Τα ηθικά διδάγματα του Χριστιανισμού κυριάρχησαν στον τρόπο με τον οποίο ο δυτικός κόσμος κατανοεί την ηθική: η αντίληψή μας για την ηθική έχει ολοκληρωτικά διαμορφωθεί από το θρησκευτικό δόγμα και ακόμα και οι αθεϊστικές θεωρίες ηθικής οφείλουν πολλά σ' αυτό. Οι Δέκα Εντολές αναφέρουν διάφορα καθήκοντα και απαγορευμένες δραστηριότητες. Αυτά τα καθήκοντα ισχύουν ανεξάρτητα από τις συνέπειες της πραγμάτωσής τους: είναι απόλυτα καθήκοντα. Κάποιος που πιστεύει ότι η Βίβλος αποτελεί το λόγο του Θεού δεν θα έχει καμιά αμφιβολία ως προς το νόημα του «σωστού» και του «λάθος»: «σωστό» σημαίνει αυτό που θέλει ο Θεός και «λάθος» σημαίνει οτιδήποτε αντιβαίνει στη θέληση του Θεού.
Για έναν πιστό ηθική σημαίνει υποταγή σε κάποιες απόλυτες εντολές που έχουν δοθεί από μια εξουσία εκτός του ανθρώπου, από το Θεό. Για παράδειγμα λοιπόν, ο φόνος αποτελεί πάντοτε ηθικό σφάλμα, επειδή δηλώνεται ξεκάθαρα ως αμαρτία μέσα στις Δέκα Εντολές. Αυτό ισχύει ακόμα και όταν ο φόνος κάποιου συγκεκριμένου ατόμου, του Χίτλερ για παράδειγμα, μπορεί να σώσει τις ζωές άλλων ανθρώπων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μιαν απλούστευση: στην πραγματικότητα οι θεολόγοι υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πράγματι ειδικές περιστάσεις, στις οποίες ο φόνος μπορεί να επιτραπεί ηθικά, όπως για παράδειγμα σ' ένα δίκαιο πόλεμο.
Πρακτικά η χριστιανική ηθική είναι πολύ πιο περίπλοκη από την απλή υπακοή στις Δέκα Εντολές: περιλαμβάνει την εφαρμογή της διδασκαλίας του Χριστού και ιδιαίτερα την Εντολή της Καινής Διαθήκης «αγάπα τον πλησίον σου». Η ουσία αυτής της ηθικής ωστόσο είναι ένα σύστημα εντολών και απαγορεύσεων.
Το ίδιο ισχύει και για τις περισσότερες μορφές ηθικής που βασίζονται σε κάποια θρησκεία.
Πολλοί άνθρωποι έχουν σκεφτεί ότι, αν ο Θεός δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους ηθική: όπως το έθεσε ο Ρώσος μυθιστοριογράφος Ντοστογιέφσκι, «Αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε όλα επιτρέπονται».
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν τρεις τουλάχιστον ουσιαστικές αντιλογίες σε οποιαδήποτε θεωρία ηθικής που βασίζεται αποκλειστικά στη θέληση του Θεού.
Κριτική της χριστιανικής ηθικής
Ποια είναι η θέληση του Θεού;
Μια δυσκολία που αντιμετωπίζει κανείς αμέσως στη χριστιανική ηθική είναι το ν’ ανακαλύψει ποια ακριβώς είναι η θέληση του Θεού. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι τι ακριβώς θέλει να κάνουμε ο Θεός; Οι Χριστιανοί απαντούν συνήθως σ’ αυτή την ερώτηση λέγοντας «Ερευνάτε τας γραφάς». Η Βίβλος όμως είναι ανοιχτή σε πολλές και συχνά αντιφατικές ερμηνείες: σκεφτείτε μόνο τις διαφορές ανάμεσα σ' αυτούς που παίρνουν το βιβλίο της Γένεσης κυριολεκτικά, και πιστεύουν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε σε επτά ημέρες, και αυτούς που το θεωρούν μεταφορά. Ή τις διαφορές ανάμεσα σ' αυτούς που πιστεύουν ότι ο φόνος σε καιρό πολέμου μπορεί να γίνει υπό προϋποθέσεις αποδεκτός και σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η εντολή «Ου φονεύσεις» είναι απόλυτη και άνευ όρων.
Το Δίλημμα του Ευθύφρονα
Όταν υπάρχουν μόνο δύο πιθανές εναλλακτικές λύσεις και καμιά τους δεν είναι η επιθυμητή, δημιουργείται δίλημμα. Σ' αυτή την περίπτωση πρόκειται για ένα δίλημμα που τέθηκε αρχικά στον Ευθύφρονα του Πλάτωνα.
Το δίλημμα για κάποιον που πιστεύει ότι η ηθική πηγάζει από τις εντολές του Θεού έχει ως εξής: Ο Θεός προστάζει ή αγαπά μόνον ό,τι είναι ηθικά σωστό; Ή μήπως η ίδια η προσταγή ή η αγάπη του Θεού το καθιστά ηθικά σωστό;
Ας μελετήσουμε την πρώτη επιλογή. Αν ο Θεός προστάζει ή αγαπά τα συγκεκριμένα πράγματα επειδή αυτά είναι ηθικά σωστά, αυτό σημαίνει ότι η ηθική είναι κατά μία έννοια ανεξάρτητη από το Θεό. Ο Θεός ανταποκρίνεται σε προϋπάρχουσες ηθικές αρχές που εμφανίζονται στο σύμπαν. Τις ανακαλύπτει μάλλον, παρά τις δημιουργεί. Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, θα ήταν δυνατό να περιγράψουμε ολόκληρη την έννοια της ηθικής χωρίς να αναφερθούμε καθόλου στο Θεό, παρ’ όλο που μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Θεός μας εφοδιάζει με πιο αξιόπιστες πληροφορίες για την ηθική σε σχέση μ’ αυτές που θα μπορούσαμε μόνοι μας να σταχυολογήσουμε από τον περιβάλλοντα κόσμο με την περιορισμένη ευφυΐα μας. Όπως και να ‘χει, ο Θεός κατ' αυτή την άποψη δεν αποτελεί την πηγή της ηθικής.
Η δεύτερη επιλογή μάλλον είναι λιγότερο ελκυστική για τους υπέρμαχους της χριστιανικής ηθικής. Αν ο Θεός καθορίζει το σωστό και το λάθος απλώς και μόνο με τις εντολές ή την έγκρισή του, τότε η ηθική παρουσιάζεται κάπως αυθαίρετη ως έννοια. Θεωρητικά, ο Θεός θα μπορούσε να έχει κηρύξει το φόνο ηθικά αξιέπαινη πράξη, και έτσι θα ήταν. Κάποιος που υποστηρίζει πως η ηθική είναι ένα σύστημα από εντολές του Θεού θα μπορούσε να απαντήσει ότι ο Θεός δεν θα κήρυσσε ποτέ το φόνο ηθικά αξιέπαινο, επειδή ο Θεός είναι καλός και δεν θα ήθελε να μας επιβάλει κάτι τέτοιο. Αν όμως με τη λέξη «καλός» εννοούμε «ηθικά καλός», αυτό έχει ως συνέπεια η πρόταση «ο Θεός είναι καλός» να σημαίνει «ο Θεός εγκρίνει τον εαυτό του». Πράγμα που μάλλον απέχει πολύ απ' αυτό που εννοούν οι πιστοί όταν λένε «ο Θεός είναι καλός».
Η ύπαρξη του Θεού θεωρείται δεδομένη
Ένας πολύ σοβαρότερος αντίλογος σ’ αυτή την άποψη για την ηθική, ωστόσο, είναι ότι θεωρεί δεδομένο πως ο Θεός όντως υπάρχει και είναι αγαθός. Αν ο Θεός δεν ήταν αγαθός, γιατί να θεωρούνται ηθικά σωστές οι πράξεις που συμμορφώνονται προς τη θέλησή του; Όπως είδαμε […], ούτε η ύπαρξη του Θεού ούτε η καλοσύνη του μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες.
Nigel Warburton, Φιλοσοφία: Τα βασικά ζητήματα
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, 1999, σελ. 66-71