Στις αρχές του μήνα μάς χτύπησε την πόρτα ένας άνθρωπος κουρελής. Άνοιξε ο μπαμπάς λίγο την πόρτα, κι ο άνθρωπος την έσπρωξε διάπλατα και μπήκε μέσα. Εγώ πολύ φοβήθηκα. Μας ζήτησε λίγο ψωμάκι. Η μαμά, αφού κοίταξε ερωτηματικά το μπαμπά, κι αφού συμφώνησαν μεταξύ τους, πήγε στην κουζίνα να του φέρει ψωμί. Εγώ πολύ φοβήθηκα.
Ο άνθρωπος είχε μεγάλα μαύρα γένια, και κάτι είχε στην όψη του που ήταν πολύ περίεργο. Μετά από μέρες αφού σκέφτηκα, και σκέφτηκα κι άλλο, και ζούπησα πολύ το μυαλό μου,


Όταν τον έμπασαν στο σπίτι μας, εγώ φοβισμένη κρύφτηκα πίσω απ’ το μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μού είπε: «Ντροπή Ελενίτσα, έτσι υποδέχεσαι τον ξένο μας;» Αλλά εγώ δεν ντράπηκα καθόλου που κρυβόμουν, γιατί πολύ φοβόμουν.
Ο άνθρωπος είπε ότι ερχόταν από άλλο τόπο, μακρινό. Ήξερε τη γλώσσα μας, γιατί είχε ζήσει εδώ για πολλά χρόνια πριν φύγει πάλι. Για πανταλόνι φορούσε κάτι αστεία σαλβάρια, που μου θύμιζαν έναν κλόουν που είχα δει στο τσίρκο. Από πάνω φορούσε μια κελεμπία, σαν πουκάμισο που το είχε έξω απ’ τα σαλβάρια και του έφτανε ως κάτω απ’ το γόνατο. Μου ήρθε να γελάσω,

Μας είπε ότι ήρθε με μια βάρκα σε ένα νησί του τόπου μας. Μέσα στη βάρκα είχε τη γυναίκα του λέει, και τρία παιδιά του, και πλήρωσαν πολλά λεφτά για να τους βάλουν στη βάρκα, όλη τους την περιουσία. Μαζί με άλλους 20 ήταν στη βάρκα, λέει. Αλλά πριν φτάσουν στο νησί, λίγο πριν από την ακτή, λέει, αναποδογύρισε η βάρκα και — μπλουμ! — πέσαν όλοι στη θάλασσα! Εκεί εγώ γέλασα πολύ,


Μετά από μερικές μέρες λύθηκε η απορία μου. Στην κουλτούρα του ανθρώπου αυτού, λέει, οι άντρες έχουν τη μεγαλύτερη αξία. Μετά από τους άντρες είναι τα αρσενικά παιδιά, μετά από αυτά οι αρσενικοί δούλοι, μετά οι γυναίκες, μετά τα θηλυκά παιδιά, και τη μικρότερη αξία έχουν οι δούλες. Εγώ δεν ήξερα τι θα πει δούλοι και δούλες. Η μαμά μού εξήγησε ότι αυτοί είναι υπηρέτες. «Μαμά, εμείς γιατί δεν έχουμε δούλους;» τη ρώτησα. «Ωραία δεν θα ήτανε να μας υπηρετούν άλλοι άνθρωποι, οι δούλοι μας;» Η μαμά μού απάντησε: «Μα Ελενίτσα, δεν έχουν ψυχή οι δούλοι; Εσένα σ’ αρέσει να σε υπηρετούν, ε; Γιά βάλε όμως τον εαυτό σου στη θέση μιας δούλας! Θα σ’ άρεζε να ήσουν δούλα ενός άλλου ανθρώπου, και να σ’ έκανε εκείνος ότι ήθελε; Θα μπορούσε και να σε σκοτώσει ακόμα!» Εγώ είπα: «Τότε μαμά, γιατί ο άνθρωπος αυτός, ο καλεσμένος μας, θέλει να έχει δούλους και δούλες; Δεν έχουν ψυχή οι δούλοι;» «Σιωπή!»


Πάντως η απορία μου με τη βάρκα λύθηκε. Αφού οι άντρες έχουν τη μεγαλύτερη αξία, και αφού ήταν θέλημα Θεού, λέει, να σωθεί ένας μόνο, σώθηκε αυτός, ο πιο πολύτιμος. Βέβαια μου δημιουργήθηκε άλλη απορία: πώς ήξερε αυτός πως το θέλημα του Θεού ήταν: «Ας σωθεί μόνο ένας από την οικογένεια»; Αλλά έτσι είναι οι απορίες, Λερναία Ύδρα. Τη μια λύνεις, άλλη γεννιέται στη θέση της!
Η μαμά κι ο μπαμπάς έβαλαν τον καλεσμένο μας σε ένα δωμάτιο άδειο που έχει το σπίτι μας. Είναι ένα μικρούλι δωματιάκι, που κοιμόμουν εγώ όταν ήμουν μωράκι, αλλά όταν μεγάλωσα και πήγα στο Δημοτικό οι γονείς μου με έβαλαν στο μεγάλο δωμάτιο που είμαι τώρα. Ο καλεσμένος μας έκανε μια γκριμάτσα όταν είδε το μικρό δωμάτιο, σαν να μην του άρεσε, αλλά δεν είπε τίποτα.
Μετά, την άλλη μέρα, ο μπαμπάς έφυγε για τη δουλειά. Εγώ έμεινα μόνη στο σπίτι με τη μαμά και τον καλεσμένο μας. Εκείνος ξύπνησε μετά από μας, και όταν η μαμά είδε ότι σηκώθηκε, του έφτιαξε καφέ και του έδωσε ψωμί με μαρμελάδα, κάτι κουλουράκια που είχαμε, μια φέτα τυρί, και μια φέτα ζαμπόν. Εκείνος τα έφαγε όλα εκτός απ’ το ζαμπόν, πλαταγιάζοντας τη γλώσσα του σε κάθε μπουκιά. Πολύ θόρυβο έκανε όταν έτρωγε. Εγώ κοίταξα ερωτηματικά τη μαμά, κι εκείνη μου ψιθύρισε «Σσσ!...



Μετά ο καλεσμένος μας, που είχε τελειώσει αυτά που του έδωσε η μαμά, ρώτησε αν έχουμε μέλι. «Βεβαίως!» του είπε η μαμά, και πήγε ν’ ανοίξει το ντουλάπι, το πάνω-πάνω, όπου έχουμε το βάζο με το μέλι. Εγώ κοίταξα τον καλεσμένο μας, και με τρόμο διαπίστωσα ότι τα μάτια του είχαν γουρλώσει, είχαν ανοίξει διάπλατα καθώς κοίταζε τη μαμά. Κοίταξα κι εγώ προς τη μαμά, και είδα ότι είχε τεντωθεί λίγο για να φτάσει το βαζάκι με το μέλι ψηλά στο ντουλάπι. Ο καλεσμένος μας έμεινε να την κοιτάζει με τόση λαιμαργία όση είχε προηγουμένως που έτρωγε το πρωινό του. Αναρωτήθηκα γιατί. Μήπως του έκαναν εντύπωση τα μακριά άσπρα και λεπτά χέρια της μαμάς, που ήσαν ακάλυπτα καθώς ήταν Σεπτέμβριος και έκανε ακόμα ζέστη; Μήπως το στήθος της που ήταν αρκετά πλούσιο (αχ, τι ωραία να γινόταν και το δικό μου σαν της μαμάς σε καναδυό χρόνια!) και έμοιαζε σαν να ήθελε να ξεπεταχτεί απ’ το μπλουζάκι της; Καλέ, τι κοιτούσε έτσι αυτός;;;

Εγώ άρχισα να χρησιμοποιώ το δεύτερο μπάνιο, το μικρό, γιατί στο μεγάλο πήγαινε ο καλεσμένος μας και το έκανε πολύ βρόμικο. Η μαμά καθάριζε πάντα μετά, αφού πήγαινε εκείνος, αλλά εγώ σιχαινόμουν, γιατί μια-δυο φορές που πήγα αμέσως μετά από εκείνον βρήκα κάτι περίεργα υγρά γύρω απ’ τη λεκάνη,

Αυτός ο καλεσμένος μας δεν έκανε καμία δουλειά. Μόνο έτρωγε, κοιμόταν, και έβλεπε τηλεόραση. Α! Και έκανε προσευχή πολύ συχνά, πέντε φορές τη μέρα. Μας ρώτησε προς τα πού είναι η Μέκκα, και ο μπαμπάς τον κοίταξε σαν εξωγήινο.


Από τότε ο καλεσμένος μας προσευχόταν πέντε φορές τη μέρα, όπως είπα. Το έκανε με έναν τρόπο πολύ περίεργο. Είχε πάρει ένα χαλάκι μας που το είχαμε στο διάδρομο, γονάτιζε εκεί, έλεγε κάτι ακατάληπτες λέξεις στη γλώσσα του, ενώνοντας τις παλάμες του σε μια στάση που έδειχνε πως παρακαλούσε κάποιον, και προσκυνούσε προς την κατεύθυνση της Μέκκας, ακουμπώντας το μέτωπό του στο χαλάκι. Εντωμεταξύ, καθώς προσκυνούσε, ο πισινός του υψωνόταν προς τα πάνω, προς τον ουρανό, λες και έδειχνε τον πισινό του στο Θεό! Εγώ το βρήκα πολύ προσβλητικό αυτό, να τουρλώνει τον πισινό του προς το Θεό, αλλά είμαι μικρή και δεν μου πέφτει λόγος. Μια φορά μάλιστα, καθώς τούρλωνε τον πισινό του, του ξέφυγε και μια θορυβώδης!


Εκτός λοιπόν από την προσευχή, το φαΐ, τον ύπνο, και την τηλεόραση, ο καλεσμένος μας δεν έκανε άλλο τίποτα. Α! Ναι, έκανε κάτι! Όταν η μαμά ετοίμαζε το φαγητό, εκείνος πήγαινε κοντά της, όλο από δίπλα της, και έλεγε πως του αρέσει να βλέπει πώς ετοιμάζει το φαΐ. Εμένα μου φαινόταν όμως ότι άλλο πράγμα κοιτούσε, και γιατί το λέω αυτό: γιατί η μαμά, όταν είναι στο σπίτι, δεν φοράει ποτέ στηθόδεσμο. Είχα λοιπόν την εντύπωση, καθώς τον κοιτούσα και έβλεπα πού έβλεπε, ότι κοιτούσε το στήθος της μαμάς, ανάμεσα από το χαλαρό μπλουζάκι της με το μεγάλο ντεκολτέ. Μια μέρα της είπα: «Καλέ μαμά, αυτός δεν κοιτάει το φαγητό που ετοιμάζεις, κοιτάει το στήθος σου!» Η μαμά έμεινε αποσβολωμένη.

Όταν έφτασε η Πέμπτη εκείνης της εβδομάδας, ο καλεσμένος μάς είπε ότι θα ήθελε να φέρει καναδυό γνωστούς του στο σπίτι μας αύριο Παρασκευή, γιατί η Παρασκευή είναι λέει η μέρα της μεγάλης προσευχής στη θρησκεία τους, και οι καημένοι οι γνωστοί του δεν είχαν πού να πάνε να κάνουν την προσευχή τους. Ο μπαμπάς και η μαμά, ψυχοπονιάρηδες όπως πάντα, δέχτηκαν. Η μαμά στην αρχή τον ρώτησε πού θα έκαναν οι γνωστοί-του την προσευχή τους μέσα στο σπίτι, σε ποιο δωμάτιο, αλλά εκείνος μιλούσε μόνο προς το μπαμπά, σαν να μην υπήρχε η μαμά. Όταν ο μπαμπάς τον ρώτησε: «Μα γιατί μιλάτε σ’ εμένα, αφού η γυναίκα μου σας ρωτάει;» εκείνος απάντησε: «Αυτά είναι θέματα των αντρών! Όχι των γυναικών! Μόνο οι άντρες συζητούν γι’ αυτά!» Θυμηθήκαμε τότε όλοι ότι «έτσι είναι η κουλτούρα τους»,

Έτσι έγινε λοιπόν, και την άλλη μέρα ήρθαν τέσσερις φίλοι του στο σπίτι μας. Έκαναν την πρωινή προσευχή τους, αλλά μετά δεν έφυγαν. Ο μπαμπάς ήταν στη δουλειά, και η μαμά μόνη της τους έφτιαξε καφέ και ήπιαν. Αλλά ζήτησαν και τσάι, και τους έφτιαξε και τσάι με βουτήματα. Μετά πέρασε η ώρα, και ήρθε η ώρα της δεύτερης προσευχής της ημέρας. Ε, πώς να φύγουν λοιπόν! Έκαναν και τη δεύτερη προσευχή τους, τουρλώνοντας τους πισινούς τους προς το Θεό (χωρίς θορυβώδη ατυχήματα αυτή τη φορά), και ήταν πια ώρα για μεσημεριανό. Η μαμά είχε ετοιμάσει ήδη μεγάλη ποσότητα, μοσχαράκι κοκκινιστό με πατάτες, γιατί έκανε και το φαγητό της Κυριακής κάθε Παρασκευή. Οπότε υπήρχε πολύ φαγητό, αρκετό για όλους. Πήγα να διαμαρτυρηθώ, ότι δεν θα είχαμε το φαγητό μας της Κυριακής, αλλά θυμήθηκα πόσο ψυχοπονιάρηδες είμαστε, και σώπασα.

Αργότερα ήρθε ο μπαμπάς, έπιασε συζήτηση μαζί τους (μιλούσαν όλοι τη γλώσσα μας), και έφτασε η ώρα της τρίτης προσευχής. Με τα πολλά, έφτασε και η τέταρτη, και η πέμπτη προσευχή, ήταν πια βράδυ, και από ψυχοπονιά και μόνο ο μπαμπάς δεν τους άφησε να φύγουν, αλλά τους είπε πως μπορούν να κοιμηθούν στο σπίτι μας για το βράδυ εκείνο. Κι αφού το δωματιάκι του καλεσμένου μας ήταν πολύ μικρό, με έβγαλαν εμένα απ’ το δωμάτιό μου για να κοιμηθούν εκείνοι εκεί, και εμένα με έβαλαν στο δωματιάκι το μικρό. «Α στο καλό!» σκέφτηκα. «Μικρό το δωματιάκι, μικρό και το μπανάκι, όλα μίκρυναν σ’ αυτό το σπίτι!» Αλλά η μαμά και ο μπαμπάς σίγουρα θαύμαζαν τους εαυτούς τους για το πόσο ψυχοπονιάρηδες είναι, οπότε δεν είχα καμία ελπίδα να ξανακερδίσω το δωμάτιό μου εκείνη τη νύχτα.
Τελικά, όπως αποδείχτηκε, δεν είχα ελπίδα να το ξανακερδίσω ούτε τις επόμενες ημέρες και νύχτες, γιατί οι καλεσμένοι μας έμειναν εκεί, στο σπίτι μας. Δεν είχαν πού αλλού να πάνε, μας εξήγησε ο αρχικός καλεσμένος μας, και ήταν κρίμα να γυρίζουνε στους δρόμους. «Ε, βέβαια, κρίμα οι καημένοι!» συμφώνησε ο μπαμπάς, κι από κοντά κι η μαμά, που δεν ήθελε και πολύ για να ραγίσει απ’ την ψυχοπονιά η καρδιά της. Έτσι, πέντε εκείνοι, και τρεις εμείς, γίναμε «μια ωραία ατμόσφαιρα», που έλεγε κι ο Ηλιόπουλος στην παλιά ταινία.
Κάθε μέρα η μαμά τσακιζόταν να τους φτιάχνει τα φαγητά που τρώγανε — εννοείται, χωρίς ίχνος χοιρινού — κι εκείνοι καταβρόχθιζαν αυτά που τους έφτιαχνε και προσεύχονταν. Προσεύχονταν θορυβωδώς — δηλαδή εννοώ με το στόμα, όχι με την απόληξη του στόματος — γιατί τώρα που ήσαν πολλοί έλεγαν φωναχτά την προσευχή τους στη γλώσσα τους. Εμένα, αυτό το αργόσυρτο μοιρολόι τους, μου θύμιζε σκυλιά που αλυχτούν τη νύχτα. Αλλά του μπαμπά και της μαμάς τούς άρεζε «η διαφορετικότητα», όπως έλεγαν.
Εμένα δεν μου άρεσαν καθόλου όμως αυτοί οι τύποι. Πρώτα-πρώτα, με κοιτούσαν με μάτια γουρλωτά, σαν να ήθελαν να με φάνε! Γιαυτό δεν άφηνα ποτέ τα μπράτσα μου ακάλυπτα, ή το λαιμό μου, κι ας έκανε ζέστη. Έπειτα, κοιτούσαν με τον ίδιο τρόπο τη μαμά, αλλά εκείνη δεν κάλυπτε το σώμα της παραπάνω απ’ ότι ήταν συνηθισμένο για την εποχή, κι εκείνοι συνέχιζαν να την κοιτάνε! Και ο μπαμπάς ήταν στη δουλειά. Καθόλου δεν μ’ άρεζαν αυτά τα πράματα.
Τώρα θα γράψω για την καταστροφή που έγινε σήμερα το πρωί. Το πρωί λοιπόν αυτοί έπιασαν κουβέντα με τη μαμά, και ήμουν κι εγώ κοντά και άκουγα. «Εσείς οι Δυτικές γυναίκες», είπε ο ένας απ’ αυτούς, «δεν ντύνεστε σωστά. Φοράτε πολύ λίγα ρούχα.» Η μαμά τού είπε: «Μα, έτσι είναι η κουλτούρα μας!» «Δεν έχει σημασία η κουλτούρα!» απάντησε εκείνος. «Αυτό που είναι σωστό για τον Αλλάχ,» (έτσι είπε: «Αλλάχ») «είναι σωστό για όλες τις κουλτούρες. Πρέπει να ντύνεστε σωστά, να σκεπάζετε το σώμα σας!»
«Μα,» απάντησε η μαμά, «εδώ είναι το σπίτι μας! Εσείς θα μας πείτε πώς θα ντυνόμαστε;»
«Δεν το λέμε εμείς, το λέει ο Αλλάχ!» της είπε ένας άλλος. «Κι ό,τι λέει ο Αλλάχ, είναι νόμος! Αυτό πρέπει να γίνεται! Εσείς οι Δυτικές γυναίκες, έτσι που είστε σχεδόν γυμνές, είστε σαν πόρνες! Να το ξέρετε!»
Δεν ξέρω τι θα πει «πόρνες», πάντως θα είναι κάτι πολύ κακό, γιατί η μαμά άναψε και κόρωσε. «Πώς; Σαν πόρνες;! Πώς τολμάτε; Έξω γρήγορα! Έξω από το σπίτι μου, τώρα αμέσως!!»
Κανένας τους δεν κουνήθηκε. Εμένα με έλουσε κρύος ιδρώτας.

Η μαμά έμεινε άφωνη. Αλλά κι εγώ δεν πίστευα αυτό που άκουγα. «Να φύγουμε από το σπίτι μας; Μα γιατί;» τόλμησα και ρώτησα.
«Άκουσε να σου πω μικρή, που ντύνεσαι λίγο περισσότερο απ’ τη μαμά σου» μου απάντησε εκείνος, «αλλά μοιάζεις κι εσύ με μικρή πόρνη! Εμείς κάνουμε αυτό που έκανε κι ο Προφήτης μας, ας του δίνεται ειρήνη! Όταν ο Προφήτης (ας του δίνεται ειρήνη) διώχτηκε από τη Μέκκα και πήγε στη Μεδίνα, έφτασε εκεί σαν πρόσφυγας. Με τον καιρό όμως μάζεψε γύρω του πιστούς, αφοσιωμένους σ’ αυτόν. Και όταν οι πιστοί έγιναν πολλοί, περισσότεροι από τους απίστους κατοίκους της Μεδίνας, τότε ο Προφήτης (ας του δίνεται ειρήνη) κήρυξε τον πόλεμο στους απίστους, αφού δεν ήθελαν να πιστέψουν στον Αλλάχ. Και τους έδιωξε απ’ τη Μεδίνα, και έκανε την πόλη δικιά του. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς, γιατί έχουμε εντολή από το ιερό βιβλίο μας να ακολουθούμε το παράδειγμα του Προφήτη (ας του δίνεται ειρήνη).» Και κάθε φορά που έλεγε «ας του δίνεται ειρήνη» ύψωνε τα χέρια προς τον ουρανό.
«Έτσι είναι!» είπε ένας άλλος. «Όταν ο Προφήτης (ας του δίνεται ειρήνη) είδε πως έφτασε η ώρα για να κάνει δικιά του τη Μεδίνα, φώναξε: Τζιχάντ! Τζιχάντ! Και οι πιστοί του άντρες επιτέθηκαν στους απίστους, και τους σκότωναν όπου τους έβρισκαν! Έτσι τώρα κι εμείς: έφτασε ο καιρός να φωνάξουμε Τζιχάντ! Τζιχάντ!»
Ο αρχικός καλεσμένος μας τότε είπε:
«Σκοτωμούς όμως εμείς δεν θέλουμε. Υπάρχουν νόμοι, που δεν μπορούμε να τους παραβούμε. Γιαυτό σας λέμε: φύγετε! Γεμίστε μια βαλίτσα και φύγετε. Ρούχα βάλτε μέσα, σαπούνια, τέτοια πράματα. Αν θέλαμε να σας σκοτώσουμε, θα το κάναμε χωρίς δισταγμό. Φύγετε όμως! Έχετε το περιθώριο, σας αφήνουμε να πάρετε ό,τι είναι απαραίτητο, και να φύγετε από ’δώ!»
Αυτά είπε εκείνος, κι η μαμά μου τον άκουγε αποσβολωμένη, με μάτια γουρλωμένα,

Συνεχίζω λοιπόν, όμως αυτό που με τρομάζει τώρα είναι ότι εδώ και λίγη ώρα ακούω περίεργους θορύβους απ’ το σπίτι. Φωνές ακούγονται. Ομιλίες και κραυγές, που μοιάζουν με τη φωνή της μαμάς, όμως είναι πολύ πνιχτές, σαν να βογγάει αλλά να της έχουν κλείσει το στόμα. Υποθέτω, ή μάλλον ελπίζω, να μην είναι η φωνή της μαμάς αυτή! Ναι μωρέ, ίσως είναι η τηλεόραση. Τώρα, δεν ξέρω στα σίγουρα, απλώς παρακαλάω να είναι η τηλεόραση. Αλίμονο, δεν μπορεί η μανούλα μου να βογγάει έτσι, γιατί τι στην ευχή μπορεί να της κάνουν;

Λοιπόν, τώρα όπου να ’ναι θα τελειώσω επιτέλους την έκθεση αυτή αλλά — ωχ! Ήχους ακούω έξω απ’ την πόρτα μου. Σαν να μου φαίνεται πως κάποιος γυρίζει σιγά-σιγά το πόμολο της πόρτ
2. Η ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΑΦΕΛΕΙΣ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΗ ΝΑ ΥΠΟΔΟΥΛΩΘΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΥΣ