Όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, όταν σκέπτονται τη ζωή τους, μπορούν εύκολα να ξεχωρίσουν κάποιες αναμνήσεις, που θα εύχονταν να μπορούσαν να σβήσουν με μια μαγική γόμα.
Μπορεί να έχουν περάσει χρόνια από κάποιο γεγονός, αλλά κάποιες φορές λέμε… «Ποτέ δε θα το ξεπεράσω πραγματικά αυτό!».
Υπάρχουν επίσης για πολλούς πράγματα, που όχι μόνο δε θέλουν να μιλούν γι’ αυτά, αλλά ούτε καν να σκέπτονται.
Πότε συμβαίνει αυτό; Ποιο είναι το χαρακτηριστικό αυτών των αναμνήσεων που θα διαλέγαμε να σβήσουμε;
Οι συγκεκριμένες αναμνήσεις έχουν ένα πολύ χαρακτηριστικό κοινό σημείο: Κουβαλάνε μαζί τους ένα έντονο και αρνητικό συγκινησιακό φορτίο. Εκτός αυτού, έχουν δημιουργήσει και μια αρνητική εικόνα ή σκέψη για το ίδιο το άτομο.
Θυμόμαστε επομένως τη συγκεκριμένη ανάμνηση και αυτομάτως νιώθουμε ένα συγκεκριμένο αρνητικό συναίσθημα και σκεφτόμαστε για εμάς με έναν συγκεκριμένο αρνητικό τρόπο. Κάθε φορά που έρχεται στο μυαλό μας η εν λόγω ανάμνηση, η διαδικασία επαναλαμβάνεται με αλγοριθμική ακρίβεια. Νιώθουμε το ίδιο αρνητικό συναίσθημα, σκεπτόμαστε για εμάς με τον ίδιο ακριβώς αρνητικό τρόπο.
Υπάρχει όμως μια σημαντική συνιστώσα: Η σκέψη ή η εικόνα που αναδύεται για τον εαυτό μας, είναι ακραία, άκαμπτη και αποσπασματική (π.χ. είμαι ένας άχρηστος ή ανίκανος ή προβληματικός κ.α.). Αυτή η σκέψη δεν είναι προϊόν στοχασμού και ώριμης σκέψης. Δεν έχει λάβει υπόψιν της το σύνολο των εμπειριών μας, των πράξεών μας, των δυνατοτήτων μας.
Είναι αυτοπεριοριστική και δε μπορεί να σταθεί, εάν αντιπαραβάλλουμε λογικά αντεπιχειρήματα (π.χ. στις περιπτώσεις α,β,γ,δ, δεν φάνηκες να ήσουν άχρηστος ή ανίκανος ή προβληματικός). Για το λόγο αυτό η συγκεκριμένη σκέψη ονομάζεται δυσλειτουργική και αυτό, γιατί είναι και παράλογη και αυτοπεριοριστική.
Αυτός όμως είναι ο τυπικός τρόπος που ο εγκέφαλος δουλεύει;
Στη πραγματικότητα ο εγκέφαλος υπό φυσιολογικές συνθήκες δε δουλεύει καθόλου με αυτόν το τρόπο. Ο εγκέφαλός μας είναι ένας υπερυπολογιστής, ικανός για ιδιαίτερα σύνθετες γνωστικές διεργασίες. Είναι ένα δυναμικό σύστημα, συνεχώς μεταβαλλόμενο, με βασική αποστολή, να συνθέτει δεδομένα και να βρίσκει λύσεις.
Υπο φυσιολογικές συνθήκες λοιπόν, αυτό που ο εγκέφαλος θα έκανε στη περίπτωση, που μια μεμονομένη εμπειρία οδηγούσε στο συμπέρασμα, πως είμαστε ανίκανοι και παράλληλα πέντε άλλες εμπειρίες μας οδηγούσαν στο συμπέρασμα, πως μπορούμε να τα καταφέρουμε, θα ήταν η απόδοση ενός λειτουργικού νοήματος στο σύνολο της εμπειρίας, λαμβάνοντας υπόψιν τόσο τα δεδομένα από τις ατομικές μας εμπειρίες, όσο και τις επιταγές της πραγματικότητας στη βάση της κοινής λογικής.
Στη βάση αυτή λοιπόν, ο εγκέφαλος θα συμπέραινε: «Δεν είναι για κανέναν δυνατό να τα καταφέρνει σε όλες τις περιπτώσεις. Κάποιες φορές τα καταφέρνουμε και άλλες όχι, χωρίς αυτό να μας καθιστά ανίκανους».
Το ερώτημα που μας ενδιαφέρει λοιπόν είναι, γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις παρακωλύεται η φυσιολογική διαδικασία απόδοσης νοήματος στην εμπειρία;
Ορισμένες φορές, μια εμπειρία που βιώνεται υπό συνθήκες υψηλού στρες, δεν αποθηκεύεται στον εγκέφαλο με τον τυπικό τρόπο. Όπως αναφέραμε πριν, ο τυπικός τρόπος θα έδινε την ευκαιρία στα ανώτερα κέντρα σκέψης, να χρησιμοποιήσουν τα δεδομένα από τη συγκεκριμένη εμπειρία, συνδυάζοντας τα με προϋπάρχοντα δεδομένα, προκειμένου να εξαχθεί ένα λειτουργικό νόημα.
Κάποιες φορές λοιπόν, σε συνθήκες υψηλού στρες, τα νευρωνικά δίκτυα που αποθηκεύουν τις συγκεκριμένες πληροφορίες «παγώνουν». (Νευρωνικά δίκτυα ονομάζονται τα κυκλώματα διασυνδεδεμένων νευρώνων).
Τώρα ο υπόλοιπος εγκέφαλος δεν έχει πρόσβαση στα δεδομένα αυτά προκειμένου να τα επεξεργαστεί. Τα δίκτυα αυτά τώρα δεν είναι λειτουργικό τμήμα του εγκεφάλου, αλλά αποκομένες πληροφορίες, ανεπεξέργαστες, που πυροδοτούνται αυτόνομα όταν κάτι θυμίζει, μοιάζει ή συνδέεται με τη συγκεκριμένη εμπειρία.
Τα δίκτυα αυτά μοιάζουν με ξένο σώμα μέσα στον εγκέφαλο και κρατάνε παγωμένες, αποσπασματικές πληροφορίες. Πρωτογενή δεδομένα θα λέγαμε. Ακριβώς γιατί τα δεδομένα αυτά δεν έχουν τύχει επεξεργασίας.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν τώρα, για ποιό λόγο κάποιος μπορεί να τρακάρει με το αυτοκίνητο και ακόμα και αν περάσουν χρόνια από το συμβάν «να μη μπορεί να το ξεπεράσει». Ενδεχομένως και μόνο που το θυμάται, μπορεί να έχει ταχυπαλμίες, μπορεί να αισθάνεται απίστευτο τρόμο, λες και η ζωή του κινδυνεύει τώρα.
Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται φυσικά, πως δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος τώρα, αλλά οι αισθήσεις από το τρακάρισμα είναι παγωμένες και ανεπεξέργαστες μέσα στα δίκτυά τους και για το λόγο αυτό είναι σα να συμβαίνουν τώρα.
Τα αποκομμένα αυτά δίκτυα θα προκαλούν τα ίδια πάντα αισθήματα και την ίδια πάντα κυρίαρχη δυσλειτουργική σκέψη. Έτσι με απόλυτη ακρίβεια, κάθε φορά που θα θυμάται το τρακάρισμα, θα βιώνει αισθήματα ακραίου στρες και θα έχει μια επίμονη και δυσλειτουργική σκέψη για τον εαυτό του: «Κινδυνεύω».
Παρότι λοιπόν ο εγκέφαλος είναι ένας αξιοθαύμαστος υπερυπολογιστής, ένα συμβάν που βιώνεται υπό συνθήκες έντονου στρες, ενδέχεται να προκαλέσει κάποιο κόλλημα στο λογισμικό του.
Πολλές φορές και άλλα αρνητικά αλλά και αναπόφευκτα συμβάντα, όπως μια αποτυχία ή μια απόρριψη, μένουν μέσα μας χρόνια, σα να είναι παγωμένα. Κάποιες φορές μας δημιουργούν ψυχολογικά συμπτώματα, ενώ κάποιες άλλες μας κάνουν να αισθανόμαστε άσχημα για τον εαυτό μας, να υποτιμούμε τις δυνατότητές μας, ή μπορεί να περιπλέκουν τις σχέσεις μας με τους άλλους.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα:
Μπορούμε να «σβήσουμε» αυτές τις αναμνήσεις που μας πληγώνουν; Μήπως η επιστήμη έχει φτιάξει κάτι σα μαγική γόμα;
Η απάντηση είναι πως μπορούμε. Με τεχνικές που ανήκουν στο κλάδο της ψυχοτραυματολογίας, όπως το EMDR και το brainspotting, στοχεύουμε στα δίκτυα των οδυνηρών αναμνήσεων και δίνουμε τη δυνατότητα στον εγκέφαλο να τις επεξεργαστεί, βγάζοντάς τες από τη κατάσταση «παγώματος».
Καθώς οι δυνάμεις του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι πράγματι πολύ μεγάλες στην ανεύρεση λύσεων και τη δημιουργία νοήματος, τις περισσότερες φορές, δε χρειάζεται παρά μόνο λίγη βοήθεια, προκειμένου να ενσωματωθούν οι παγωμένες πληροφορίες και να εξαχθεί ένα χρήσιμο για το ίδιο το άτομο νόημα από αυτές.
Από κάθε εμπειρία, ο εγκέφαλός μας μπορεί να αφαιρέσει όλο το δυσλειτουργικό συναισθηματικό φορτίο και να τροποποιήσει τις δυσλειτουργικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας και το κόσμο. Ενσωματώνει την εμπειρία στη προσωπική μας ιστορία και εξάγει ένα χρήσιμο νόημα από αυτήν.
Στο παράδειγμα που προαναφέραμε με το αυτοκινητιστικό ατύχημα, οι ταχυπαλμίες και η πεποίθηση κινδυνεύει η ζωή μου, δεν έχουν κανένα λειτουργικό νόημα για το άτομο στο παρόν. Το μόνο που προκαλούν είναι προβλήματα. Αποτελούν απλά παγωμένες σκέψεις και αισθήσεις.
Εάν η ανάμνηση τύχει ολοκληρωμένης επεξεργασίας, ο άνθρωπος μπορεί να την ανακαλεί, χωρίς να βιώνει κανένα απολύτως σωματικό αίσθημα άγχους και χωρίς να διατηρεί δυσλειτουργικές αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό του. Σχηματίζεται στη θέση τους ένα λειτουργικό και χρήσιμο για το μέλλον νόημα. Για παράδειγμα ότι θα πρέπει να τηρούμε τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας και να οδηγούμε με προσοχή.
Με το τρόπο αυτό οι αναμνήσεις σταματούν να μας πληγώνουν. Δε σβήνουμε τα γεγονότα, αλλά τα αρνητικά τους συνεπακόλουθα. Μοιάζει σα να αφαιρούμε από έναν υπολογιστή ιούς, που παρακωλύουν τη φυσιολογική λειτουργία του λογισμικού του.
Μεγάλο εύρος συμβάντων μπορούν να λειτουργήσουν ως τραυματικές εμπειρίες για κάποιον άνθρωπο, όπως για παράδειγμα σωματικές επιθέσεις, ληστείες, βιασμοί, ατυχήματα, σεισμοί, πλημμύρες, πυρκαγιές, κακοποίηση λεκτική ή σωματική, εγχειρήσεις και σοβαρές ασθένειες, για να αναφέρουμε μόνο μερικά.
Κάποιες φορές επίσης, το άτομο μπορεί να τραυματιστεί ψυχικά όντας θεατής ενός γεγονότος που συμβαίνει σε κάποιον άλλον. Σε κάθε περίπτωση αυτό που έχει σημασία, είναι να γνωρίζουμε, πως δεν είμαστε υποχρεωμένοι, να κουβαλάμε το παρελθόν σαν βάρος στις πλάτες μας, στερούμενοι τη δυνατότητα να ζήσουμε ελεύθεροι και σύμφωνα με τις πραγματικές δυνατότητές μας.
Αρθρογράφος: Νάνσυ Αλεξίου,
M.Sc., Κλινική Ψυχολόγος,
Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών.