Δε θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω γιατί δεν επέλεξα να δέσω τη ζωή μου στα ξανθοκόκκινα μαλλιά σου. Θα ήταν τόσο φυσικό, όπως η βροχή, όπως η συμπόνια.
Θα ξυπνούσαμε το πρωί μαζί, θα σου έλεγα χωρίς να σου το πω πως είσαι η πιο όμορφη της πλάσης και θα τράβαγε ο καθένας το δρόμο του μέχρι αργά το απόγευμα που, σίγουρα πια, θα σε ξανάβλεπα - και πόσο θα περνούσαν βασανιστικά οι ώρες.
Θα πηγαίναμε κάποτε στην Ιταλία με το τρένο, εσύ θα είχες πάντα αυτή τη γλυκιά μελαγχολία κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο κι εγώ κοιτάζοντας μόνο εσένα θα θυμόμουν όλα όσα περάσαμε για να μπορώ να σου πιάνω έτσι απλά το χέρι σ’ ένα τρένο για την Ιταλία.
Θα με μάλωνες που δίνω σε όλους ό,τι έχω και δεν έχω και αφήνω τους ανθρώπους να με πατάνε, κι εγώ θα σου ‘λεγα πως χωρίς εσένα, χωρίς τη δική σου παρουσία, θα ήμουν ένας αχρείος, ένας τιποτένιος. Έχω να δώσω γιατί έχω εσένα, κι αν δε σε είχα, σε κανέναν δε θα χαριζόμουν.
Έτσι, κρεμασμένος στην πλεξούδα σου σαν κοκκαλάκι, θα γερνούσα. Μα, είχες άλλα πράγματα να κάνεις.
Είχες να αφήσεις λυτά τα μαλλιά σου και να ταξιδέψεις σε κορμιά που δε μικραίνουν για να δεθούν στον κότσο σου. Είχες να ζήσεις μια ζωή, χίλιες ζωές, χωρίς ένα ανθρωπάκι να χορεύει στο σβέρκο σου.
***
«Μια σακούλα καραμέλες»
της Κατερίνας Ασημακοπούλου,
εκδόσεις Μελάνι, 2016