Το Αναγνωστικό των Ευαγγελίων* - Point of view

Εν τάχει

Το Αναγνωστικό των Ευαγγελίων*




Τα Ευαγγέλια, με την αμεσότητα που χαρακτηρίζει τον λόγο τους, βρίσκονται πάντα μπροστά μας, και θα βρίσκονται μπροστά μας μέχρι συντελείας του αιώνος. Μπροστά μας και ως προς τον χρόνο και ως προς το νόημα. Τα Ευαγγέλια δεν αποτελούν ποτέ παρελθόν. Μήτε απευθύνονται στο μέλλον. Είναι παρόντα σε όλες τις εποχές, και το νόημά τους είναι πάντα παρόν, προπαντός όταν, σαν πικρή αρρώστια που μαστίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, κυριαρχεί η απουσία νοήματος. Αν και η απουσία νοήματος έχει μεταβάλει τούτο τον κόσμο σε τόπο αφόρητης εξορίας, έρχονται τα Ευαγγέλια να προσδώσουν νόημα και περιεχόμενο εκεί που τίποτα δεν φέγγει, εκεί που δεν είναι τίποτα ορατό. Με τα Ευαγγέλια ο άνθρωπος αντιπαλεύει τον μηδενισμό, και τούτη η πάλη παίρνει συχνά σωματικό χαρακτήρα, καθώς δοκιμάζεται και δοκιμάζει τον μηδενισμό και την ματαιότητα, που διαβρώνει όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής.
Μέσα στους αιώνες τα Ευαγγέλια προσεγγίστηκαν με ποικίλους τρόπους, αλλά η εποχή μας προσφέρει τη δυνατότητα μιας πιο ειλικρινούς προσέγγισης, ακριβώς λόγω της γύμνιας της από ιδεολογικά σχήματα και προσχήματα, και της έλλειψης νοήματος στη ζωή των ανθρώπων. Παγιδευμένοι στην πραγματικότητα όπως μας την πληροφορούν οι αισθήσεις, αδυνατούμε να προσεγγίσουμε το Πραγματικό, που προβάλλει απρόβλεπτο.

* * *
Πλησιάζουμε τα Ευαγγέλια ως τυφλοί τοις όμμασι και ανοικτοί τη καρδία. Γιατί, ο Λόγος του Θεού ακούγεται μόνο μέσα στη σιωπή. Μέσα στη σιωπή της ενατένισης, της προσήλωσης, της ησυχίας. Ακούγεται όταν οι αισθήσεις συστέλλονται και στρέφονται προς εαυτόν. ΄Ετσι μπορεί κανείς να αντιπαλέψει ‘‘την αμαρτία του κόσμου τούτου’’, την ανικανότητα του ανθρώπου να απελευθερωθεί απ’ την βιαιότητα του ίδιου του εαυτού του.
Η βία του κόσμου, δίχως το έσοπτρον του πνεύματος, είναι αδύνατο να φανερώσει το σκοτεινό της πρόσωπο και την καταγωγή της. Για να ανατραπούν τα είδωλα χρειάζεται κρυστάλλινη καθαρότητα που τίποτα να μη την σκιάζει εντός σου, για να πεις αινιγματικά το, «εν μέρει γνωρίζομεν και εν μέρει προφητεύομεν». Είναι αδύνατον να καταλάβουμε σε ποια βάθη συντελείται η μεταμόρφωση του ανθρώπου. Και είναι σωστό και δίκαιο αυτό, γιατί στα πέρατα του εαυτού μας δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχουν στηρίγματα, δεν υπάρχουν βοήθειες και συνταγές σωτηρίας. «Περνάς από τη σκότωση για να αλλάξεις πολιτεία», όπως λέγει και ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Μπροστά σε ένα ξερίζωμα κάθε ανθρώπινης διάστασης, σε μια βοή και ένα σάλεμα των θεμελίων, μένει κανείς αποσβολωμένος και ακούει αυτό που άκουσε ο Προφήτης από το στόμα του Θεού: «Θα σαλέψω γη και ουρανό για να μείνει αυτό που δεν σαλεύεται». Τούτη η αίσθηση μυστηριωδώς, σαν νέφος σκοτεινό, διαπερνά όλα τα γεγονότα. Έτσι τα γεγονότα που διαδραματίζονται στα Ευαγγέλια μοιάζουν να μας μιλούν με λόγια άρρητα, πανάρχαια και νέα, από καταβολής τούτου του κόσμου, και μας εστιάζουν σε ένα παρόν που το μυστήριό του δεν γνωρίζουμε και πάντα μας διαφεύγει. Τα πλησιάζουμε όπως η αιμορροούσα γυναίκα πλησίασε τον Ενσαρκωμένο Λόγο. Φοβισμένη, άρρωστη, πληγωμένη, μέσα στο πλήθος που τον συνέθλιβε, τον πλησίασε με την άφατη πίστη ότι αγγίζοντας την άκρη του ιματίου του και μόνο θα γίνει καλά. Κι εκείνος είπε∙ «Τις μου ήψατο των ιματίων; Και έλεγον αυτώ οι μαθηταί αυτού· βλέπεις τον όχλον συνθλίβοντά σε, και λέγεις τις μου ήψατο»; 






Στο χαρμόσυνο άγγελμα της βασιλείας, οι κραδασμοί ενός λόγου που διαπερνά τα πάντα και δεν παύει να αποκαλύπτει εδώ και χιλιάδες χρόνια ένα πνεύμα που ανασταίνεται μέσα σε λέξεις ζωντανές, ένα πνεύμα που έρχεται από αλλού, εγείρει το σώμα και το διαποτίζει σε μια βαθιά σαρκική σχέση. Στα Ευαγγέλια δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ νου και καρδιάς. Η πνευματική πορεία του ανθρώπου έγκειται στην προσπάθεια να εισέλθει ο νους στην καρδιά, ώστε με την καρδιά και να σκέφτεται και να αισθάνεται. Αίσθημα και σκέψη πάνε μαζί, όταν η σκέψη πορεύεται εντός της αποκαθαρμένης από τα πάθη καρδιάς, λυτρωμένη από την ίδια της τη βία, και η καρδιά γίνεται το πνευματικό κέντρο του όλου ανθρώπου, όπου συντελείται η ενότητά του. Εκεί υπερβαίνεται ο εσωτερικός διχασμός του ανθρώπου και η αντίθεση σώματος και ψυχής. Η νοήμων καρδιά που δέχτηκε τη Χάρη του Θεού δεν είναι πια διχασμένη, και από πέτρινη γίνεται σάρκινη.
* * *
Ο λόγος των Ευαγγελίων βρίσκεται πάντα εκεί, αλώβητος στους αιώνες και μας περιμένει να τον εγκολπωθούμε. Ποτέ δεν παύει να μας θέτει σε εγρήγορση και να εγείρει ερωτήματα. Τα Ευαγγέλια είναι η πηγή για τους ατελεύτητα διψασμένους. Τα λόγια τους είναι λόγια φωτός, αλλά και φωτιάς. Τροφή για το πνεύμα και την καρδιά μας. Κάθε ερμηνεία που τα περιορίζει αποκρύπτει τον οικουμενικό και διαχρονικό τους χαρακτήρα.
Πολλοί θεωρούν τα Ευαγγέλια ως κάτι περιορισμένο, αγνοώντας το βαθύτερο περιεχόμενό τους. Φοβούνται πως αν επικεντρωθούν στα Ευαγγέλια θα στερηθούν το ταξίδι στο πέλαγος των ατέρμονων πραγμάτων της ζωής. Στα Ευαγγέλια περιέχεται ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπου από καταβολής κόσμου, και σκιαγραφείται η πνευματική περιπέτεια και η αγωνία του. Έρχονται και μας αφυπνίζουν όταν καθεύδουμε, εισάγοντάς μας σε έναν κόσμο που δεν θα θέλαμε να εγκαταλείψουμε ποτέ. Μας καλούν να αφεθούμε στο Πνεύμα που τα διαπερνά και τα διακατέχει, και τότε μας αποκαλύπτονται. Και είναι σαν να αποκαλύπτονται για πρώτη φορά, παρότι όλα είναι ήδη αποκεκαλυμμένα. Το περιεχόμενό τους μοιάζει να μην εξαντλείται ποτέ. Μπορούμε να αντλούμε συνέχεια, και το άντλημα να είναι πάντα καινούριο. Είναι η πηγή απ’ όπου αναβλύζει το νερό που μας ξεδιψά, που δεν θολώνει και δεν αλλοιώνεται. Δεν είναι για να τα ερμηνεύσουμε, αλλά για να τα ενστερνιστούμε.
Σαν απαλή βροχή, χωρίς να προκαλεί κανένα δέος και κανένα φόβο εμφανίζεται ο Κύριος. Μίλησε μαζί μας πρόσωπο προς πρόσωπο, χωρίς να τον συνοδεύει καμιά ιεροτελεστία, καμιά εκδήλωση ιερότητας. Μίλησε μαζί μας, με λόγια που ακούγονταν για πρώτη φορά στον κόσμο. Μίλησε σαν να μιλούσε σε φίλους και αδελφούς.
Ο Ιησούς, πλην των Φαρισαίων και γραμματέων, δεν κατηγορεί κανέναν, ούτε για τις αμαρτωλές πράξεις, ούτε για τις παραλείψεις του, ούτε για την ασέβειά του. Και το πνεύμα του Χριστού αντικατοπτρίζεται πλήρως στο λόγιο της Πρώτης Επιστολής του Ιωάννη (2, 10-11)∙ «Ο αγαπών τον αδελφόν αυτού εν τω φωτί μένει και σκάνδαλον εν αυτώ ουκ έστιν· ο δε μισών τον αδελφόν αυτού εν τη σκοτία εστίν και εν τη σκοτία περιπατεί και ουκ οίδεν πού υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσεν τους οφθαλμούς αυτού». Ο λόγος τούτος σημαίνει την εσωτερική απελευθέρωση από πάθη αιώνια, που αφανίζουν τη ζωή του ανθρώπου. Υποδεικνύει το βλέμμα με το οποίο πρέπει να βλέπουμε τον άλλον άνθρωπο. Η διαύγεια συμπορεύεται με την αγάπη προς τον αδελφό, και η τυφλότητα με το μίσος.
«Αγάπη θέλω και όχι θυσία» (Ματθ. 9,13, Ωσηέ 6,6). Η πάσχουσα αγάπη είναι που προσδίδει υπόσταση και στον αγαπώντα και στον αγαπώμενο, αυτή είναι που μας λέει ότι δεν είναι άλλο το νόημα της ζωής και άλλο η ζωή, καθότι εκείνο που δίνει στη ζωή το νόημά της είναι ο θάνατος. Η υπόσταση που δίνει η αγάπη δεν αφαιρείται ποτέ απ’ τον άνθρωπο, μήτε εκμηδενίζεται.
* * *
Τα Ευαγγέλια δεν είναι για να τα φέρουμε στα μέτρα μας, προβάλλοντας μέσω αυτών τις επιδιώξεις και τις εγκόσμιες φιλοδοξίες μας, την δίψα για κυριαρχία και δύναμη, ή την ηθικολογία και τις ιδεοληψίες μας. Μήτε κατατάσσοντάς τα στους μύθους να πιστεύουμε ότι ξεμπερδέψαμε με μερικά θρησκευτικά φληναφήματα. Καθότι, περιέργως, ό,τι λέγεται στα Ευαγγέλια, αργά ή γρήγορα θα το βρούμε μπροστά μας.
Η προσέγγιση των Ευαγγελίων δεν είναι απλώς θέμα ‘‘ανοιχτού μυαλού’’ ή επιστημονικής έρευνας, αλλά μια εσωτερική φανέρωση. Δεν είμαι ερευνητής των γραφών, μήτε υπομνηματιστής, αλλά κάποιος που θέλει να εξηγήσει τις βαθύτερες ροπές του, να αφεθεί στον λόγο τους και να εξηγηθεί ο ίδιος απ’ αυτόν.
Για να αναδυθεί στην επιφάνεια η επιθυμία εκείνη που υπάρχει στα βάθη του είναι μας να ακολουθήσουμε τον Χριστό, χρειάζεται να διέλθει μέσα από δοκιμασίες, οι οποίες γίνονται πνευματικές δοκιμασίες ανάλογα με το κατά πόσο αναλαμβάνουμε το βάρος τους, και ανάλογα με το μέγεθος της υπομονής απέναντί τους.
Η επιθυμία τούτη δεν μπορεί παρά να είναι ιδιαζόντως ερωτική, και μόνο ερωτική, ένας βαθύς πόθος που δεν μπορεί να αποτελεί καρπό κάποιας αγοραίας μίμησης. Δεν ακολουθεί τα πρότυπα του κόσμου, και δεν την χαρακτηρίζει η κίνηση και η δράση προκειμένου να εκπληρωθεί. Δεν ακολουθεί τον κοινό δρόμο των επιθυμιών, που μένοντας ανεκπλήρωτες στοιχειώνουν βασανιστικά τον άνθρωπο, ενώ άπαξ και εκπληρωθούν αφήνουν πίσω τους το κενό. Είναι η επιθυμία της αγάπης του Χριστού προς τον Πατέρα, αλλά και προς τον κόσμο, επιθυμία που σπάνια βρίσκουμε πρότυπά της, αλλά και αν τα βρούμε δυσκολευόμαστε ή αδυνατούμε να τα ακολουθήσουμε. Όμως η δίψα παραμένει. Και τίκτεται η ανάγκη να γίνουμε πατέρας και μητέρα του ίδιου μας εαυτού. Είναι η γέννηση που μετατρέπει τον άνθρωπο σε ανθρωπότητα, του ανθρώπου που δαπανάται προσφερόμενος και ουδέποτε αναλώνεται.
Δεν με ενδιαφέρει αν οι συγγραφείς των Ευαγγελίων είναι τέσσερις ή περισσότεροι, κι αν γράφτηκαν σε μια χρονική περίοδο πολλών ετών. Με ενδιαφέρει πρωτίστως το πνεύμα που τα διέπει. Και το πνεύμα είναι σε όλα το ίδιο. Μήτε έχει σημασία αν ένα περιστατικό περιγράφεται ή αναφέρεται σε ένα ή δύο απ’ τα Ευαγγέλια και όχι σε όλα. Αντιθέτως, αυτό με πείθει ακόμη περισσότερο για την γνησιότητά τους και την αλήθεια τους, διότι είναι σαν να συμπληρώνει το ένα το άλλο, μέσα στο ίδιο πνεύμα όρασης των πραγμάτων.
Τούτο δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν υπήρχε μια άνωθεν φώτιση, προκειμένου να ολοκληρωθεί η αποκάλυψη του Θεού και Πατρός μέσω του Ιησού Χριστού, η οποία ξεκίνησε με την Παλαιά Διαθήκη. Το νόημα των κειμένων που απαρτίζουν τη Βίβλο, από τα χρόνια του Αβραάμ μέχρι την Ανάσταση του Χριστού, δίνουν και το νόημα της πίστης και της ζωής όσων ακολουθούν τον Χριστό. Η Καινή Διαθήκη διαφωτίζει την Παλαιά, ανακαλώντας τα λόγια των προφητών που μίλησαν για τον ερχομό του Χριστού.
Εντρυφώ στο λόγο τους και κυριεύομαι από την αίσθηση μιας χαροποιού αναμονής, μιας διαύγειας που αντανακλάται στη σιωπή, μιας φωτεινότητας που καταλαγιάζει τις ανησυχίες μου. Δεν με ενδιαφέρει να δώσω μια ακόμη εξήγηση των Ευαγγελίων, μια ακόμη ερμηνεία τους ανάλογα με το πνεύμα και τις συνθήκες της εποχής, αλλά να ψαύσω κατά το δυνατόν τα ιμάτια του Θεού Λόγου, που είναι τα Ευαγγέλια, και ψαύοντας τα ιμάτια να αγγίξω το σώμα του Χριστού. Να ανατείλει μέσα μου η ελπίδα, που υπερνικά τη φθορά και τον θάνατο. 



*Από τις εκδόσεις Πατάκη.

πηγή: Aντίφωνο

Pages