‘Όσοι βρίσκονταν κοντά του, γνωρίζοντας ότι είναι φωτισμένος, αναστατώνονταν πολύ βλέποντάς τον να έχει τέτοια μανία με το φαγητό.
Ο Ραμακρίσνα γινόταν πολύ ανυπόμονος με το φαγητό.
Πήγαινε συχνά στην κουζίνα και ρωτούσε τη γυναίκα του:
«Tι φτιάχνεις σήμερα; Έχει περάσει η ώρα!»
Ακριβώς στη μέση μιας σοβαρής ομιλίας για πνευματικά θέματα, σηκωνόταν απότομα και έτρεχε στην κουζίνα να ρωτήσει τι φαγητό έφτιαχνε κι άρχιζε να ψάχνει για φαγητό.
Νιώθοντας αμηχανία, η γυναίκα του τον επίπληττε ευγενικά:
«Μα, τι κάνεις;
Τι θα λέει ο κόσμος;
Ν’ αφήνεις την ομιλία για το μπράχμαν τόσο απότομα και ν’ αρχίσεις να μιλάς για φαγητό!»
Ο Ραμακρίσνα γελούσε και έμενε σιωπηλός.
Ακόμη κι οι κοντινοί του μαθητές τού έκανα παράπονα.
‘Έλεγαν:
«Θα βγάλεις κακό όνομα.
Ο κόσμος θα λέει:
Πώς γίνεται να έχει αποκτήσει τη γνώση ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν το κατακλύζει τόσο η επιθυμία για φαγητό;»
Μια μέρα, η γυναίκα του ταράχτηκε πολύ και τον μάλωσε.
Ο Ραμακρίσνα της είπε:
Δεν καταλαβαίνεις, αλλά τη μέρα που θα δείξω αποστροφή στο φαγητό να ξέρεις ότι δεν θα ζήσω πάνω από τρεις μέρες.»
Η γυναίκα του τον ρώτησε:
«Τι εννοείς;»
O Ραμακρίσνα είπε:
«‘Ολες οι επιθυμίες και τα πάθη μου έχουν εξαφανιστεί, όλες μου οι σκέψεις χάθηκαν, αλλά για το καλό των ανθρώπων συντηρώ σκόπιμα αυτή τη μία επιθυμία για το φαγητό. Είναι σαν τη βάρκα που έχει δεθεί με ένα τελευταίο σχοινί. Αν κοπεί αυτό το σχοινί, η βάρκα θα φύγει για το ατέλειωτο ταξίδι της. Παραμένω εδώ με προσπάθεια.»
Ίσως όσοι βρίσκονταν γύρω του δεν το καλοσκέφτηκαν εκείνη τη φορά. Τρεις μέρες πριν από το θάνατο του Ραμακρίσνα, ήρθε η γυναίκα του με ένα πιάτο φαγητό. Εκείνος το κοίταξε, έκλεισε τα μάτια του, της γύρισε την πλάτη και ξάπλωσε. Τότε, πέρασαν σαν αστραπή τα λόγια που της είχε πει για το θάνατό του. Έπεσε το πιάτο από τα χέρια της κι άρχισε να κλαίει πικρά. Ο Ραμακρίσνα είπε: «Μην κλαις. ‘Ηθελες να μη λαχταρώ το φαγητό. Η επιθυμία σου πραγματοποιήθηκε.»
Ακριβώς τρεις μέρες μετά από το περιστατικό, ο Ραμακρίσνα πέθανε. Διατηρούσε με προσπάθεια μια πολύ μικρή επιθυμία. Η μικρή εκείνη επιθυμία είχε γίνει στήριγμα για τη συνέχιση του ταξιδιού της ζωής του. Με την εξαφάνιση της επιθυμίας, έπαψε να υπάρχει ολόκληρο το στήριγμα.
Εκείνοι που τους ονομάζουμε βούδες, γιους του Θεού, διατηρούν μία μόνο επιθυμία και την κρατούν μόνο από ευσπλαχνία, για το καλό και την ευημερία όλης της ανθρωπότητας. Τη μέρα που χάνεται αυτή η επιθυμία, παύουν να ζουν μέσα στο σώμα και αρχίζει ένα ατέλειωτο ταξίδι προς το άπειρο. Μετά από αυτό, δεν υπάρχει πια γέννηση, δεν υπάρχει πια θάνατος. Μετά από αυτό, δεν υπάρχει ούτε ένα…ούτε πολλά.