένη δυσλειτουργία συνήθως συνυπάρχει και με άλλου είδους κλινικές ψυχολογικές ή και ψυχιατρικές δυσλειτουργίες με τα πιο συχνά παραδείγματα, αυτά των δυσλειτουργιών ψυχολογικής έντασης και της κατάχρησης και εθισμού σε ουσίες. Παραταύτα, στις HΠA, έρευνες εισηγούνται ότι άτομα τα οποία έχουν συγγένεια πρώτου βαθμού με άτομα τα οποία αντιμετωπίζουν κατάσταση δυσλειτουργίας αντικοινωνικής προσωπικότητας, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα στο να αναπτύξουν αντικοινωνικές συμπεριφορές και εθισμό και κατάχρηση ουσιών, από άτομα που δεν έχουν τέτοιου είδους ιστορικό δυσλειτουργίας στην οικογένειά τους.
Διάγνωση
Φυσικά, οφείλω να αναφέρω ότι η διάγνωση της αντικοινωνικής δυσλειτουργίας προσωπικότητας είναι μια λεπτομερής και πολλές φορές χρονοβόρα διαδικασία και βασίζεται σε μια σειρά από διαγνωστικές ψυχολογικές έρευνες και αναλύσεις, όπως επίσης και επαγγελματική συνεργασία (professional consultation) μεταξύ ψυχολόγων και ψυχιάτρων όπου εξετάζονται όλα τα κριτήρια και από τις δύο αυτές επιστήμες, έτσι ώστε να διαγνωσθεί ορθά η ύπαρξη ή όχι της συγκεκριμένης δυσλειτουργίας ή εάν αφορά παρόμοια δυσλειτουργία ή όχι, ή εάν αφορά απόλυτα ιατρικές / νευροχημικές και ορμονικές πτυχές του ανθρώπου.
Tα επιστημονικά συμπεράσματα περί της προέλευσης ή και ανάπτυξης της συγκεκριμένης δυσλειτουργίας αφορούν στην πιθανή γενετική προέλευσή της ή τη σταδιακή ανάπτυξή της, οικογενειακά ή και κοινωνικά.
Όμως, το σίγουρο είναι ότι γι' αυτήν τη συγκεκριμένη δυσλειτουργία, όπως και για τόσα άλλα πολύπλοκα είδη δυσλειτουργιών (π.χ. οι υποκατηγορίες των ειδών της σχιζοφρένειας κτλ.), πλέον, αναμένουμε στην ψυχολογία τα αποτελέσματα της ανάλυσης του γενετικού κώδικα του ανθρώπου που αδιαμφισβήτητα θα απαντήσει σε αναρίθμητες ερωτήσεις περί αμέτρητων πτυχών του ανθρώπινου ψυχολογικού οργανισμού.
Πηγή: Δρ Aνδρέας Σπανός Kλινικός και Σύμβουλος Ψυχολόγος, Kοινωνιολόγος
|
Πώς αναγνωρίζουμε
την προσωπικότητα ενός ψυχοπαθούς;
Οι επιστήμονες θεωρούν οτι υπάρχουν δυο κατηγορίες : οι ψυχοπαθείς και οι κοινωνιοπαθείς.
Οι ψυχοπαθείς είναι εκείνοι οι ασθενείς που μπορούν να γίνουν βίαιοι και ο λόγος της ψυχοπάθειας τους έχει να κάνει με κληρονομικούς λόγους.
Οι κοινωνιοπαθείς ανήκουν πάλι στη πιο "ήρεμη" κατηγορία και οι επιστήμονες θεωρούν οτι ανέπτυξαν αυτή τη συμπεριφορά λόγω των συνθηκών στις οποίες μέσα μεγάλωσαν. Παρακάτω βλέπουμε τα βασικά κριτήρια για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ώς ψυχοπαθή.
Δεν νοιάζονται
Οι ψυχοπαθείς περιγράφονται ως αναίσθητοι και ψυχρά αδιάφοροι ως προς τα συναισθήματα των άλλων . Οι επιστήμονες αναφέρουν ότι αυτό έχει να κάνει και με τη δομή του εγκεφάλου. Οι εγκέφαλοι των ψυχοπαθών έχουν βρεθεί να έχουν αδύναμες συνδέσεις μεταξύ των συστημάτων που έχουν να κάνουν με τα αισθήματα του εγκεφάλου. Οι ψυχοπαθείς δεν είναι καλοί επίσης στην ανίχνευση φόβου στα πρόσωπα των άλλων ανθρώπων (Blair et al., 2004). Επίσης οι ψυχοπαθείς δεν αισθάνονται αηδία (π.χ. μια εικόνα ενός ακρωτηριασμένου ζώου δεν θα του κάνει αίσθηση ώστε να τον αηδιάσει)
Είναι ρηχοί συναισθηματικά
Συναισθήματα όπως : ντροπή και ενοχές, είναι άγνωστα αισθήματα για έναν ψυχοπαθή. Οι ειδικοί λένε ότι οι ψυχοπαθείς παρουσιάζουν μια παντελής έλλειψη ενοχής και ντροπής ειδικά όταν βρίσκονται μπροστά σε καταστάσεις που ο μέσος άνθρωπος θα αντιδρούσε με κάποιο είδος ενοχής. Επίσης, οι ψυχοπαθείς είναι γνωστοί για την έλλειψη φόβου. Ο μέσος άνθρωπος όταν περιμένει να γίνει κάτι και γνωρίζει ότι πρόκειται να πονέσει ή ακόμα καλύτερα δεν γνωρίζει τι θα γίνει, και μόνο η σκέψη του επικείμενου πόνου, ενεργοποιεί ένα συγκεκριμένο μέρος στο κέντρο του εγκεφάλου. Αυτό δεν γίνεται στους ψυχοπαθείς.
Είναι ανεύθυνοι
Τα άτομα που πάσχουν από ψυχοπάθεια δεν αναλαμβάνουν καθόλου την ευθύνη των πράξεων τους. Αντιθέτως, «ρίχνουν» τις ευθύνες στους άλλους ακόμα και σε κάτι που μπορεί να είναι πασιφανές ότι φταίγαν εκείνοι. Θα το παραδεχτούν μόνο αν πιεστούν αρκετά αν και πάλι δεν θα εμφανίσουν κανένα ίχνος ντροπής ή ενοχής.
Δεν είναι ειλικρινής
Οι ψυχοπαθείς μπορούν να πουν ψέματα για κάτι και να κοιτάνε το συνομιλητή τους κατάματα χωρίς να θεωρούν ότι κάτι κάνουν λάθος. Ακόμα και κάποιος τους «ξεμπροστιάσει», το άτομο που έχει ψυχοπάθεια δεν πρόκειται να αλλάξει τη στάση του , ούτε να παραδεχτεί το λάθος του, πόσο μάλλον να δείξει κάποιο αίσθημα ντροπής.
Έχουν υπέρμετρη αυτοπεποίθηση
Οι ψυχοπαθείς συνήθως έχουν μεγάλη αυτοπεποίθηση. Έχουν την αίσθηση ότι είναι υπεράνω όλων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ασθενή που νόμιζε ότι είναι η καλύτερη κολυμβήτρια στο κόσμο.
Δεν προσαρμόζoνται σε αλλαγές
Το κύριο χαρακτηριστικό της ψυχοπάθειας είναι ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν καλά σε κάποιο έργο που τους έχει ανατεθεί καθώς δεν μπορούν να «φιλτράρουν» τις οποιαδήποτε αλλαγές προκύψουν από την ώρα που θα αναλάβουν να φέρουν εις πέρας το έργο που τους ανατέθηκε. Ο μέσος άνθρωπος , όταν αναλαμβάνει να κάνει κάτι μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που θα φερθεί, το τι θα πει κτλ, ανάλογα με τη κατάσταση που επικρατεί. Ο ψυχοπαθής δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε αυτό.
Είναι εγωιστές
Οι ψυχοπαθείς τείνουν να είναι αρκετά εγωιστές. Συγκεκριμένα οι επιστήμονες χαρακτηρίζουν τη κατάστασή τους ως «παθολογικό εγωισμό» , που πολλές φορές συνοδεύεται με έναν « παρασιτικό» τρόπο ζωής.
Δεν μπορούν να κάνουν σχέδια για το μέλλον
Οι ψυχοπαθείς δεν μπορούν να προγραμματίσουν τη ζωή τους. Οι ειδικοί λένε ότι οι ψυχοπαθείς δεν μπορούν να θέσουν μακροχρόνιους στόχους.
Γίνονται βίαιοι
Είναι γεγονός ότι οι ψυχοπαθείς δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα νεύρα τους, είναι γενικά ευερέθιστοι και μπορεί να έχουν βίαια ξεσπάσματα όταν κάποιος τους ενοχλήσει .
Για την ψυχοπαθητικη (αντικοινωνικη) διαταραχη προσωπικοτητας
Sociopath= Ψυχοπαθητικός, ή αλλιώς αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας
Οι αντικοινωνικοί ασθενείς είναι οι λιγότερο δημοφιλείς στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας ενώ ταυτόχρονα προκαλούν και το μεγαλύτερο φόβο.
Ο όρος «αντικοινωνικός» αναφέρεται περισσότερο στις κοινωνικές προεκτάσεις αυτής της ψυχολογικής προδιάθεσης, ενώ ο όρος «ψυχοπαθητικός» ή «ψυχοπαθής» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ή να περιγράψει μόνο ένα πιο περιορισμένο τμήμα από το ευρύτερο φάσμα των ανθρώπων με την αντικοινωνική προδιάθεση.
Ενώ οι ακραίοι ψυχοπαθείς δεν επιδέχονται θεραπείας (Stone 2000) τα άτομα με αντικοινωνικές τάσεις είναι δυνατόν να επηρεαστούν θετικά, θεραπευτικά.
Τα άτομα με αυτά τα χαρακτηριστικά (Ψυχοπάθειας) μπορούν να σχηματίσουν ένα ευρύ φάσμα. Στη μία άκρη είναι οι ακραίοι ψυχωτικοί, αποδιοργανωμένοι, σαδιστές και παρορμητικοί (δολοφόνοι, βιαστές, κ.ο.κ )-δηλαδή άτομα με ψυχωτική /μεταιχμιακή-οριακή δομή που έχει ως βάση την αποτυχία δημιουργίας συναισθηματικού δεσμού με τους γύρω.
Στην άλλη άκρη του ίδιου φάσματος «κατοικούν» οι σαγηνευτικοί, ραφιναρισμένοι αστοί (φίδια με κουστούμια- Biondi & Hecox 1992). Αυτοί έχουν πολλές φορές υψηλή λειτουργικότητα, είναι άτομα ικανά και μπορούν να πετύχουν πολλά πράγματα, ίσως και περισσότερα από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους. Ωστόσο δεν περιορίζονται από ηθικές ή άλλες αναστολές και ενδιαφέρονται βασικά για το πως θα επιβάλλουν τη βούλησή τους, πως θα κατακτήσουν το στόχο τους.
Το βασικό κίνητρο του ψυχοπαθητικού είναι να την φέρει στους άλλους, να τους εκμεταλλευτεί σκόπιμα, για να πετύχει τους σκοπούς του.
Σε αυτό το πλαίσιο η χαρακτηριολογική ψυχοπάθεια ουδεμία σχέση έχει με την ακραία ή την εγκληματική συμπεριφορά, έχει όμως βαθιά σχέση με τα εσωτερικά κίνητρα του ατόμου.
Στο ζήτημα αν ένας ψυχοπαθητικός είναι προδιαγεγραμμένος να έχει παραβατικότητα, καλό θα ήταν να μιλήσουμε για τα εγγενή στοιχεία και ψυχολογικές τάσεις ενός ανθρώπου που σηματοδοτούν το ταμπεραμέντο του. Τα βρέφη έχουν κληρονομικές, «έμφυτες» διαφορές ως προς διάφορα χαρακτηριστικά τους, όπως είναι η ενεργητικότητα, η επιθετικότητα, η αντιδραστικότητα σε ποικίλα ερεθίσματα κ.ο.κ.
Τα αντικοινωνικά άτομα χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη εγγενή επιθετικότητα. Όμως, η γενετική προδιάθεση μπορεί να τροποποιηθεί σημαντικά από την πρώιμη εμπειρία στη ζωή του ανθρώπου. Τα γονίδια μπορούν να «ενεργοποιούνται» και να «απενεργοποιούνται», η ισορροπία στους νευροδιαβιβαστές να αλλάζει με την εμπειρία του ατόμου. (Τα άτομα με μία συγκεκριμένη παραλλαγή ενός γονιδίου) έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν βίαιη συμπεριφορά αν υποστούν κακομεταχείριση.
Η παραμέληση, η κακοποίηση και η κακομεταχείριση μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη του ενός τμήματος του εγκεφάλου, του κογχομετωπιαίου φλοιού, στον οποίο εδράζεται το εγκεφαλικό κέντρο της ηθικής στον εγκέφαλο.
Άρα, η επιθετικότητα των αντικοινωνικών μπορεί να είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης γονιδίων και εμπειρίας.
Οι αντικοινωνικές προσωπικότητες έχουν χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης και οι διαγνωσμένοι ψυχοπαθείς εμφανίζουν χαμηλή αντιδραστικότητα στο αυτόνομο νευρικό σύστημα. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την ανάγκη τους για διέγερση, και την αποτυχία τους στη μάθηση από την εμπειρία. Ενδεχομένως παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα κορτιζόλης (ορμόνης στρες) και υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης. Παρουσιάζουν δε ελλειμματική συναισθηματική ρύθμιση και μεγαλύτερο κατώφλι ηδονικής διέγερσης. Χρειάζονται λοιπόν πολύ εντονότερη και συγκλονιστική εμπειρία για να αισθανθούν ζωντάνια και ευεξία. Προτιμούν τη δράση από τη συζήτηση, δεν αναγνωρίζουν τα συναισθήματα, μπορούν όμως να μιλήσουν γι’ αυτά. Τα πιο συνηθισμένα συναισθήματα που βιώνουν είναι είτε οργή είτε μανιακή ευθυμία.
Τα ψυχοπαθητικά άτομα δεν έχουν αίσθημα ηθικής ή ντροπής. Θα κομπάσουν για τις δολοπλοκίες και τις κοροϊδίες. Έχουν μία κακή αίσθηση μεγαλείου και θέλουν να θριαμβεύουν σαδιστικά απέναντι στους άλλους.
Αυτά τα άτομα συνήθως αποποιούνται την προσωπική τους ευθύνη, αποδίδοντας σε αυτό που διέπραξαν μικρότερη σημασία. Αν ερωτηθούν για περισσότερες πληροφορίες συνήθως εκφράζουν μεταμέλεια όχι για την παραβατικότητα αλλά για τη σύλληψη τους, για το «ξεσκέπασμά» τους.
Με την πάροδο των ετών, πολλά ψυχοπαθητικά άτομα, ιδιαίτερα αυτά που έχουν αποφύγει έντονες αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ή τη φυλάκιση για τις παραβατικές τους πράξεις «εξουθενώνονται» κατά κάποια έννοια στη μέση ηλικία και γίνονται έντιμοι. Οι βασικοί λόγοι είναι ενδεχομένως η φθίνουσα σωματική ρώμη και η μείωση των ορμονικών εκκρίσεων.
Ο David Berkowitz, μανιακός δολοφόνος άρχισε να διαπράττει φόνους νεαρών γυναικών όταν έμαθε ότι η βιολογική του μητέρα ήταν μία γυναίκα ανήθικη και δεν είχε καμία σχέση με την εξιδανικευμένη εικόνα που ο ίδιος είχε πλάσει στο μυαλό του γι’ αυτήν. Όντας υιοθετημένος αφηνίασε όταν η φαντασίωσή του ότι η “πραγματική” του μητέρα ήταν μία καταπληκτική γυναίκα, μετατράπηκε σε απατηλή εικόνα.
Αυτό το σημείο καμπής όπου η μη ρεαλιστική εικόνα εαυτού (εικόνα ανωτερότητας) μετατρέπεται στη συνειδητοποίηση της μετριότητας μπορεί να οδηγήσει σε προσπάθεια διάσωσης της αυτοεκτίμησης μέσω της επίδειξης δύναμης με αποτέλεσμα ακόμα και την καταφυγή σε εγκληματικές ενέργειες και παραβατικότητα.
Πηγή : http://psychiatriki.com/?p=616
|
via