Εκδικούνται οι νεκροί; - Point of view

Εν τάχει

Εκδικούνται οι νεκροί;



  Μου γράφεις πως κάτι σε αναστατώνει στον ύπνο. Τρία παιδιά εμφανίζονται μόλις κλείσεις τα μάτια και γελούν μαζί σου, σε κοροϊδεύουν, σε απειλούν και σε τρομάζουν.
  Πήγες, είπες, σε «έξυπνους» ανθρώπους και έψαχνες φάρμακο.
  Εκείνοι σου είπαν: «Δεν είναι τίποτα»! Εσύ τους είπες: «Αφού δεν είναι τίποτα διώξτε αυτό το τέρας από μένα! Μα, μπορεί να μην είναι τίποτα εκείνο που δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω ήδη έξι μήνες»; Και εκείνοι σου απάντησαν: «Άλλαξε αέρα, πήγαινε σε χαρούμενες παρέες, να τρέφεσαι καλύτερα. Αυτό είναι απλή υποχονδρία».




  Ξέρω, αδελφή, τέτοιους «έξυπνους». Αυτοί έπιασαν στο στόμα τους έτσι μερικές λέξεις όπως «υποχονδρία», «τηλεπάθεια», «αυθυποβολή», με τις οποίες προσπερνούν την αδιαμφισβήτητη πνευματική πραγματικότητα και σε καθημερινή βάση μιλούν στον αέρα, με ελαφρότητα και άγνοια σαν να μιλά το κρασί.

  Εγώ πιστεύω ότι αυτά τα τρία παιδιά που εμφανίζονται είναι τα ίδια εκείνα τρία δικά σου παιδιά που εσύ κατά την προσωπική σου ομολογία νέκρωσες πριν ο λαμπερός ήλιος τα φιλήσει ζωντανά. Και αυτά τώρα σε εκδικούνται. Και η εκδίκηση των νεκρών είναι πολύ φρικαλέα!

  Επειδή εσύ αυτοαποκαλείσαι διαβασμένη γυναίκα, θα σου μιλήσω από τα βιβλία. Από το βιβλία θα θυμηθείς τον Μάκβεθ ή πώς το πνεύμα ενός νεκρού ανθρώπου σκότωσε τον Άγγλο βασιλιά. Διάβασες οπωσδήποτε πως ο βασιλιάς Βλάδισλαβ, δολοφόνος του βασιλιά Βλαδίμηρου, δολοφονήθηκε από το πνεύμα του Βλαδίμηρου.
  Όμως ίσως διάβασες για την ακόλουθη περίπτωση. Ο Βυζαντινός βασιλιάς Κώνστας είχε αδελφό τον Θεοδόσιο, τον οποίο δεν αγαπούσε, επειδή φοβόταν να μην τον ρίξει από τον θρόνο.
  Γι’ αυτό ο Κώνστας ανάγκασε τον Θεοδόσιο να γίνει διάκονος. Αλλά ο φόβος δεν άφηνε τον βασιλιά ούτε τότε. Τελικά ο βασιλιάς αποφάσισε να εγκληματήσει. Κανόνισε ώστε να σκοτώσουν τον Θεοδόσιο. Όταν πέτυχε τον δόλιο σκοπό του ανέπνευσε η ψυχή του νομίζοντας ότι για πάντα ελευθερώθηκε από τον αντίπαλό του.
  Όμως ο αδαής δεν φαντάστηκε ότι οι νεκροί είναι πιο δυνατοί από τους ζωντανούς και ότι εκείνος που σκοτώνει αθώο άνθρωπο στην πραγματικότητα δεν νικά αλλά παραδίδει τα όπλα μπροστά στον νεκρό. Μετά από αυτό μια νύχτα ο δολοφονημένος διάκονος Θεοδόσιος εμφανίστηκε στον αδελφό του, τον βασιλιά, με ένα ποτήρι αίμα που άχνιζε και φώναξε με φοβερή φωνή: «Πιες αδελφέ»!
  Ο βασιλιάς αναπήδησε, ξεσήκωσε όλο το παλάτι όμως κανένας δεν ήξερε να του πει τίποτα. Μια άλλη νύχτα επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή: Ο διάκονος με ένα ποτήρι αίμα και τη φρικτή κραυγή: «Πιες αδελφέ»!
  Ο βασιλιάς ξεσήκωσε όλη την Κωνσταντινούπολη, όμως όλοι τον χάζευαν όπως εσένα εκείνοι οι έξυπνοι που σε στέλνουν στον καθαρό αέρα και την καλύτερη κουζίνα. Πάλι μια νύχτα επαναλήφθηκε το ίδιο. Τελικά ο βασιλιάς Κώνστας βρέθηκε ξαφνικά ένα πρωί νεκρός στο κρεβάτι του.
  Διαβάζεις την Αγία Γραφή; Εκεί έχουν ειπωθεί όλα, όλα έχουν εξηγηθεί, πώς και γιατί οι νεκροί εκδικούνται τους ζωντανούς. Διάβασε άλλη μια φορά για τον Κάιν ο οποίος λόγω της δολοφονίας του αδελφού του πουθενά και ποτέ δεν έβρισκε ειρήνη. Διάβασε πώς το πνεύμα του προσβεβλημένου Σαμουήλ εκδικείτο τον Σαούλ.
  Και πώς ο καημένος ο Δαβίδ φρικτά βασανιζόταν, χρόνια και χρόνια, λόγω της δολοφονίας του Ούριε. Και ακόμα θα βρεις χιλιάδες και χιλιάδες παρόμοιες περιπτώσεις από τον Κάιν έως εσένα. Και θα καταλάβεις τι σε βασανίζει και γιατί. Θα καταλάβεις ότι ο κόσμος των δολοφονημένων είναι πιο δυνατός από τους δολοφόνους τους και εκδικείται φοβερά.
  Πρώτα κατάλαβε αυτό και κατανόησέ το. Ύστερα κάνε ό,τι μπορείς για τα σκοτωμένα παιδιά σου. Και ο ελεήμων Θεός, στον Οποίο δεν υπάρχουν νεκροί, θα σε συγχωρήσει και θα σου χαρίσει ειρήνη. Και όσο για όλα εκείνα που πρέπει να πράξεις ρώτησε την Εκκλησία. Οι ιερείς τα ξέρουν. Ο Θεός να σε ελεήσει!
Νικολάου Βελιμίροβιτς

Η εκδίκηση του νεκρού




  Τη δεκαετία του 1960, ο Donald Winnicott περιέγραψε την «αρκετά καλή μητέρα» ως εκείνη που διαθέτει τον εαυτό της για να χρησιμοποιηθεί από το παιδί, ώστε να καλύψει τις ανάγκες του για τροφή, ασφάλεια, αγάπη και «καθρέφτισμα». Προσφέρεται δηλαδή να γίνει ο δίαυλος του παιδιού με τον κόσμο αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό.

  Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις όπου η «αρκετά καλή μητέρα» του Winnicott δεν υφίσταται. Αντίθετα, η μητέρα αδυνατεί να διαθέσει τον εαυτό της στο παιδί και, αντ’ αυτού, προβάλλει τη δυσφορία της για εκείνο και τη σχέση μαζί του, τη δυσαρέσκεια δηλαδή που αισθάνεται η ίδια για τον εαυτό της.

 Μάλιστα, για να μη βιώσει τον θυμό που διατηρεί προς τον εαυτό της (π.χ., που έκανε παιδί ενώ στην πραγματικότητα δεν ήθελε), προτιμά να εκλογικεύει την κατάσταση και να θυμώνει λέγοντας ότι το παιδί της είναι αρκετά απαιτητικό, δεν συμμορφώνεται με αυτά που εκείνη θέλει, πεινάει συχνά κ.ά.


 Υπάρχουν περιπτώσεις που η μητέρα χάνεται, πραγματικά ή συμβολικά. Το πρώτο είναι προφανές. Το δεύτερο συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, μια μητέρα πάσχει από κατάθλιψη ή δεν επιδιώκει (για διάφορους λόγους) να αποκτήσει μια ουσιαστική σχέση με το παιδί της. Τότε, αντί να αποτελεί μια σταθερή πηγή ζωντάνιας, καταντά συνώνυμο του απόμακρου, είναι «ωσεί παρούσα».

  Μια κρύα, σχεδόν άψυχη φιγούρα, την οποία το παιδί δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει για να τραφεί ψυχικά και να αναπτυχθεί. Αυτή η απόσυρση της μητέρας από τη σχέση βιώνεται από το παιδί ως απώλεια με ανυπολόγιστες συνέπειες. Το παιδί δεν χάνει απλώς τη μητέρα του, αλλά τη μητέρα μέσα του — χάνει, δηλαδή, ένα κομμάτι του εαυτού του.


  Η σχέση με τους ανθρώπους δεν λαμβάνει χώρα μόνο έξω από το δέρμα μας, αλλά κυρίως εσωτερικά. Υπάρχει μια εξωτερική μητέρα και ένας εσωτερικός χώρος, μια μορφή στον ψυχισμό, «ένα δωμάτιο» που νοηματοδοτείται ως μητέρα. Αυτή η μορφή καθορίζει και την ικανότητά μας για αγάπη, για το αν αισθανόμαστε ότι αξίζουμε κλπ.

 Όταν η μητέρα χαθεί, είτε εξαιτίας φυσικής απώλειας είτε επειδή η μητέρα έχει κατάθλιψη, είτε επειδή χρησιμοποιεί το παιδί για να καλύψει τις δικές της ανάγκες κ.ο.κ., εγκαθίσταται συχνά στον ψυχισμό ένα καταστροφικό μορφοείδωλό της, που επηρεάζει καθοριστικά τον εαυτό του παιδιού. Η απόσυρση της μητέρας από τη σχέση βιώνεται ως μη ανεκτή από το παιδί.




 Έτσι, προσπαθεί να επανασυνδεθεί μαζί της, όχι μιμούμενο τη μαμά του σαν να ήταν εκείνη, αλλά με το να γίνεται εκείνη. Αν η μαμά, για παράδειγμα, δείχνει στο παιδί ότι το μισεί, το παιδί δεν θα δείξει απλώς μίσος στη μαμά, αλλά θα μισήσει τον εαυτό του. Υποκαθιστά τη λειτουργία της μητέρας μέσα του με πανομοιότυπο σχεδόν τρόπο.


  Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί αυτό το ψυχικό τραύμα —είχαν δηλαδή μια «νεκρή» ψυχικά μητέρα— διατηρούν μια ψυχική οργάνωση που μοιάζει με την κατάσταση «walking dead», δεν αισθάνονται ακριβώς ζωντανοί, ούτε είναι φυσικά νεκροί, είναι όμως ψυχικά απονεκρωμένοι.

 Διατηρούν έναν εαυτό που μπορεί μεν να δείχνει ότι αγαπά, αλλά εγκαταλείπει ξαφνικά τον άλλο με τρόπο που τον τραυματίζει, ώστε να επαναβιώνεται το τραύμα που έχουν οι ίδιοι υποστεί. Έχουν την ανάγκη να επαναλαμβάνουν στην πράξη αυτές τις καταστάσεις, ώστε να αισθάνονται μια ιδιότυπη «ζωντάνια» της «βαλσαμωμένης» μητέρας μέσα τους.

Pages