Μια ψευδοεπιστήμη
Το ενδιαφέρον για την παραψυχολογία είναι πολύ παλιό, το απλούστατο γεγονός είναι όμως ότι δεν έχουν υπάρξει μελέτες που να μπορούν να αναπαραχθούν και να αποδεικνύουν την ύπαρξή της.
Ειδικότερα η υπεραισθητική αντίληψη [ESP: extrasensory perception] δεν έχει καταδειχθεί ποτέ σε κάποιο ελεγχόμενο πείραμα, και οι λίγες «επιτυχημένες» επιδείξεις έχουν γίνει σε μελέτες που περιείχαν μοιραία λάθη. Αντί να τις αναμασήσω θα προτιμούσα να κάνω ορισμένες γενικές παρατηρήσεις.
Η πρώτη, τόσο προφανής που ντρέπεται κανείς να την αναφέρει, είναι πως η υπεραισθητική αντίληψη παραβλέπει τη θεμελιώδη αρχή της κοινής λογικής ότι οι φυσιολογικές αισθήσεις πρέπει να συμμετέχουν με κάποιο τρόπο για να υπάρξει επικοινωνία.
Όταν από έναν οργανισμό διαρρέουν εμπιστευτικές πληροφορίες, οι άνθρωποι υποψιάζονται ότι υπάρχει κατάσκοπος, όχι πνευματιστής. Επομένως η κοινή λογική και η επιστήμη επιβάλλουν την υπόθεση ότι τα φαινόμενα της υπεραισθητικής αντίληψης δεν υπάρχουν, και η ευθύνη της απόδειξης βαρύνει αυτούς που ισχυρίζονται ότι υπάρχουν.
Από αυτό προκύπτουν μια σειρά σκέψεις σχετικά με τις πιθανότητες. Εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ορίζεται η υπεραισθητική αντίληψη -ως επικοινωνία χωρίς κανένα φυσιολογικό αισθητηριακό μηχανισμό- δεν υπάρχει τρόπος να ξεχωρίσουμε ένα μεμονωμένο επεισόδιο υπεραισθητικής αντίληψης από τις περιπτώσεις όπου μαντεύει κανείς στην τύχη.
Φαίνονται όλα ακριβώς ίδια, όπως μια συγκεκριμένη σωστή απάντηση σε εξετάσεις του τύπου «σωστό ή λάθος» φαίνεται ίδια είτε έχει δοθεί από ένα μαθητή του άριστα είτε από κάποιον που προσπαθεί απλώς να μαντέψει όλες τις απαντήσεις.
Αφού δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τα υποκείμενα των πειραμάτων υπεραισθητικής αντίληψης να δικαιολογήσουν τις αντιδράσεις τους, όπως μπορούμε να κάνουμε στην περίπτωση των εξεταζομένων που απαντούν με τη μέθοδο σωστό ή λάθος, και εφόσον εξ ορισμού δεν υπάρχει κανένας αισθητηριακός μηχανισμός του οποίου να ερευνήσουμε τη λειτουργία, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να δείξουμε την ύπαρξη υπεραισθητικής αντίληψης είναι ο στατιστικός έλεγχος: διεξάγοντας αρκετές δοκιμές και βλέποντας αν ο αριθμός των σωστών απαντήσεων είναι αρκετά μεγάλος ώστε να αποκλείεται η εξήγηση της τύχης.
Αν αποκλειστεί η τύχη και δεν υπάρχουν άλλες εξηγήσεις θα αποδειχτεί η ύπαρξη υπεραισθητικής αντίληψης.
Υπάρχει βεβαίως η τεράστια επιθυμία να πιστεύει κανείς, η οποία εξηγεί πολλά ελαττωματικά πειράματα (όπως του J. Β. Rhine) και πολλές απροκάλυπτες απάτες (όπως του S. G. Soal) που φαίνεται να χαρακτηρίζουν τον παραφυσικό τομέα.
Ένας άλλος παράγοντας είναι αυτό που αναφέρεται καμιά φορά ως «φαινόμενο Jeane Dixon»(κατά την αυτοαποκαλούμενη πνευματίστρια Jeane Dixon), όπου οι σχετικά λίγες σωστές προβλέψεις διακηρύσσονται θριαμβευτικά με αποτέλεσμα να τις θυμούνται πολλοί, ενώ οι πολύ περισσότερες λανθασμένες προβλέψεις δεν τονίζονται ή ξεχνιούνται καταπώς βολεύει.
Οι φυλλάδες των σούπερ μάρκετ ποτέ δεν προσφέρουν έναν κατάλογο με τις λανθασμένες προβλέψεις των πνευματιστών στο χρόνο που πέρασε, πράγμα που δεν κάνουν ούτε τα πιο υψηλής στάθμης περιοδικά της Νέας Εποχής, τα οποία παρά το λούστρο της εκλέπτυνσής τους είναι εντέλει εξίσου ανόητα.
Το ξεμυάλισμα του δέκατου ένατου αιώνα με τη φρενολογία -για να συνεχίσουμε με ένα άλλο θέμα που χτυπάει στο κεφάλι- δείχνει τα αδιέξοδα μιας τέτοιας κατεύθυνσης της σκέψης.
Τότε, όπως και τώρα, τα ψευδοεπιστημονικά πιστεύω δεν περιορίζονταν στους αμόρφωτους και η πεποίθηση ότι διάφορες ψυχολογικές και πνευματικές ιδιότητες μπορούν να αναγνωριστούν εξετάζοντας τα εξογκώματα και τις γραμμές του κεφαλιού ενός ανθρώπου ήταν πολύ διαδεδομένη.
Πολλές εταιρείες απαιτούσαν από τους υποψήφιους υπαλλήλους τους να υποβληθούν σε φρενολογικές εξετάσεις ως όρο για την πρόσληψή τους, και πολλά ζευγάρια που σκέφτονταν το γάμο ζητούσαν τη συμβουλή των φρενολόγων.
Εμφανίστηκαν περιοδικά αφιερωμένα σ’ αυτό το θέμα και οι παραπομπές στις σχετικές θεωρίες ήταν διάχυτες στη λαϊκή λογοτεχνία.
Ο διάσημος παιδαγωγός Horace Mann έβλεπε τη φρενολογία ως «οδηγό προς τη φιλοσοφία και υπηρέτρια του χριστιανισμού», ενώ ο δημοσιογράφος και πολιτικός Horace Greeley, που έγινε γνωστός για τη φράση «Go West, young man» [«Τράβα δυτικά, νέε μου»], υποστήριζε τη φρενολογική εξέταση όλων των μηχανικών του σιδηροδρόμου.
Κατεβαίνοντας σε πιο πεζά θέματα, ας εξετάσουμε την πρακτική των πυροβατών να περπατούν ξυπόλυτοι πάνω σε αναμμένα κάρβουνα.
Η πρακτική αυτή αναφέρεται συχνά ως παράδειγμα υπερίσχυσης του πνεύματος απέναντι στην ύλη και δεν χρειάζεται να είναι κανείς αριθμόφοβος για να εντυπωσιαστεί καταρχήν από ένα τέτοιο κατόρθωμα.
Αυτό που κάνει τούτο το φαινόμενο λιγότερο αξιοσημείωτο είναι το σχετικά άγνωστο γεγονός ότι το αφυδατωμένο ξύλο έχει εξαιρετικά χαμηλή θερμοχωρητικότητα και είναι πολύ κακός αγωγός θερμότητας.
Ακριβώς όπως είναι δυνατό να βάλετε το χέρι σας μέσα σ’ έναν καυτό φούρνο χωρίς να καείτε, εφόσον δεν αγγίξετε τα μεταλλικά στοιχεία του φούρνου, ένας άνθρωπος μπορεί να περπατήσει γρήγορα πάνω στα αναμμένα ξυλοκάρβουνα χωρίς να πάθει καμιά σοβαρή ζημιά στα πόδια του.
Φυσικά, η μισοθρησκευτική κουβέντα περί πνευματικού αυτοελέγχου είναι πιο ελκυστική από μια συζήτηση για τη θερμοχωρητικότητα και την αγωγιμότητα.
Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τούτα τα περπατήματα γίνονται το βράδυ για να υπογραμμιστεί η αντίθεση του δροσερού βραδινού αέρα και του σκοταδιού που απλώνεται τριγύρω με τα πυρακτωμένα κάρβουνα, εξηγεί τη δραματική εντύπωση που προκαλεί η πυροβασία.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Αριθμοφοβία : ο μαθηματικός αναλφαβητισμός και οι συνέπειές του» του Tzon Allen Paoulos
Πηγή: AntiChainLetter