Για να ζήσεις, πρέπει να πεθάνεις! - Point of view

Εν τάχει

Για να ζήσεις, πρέπει να πεθάνεις!







"Ο Ιησούς μίλησε πολλές φορές για τον σπόρο τού σιναπιού. Ο σπόρος του σιναπιού είναι ο πιο μικρός απ' όλους τους σπόρους αλλά έχει μια μυστηριώδη ποιότητα: 

Όταν μεγαλώνει, γίνεται το πιο μεγάλο φυτό. 

Ο Θεός είναι αόρατος και το σύμπαν είναι η πιο ορατή του δημιουργία. 

Το σύμπαν είναι το δέντρο. 

Ο Θεός είναι ο σπόρος. 

Ο Θεός είναι το ανεκδήλωτο. 

Το σύμπαν είναι αυτό που έχει εκδηλωθεί. 

Και, αν υπάρχει το σύμπαν, τότε υπάρχει και ο σπόρος. 

Πως μπορεί να υπάρξει ένα δέντρο, χωρίς το σπόρο; 

Ο σπόρος όμως πρέπει να πεθάνει. 

Μόνο τότε μπορεί να γίνει δέντρο. 

Γι' αυτό ο Θεός βρίσκεται παντού, όπως ακριβώς ο σπόρος βρίσκεται μέσα σ' ολόκληρο το δέντρο. 

Δεν μπορείς όμως να βρεις το σπόρο. 

Ο σπόρος έχει πεθάνει μέσα στο δέντρο. 

Έγινε το ίδιο το δέντρο. 

Ο Θεός έγινε το σύμπαν. 

Δεν είναι χωρισμένος απ' αυτό." 

OSHO



Ο Θεός κοιτάει ένα καρπό και λεει: 

«Σε σένα υπάρχει ένα δέντρο. 

Υπάρχει ένας σπόρος μέσα σου και αυτός ο σπόρος είναι ένα δέντρο. 

Βρίσκεται εκεί και Εγώ θα φέρω εις πέρας αυτό που ξεκίνησα μέσα σου!» 

Και λέει ακόμα ο Θεός: 

«Φυτέψτε αυτόν τον σπόρο και θα γίνει δένδρο. 

Έχω βάλει ένα δέντρο μέσα σ' αυτό τον σπόρο.» 

Επειδή λοιπόν ο Θεός γνωρίζει τον σπόρο που έχει φυτέψει μέσα στον κάθε άνθρωπο, δεν πρέπει να δειλιάσουμε να κάνουμε αυτό που μας ζητάει. 

Όπως είπε ο Ιησούς: 

«Αν ο σπόρος του σιταριού δεν πέσει στη γη και πεθάνει, μόνος του μένει. 

Αν όμως πεθάνει, τότε θα φέρει πολύ καρπό.» 
(Ιωάννης 12:24). 

Ο Θεός, όχι μόνο έχει βάλει το σπόρο που θα φέρει τον καρπό μέσα μας, αλλά μας έχει δείξει και τον τρόπο που θα καρποφορήσουμε: ο σπόρος πρέπει να πεθάνει. 

Αν ο σπόρος σου δεν πεθάνει δε θα φέρει καρπό. 

Αν τον φυλάξεις ζηλότυπα για να μην τον χάσεις, θα μείνεις μ' ένα χωρίς αξία σπόρο. 

Θα γίνεις έτσι σαν το δούλο που έθαψε το τάλαντο αντί να το χρησιμοποιήσει και να γίνει ένας ευτυχισμένος δημιουργικός και καρποφόρος άνθρωπος που εκπλήρωσε τον προορισμό του. 

Η αρχή της Γραφής όμως είναι πάντα η ίδια: 

«δώσε για να έχεις... ρίξε το ψωμί σου πάνω στα νερά και πάλι θα το ξαναβρείς.» 

(Εκκλησιαστής 11:1).




Η ζωή και τα πρέπει


Η ζωή είναι περίεργη καθώς την ζεις μονάχα μία φορά και την πληρώνεις δέκα.



Έχεις μονάχα μία ευκαιρία για να βρεις την ιδανική συνταγή, μα αν την πετύχεις μία φορά σου είναι αρκετή.

Για να μπορείς λοιπόν να πεις πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες όσα ήθελες και έχεις πια χορτάσει..

Πρέπει τουλάχιστον μία φορά να καεί η γλώσσα και η καρδιά σου.

Πρέπει να γρατζουνιστούν τα γόνατα μα και τα σχέδιά σου.

Πρέπει να αποτύχεις για να επιτύχεις, γιατί όσοι δεν απέτυχαν είναι όσοι ποτέ δε ρίσκαραν.

Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι για να σε γλυκάνει μία σοκολάτα γάλακτος.

Πρέπει να γνωρίσεις τους λάθος ανθρώπους για να εκτιμήσεις την αξία της συντροφιάς όταν βρεις επιτέλους τους σωστούς.

Πρέπει να χάσεις το πτυχίο γαλλικών, την θέση στη σχολή που ονειρευόσουν από παιδί ή έστω τα κλειδιά με το αγαπημένο σου μπρελόκ.

Πρέπει να πληγωθείς μα πρέπει και να πληγώσεις.

Να αποχωριστείς τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις το αέναο πάθος της ζωής σου.

Αφού το βρεις, όποιο κι αν είναι, πρέπει ολοκληρωτικά να του δοθείς.

Πρέπει να ξυπνήσεις ένα πρωί και να αναρωτηθείς αν αντέχεις να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει.

Πρέπει να διαφωνήσεις με τους γονείς σου και να επιμείνεις στην θέση σου ακόμη κι αν δεν μιλήσετε για μερικές ημέρες.

Να σου κλέψουν πρέπει το πορτοφόλι, την θέση parking ή έστω τη σειρά στο ταμείο.

Να κρυολογήσεις άσχημα επειδή δεν έβαλες ζακέτα.

Να παρακοιμηθείς επειδή ζήτησες πέντε λεπτά ακόμη από το ξυπνητήρι σου.

Πρέπει να πιεις για να ξεχαστείς και αντ’ αυτού να θυμηθείς γιατί αξίζει να ζεις.

Να έρθει πρέπει η στιγμή που δεν θα ξέρεις τη σωστή απάντηση.

Ή ακόμη και η στιγμή που δεν θα έχεις καν απάντηση.

Πρέπει να επιλέξεις το λάθος πακέτο τηλεφωνίας και την λάθος κίνηση στο σκάκι.

Πρέπει να δοκιμάσεις ένα παντελόνι που δεν σου κουμπώνει και να σου κάνουν δώρο μια μπλούζα δυο νούμερα μεγάλη.

Πρέπει να απογοητευτείς από φίλους, να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα και να υπομείνεις βαρετές ταινίες μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα θα σε αλλάξει για πάντα.

Πρέπει να χάσεις στα χαρτιά την ίδια μέρα που θα χάσεις και στην αγάπη.

Να μην έχεις ούτε πίτα, ούτε σκύλο.

Οι αντοχές σου πρέπει να σε εγκαταλείψουν πριν φτάσεις στην γραμμή του τερματισμού.

Πρέπει να δεις το τελευταίο λεωφορείο για την θάλασσα να απομακρύνεται το πιο ζεστό μεσημέρι του καλοκαιριού.

Πρέπει να βρεις έναν άνθρωπο για τον οποίο θα τα παρατούσες όλα και να αναγκαστείς να παρατήσεις την ιδέα του μαζί.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως η ζωή σου πήρε έναν δρόμο που δεν διάλεξες εσύ.

Να ευχηθείς να ήσουν για μια στιγμή άλλου, σε εκείνο το “εκεί” που τόσο σου έχει λείψει.

Να έρθει η μέρα που δεν θα μπορέσεις να παραδεχθείς τα συναισθήματά σου, ούτε καν στον εαυτό σου.

Να δεις τον κόσμο σου να καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως κάποια όνειρά σου δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ και ακόμη πως ποτέ δε θα καταφέρεις να τα έχεις όλα.

Πρέπει να αναγνωρίσεις, λόγω εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα, αφού επιθυμήσεις κάτι που δεν μπορείς να αγοράσεις.

Πρέπει να χάσεις το κορίτσι πριν βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις.

Και πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις
Ο Bukowski, η ζωή και τα πρέπει



Για να ζήσεις, πρέπει να πεθάνεις!

Παράδοξος ακούγεται ο λόγος αυτός. Κι όμως είναι τόσο αληθινός! Στην πραγματικότητα αποτελεί θεμέλιο της εν Χριστώ ζωής. Όποιος επιθυμεί να ζήσει αληθινά, πρέπει να πεθάνει! Τι μυστήριο! Πώς ο θάνατος γίνεται ζωή;




Το εκπληκτικό αυτό μυστήριο αποκαλύπτεται μπροστά μας ήδη από την πρώτη ημέρα της εισόδου μας στην αγία Εκκλησία με το άγιο Βάπτισμα. Εκεί ζούμε μία νέκρωση και ταφή, και συγχρόνως μία ανάσταση σε νέα ζωή. Η τριπλή κατάδυση του βαπτιζομένου στο αγιασμένο ύδωρ της κολυμβήθρας συμβολίζει την ταφή και την τριήμερη Ανάσταση του Κυρίου. Ωστόσο, αυτή η τελετουργική πράξη, η οποία είναι απολύτως απαραίτητη για να θεωρείται έγκυρο το Μυστήριο, δεν αποτελεί έναν απλό συμβολισμό αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Εγκαινιάζει μία εντελώς διαφορετική κατάσταση και σηματοδοτεί μία νέα πορεία.


Ο απόστολος Παύλος γράφει: «Ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν, εἰς τον θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν· συνετάφημεν οῦν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν διά τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω και ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Ρωμ. ς’ 3-4). Όσοι βαπτισθήκαμε με πίστη στον Ιησού Χριστό, με το Βάπτισμά μας γίναμε συμμέτοχοι στον σταυρικό του θάνατο. Θαφτήκαμε μαζί Του με το Βάπτισμα, που μας έκανε συγκοινωνούς του θανάτου του, ώστε όπως ακριβώς αναστήθηκε ο Χριστός εκ νεκρών διά της ενδόξου δυνάμεως του Πατρός, έτσι κι εμείς να αναστηθούμε σε νέα και ενάρετη ζωή ακολουθώντας τις απαιτήσεις αυτής της καινής ζωής.


Στο άγιο Βάπτισμα λοιπόν συντελείται μία νέκρωση και μία ανάσταση. Πεθαίνει ο παλαιός άνθρωπος της αμαρτίας και ανίσταται ο νέος αναγεννημένος άνθρωπος, για να ζήσει ενωμένος με τον Χριστό μία νέα και αναστημένη ζωή.


Αυτό όμως που συνέβη μία φορά στο άγιο Βάπτισμα καλούμαστε να το επιβεβαιώνουμε καθημερινά στη ζωή μας. Πέθανε ο παλαιός άνθρωπος της αμαρτίας. Δεν πρέπει να τον αφήσουμε να ξαναζωντανέψει! «Εἰ τοίνυν ἀπέθανες ἐν τῷ βαπτίσματι, μένε νεκρός», λέει ο ιερός Χρυσόστομος (PG 60, 485).


Μείνε νεκρός ως προς την αμαρτία! Ο νεκρός άνθρωπος δεν έχει δύναμη, δεν μπορεί να ενεργήσει, παραμένει σε αδράνεια και τέλεια αναισθησία. Βρίσκεται θαμμένος στον τάφο, δεν αμαρτάνει πια και είναι οριστικά αποξενωμένος από τον κόσμο. Έτσι πρέπει να ζει και καθένας από εμάς. Αποκομμένος από την αμαρτία και τον διεφθαρμένο κόσμο. Νεκρός για την αμαρτία, ζωντανός για τον Θεό. Αυτό μας παραγγέλλει και ο θείος απόστολος Παύλος: «Οὕτω καἰ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοῦς νεκρούς μέν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δἐ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. ς’ 11). Έτσι κι εσείς να θεωρείτε τους εαυτούς σας πεθαμένους μεν και νεκρούς ως προς την αμαρτία, ζωντανούς δε για τον Θεό, ενωμένους με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας.


Τι σημαίνει όμως πρακτικά το να νεκρώνει κανείς τον εαυτό του; Να πεθαίνει για την αμαρτία και να ζει για τον Θεό; Σημαίνει να μην παρασύρεται από τις αμαρτωλές συνήθειες, τα πάθη και τα ελαττώματά του και να αγωνίζεται να καλλιεργεί τις άγιες αρετές του Χριστού. Ο άνθρωπος που είναι νεκρός ως προς την αμαρτία δεν ζηλεύει, δεν χρησιμοποιεί το ψέμα και την απάτη, δεν κατακρίνει τους άλλους. Απέναντι στο κακό στέκεται σαν νεκρός· δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν λέει οτιδήποτε αμαρτωλό κι ανήθικο, ούτε αντιδρά όταν θίγουν τον εγωισμό του. Γενικά αυτός που πεθαίνει ως προς την αμαρτία δεν ακολουθεί τα εγωιστικά θελήματά του αλλά υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού· δεν επιδιώκει να εξυπηρετεί αποκλειστικά το συμφέρον του, αλλά διακονεί με αγάπη τις ανάγκες του πλησίον· δεν τον ελκύει η ματαιότητα του κόσμου, ούτε τον συγκινεί ο πλούτος και η εφήμερη δόξα. Εκείνο που θέλγει την ψυχή του είναι η αιώνια δόξα και ζωή, το άφθαστο κάλλος του ουρανού.


Αυτό σημαίνει νέκρωση του εαυτού μας, και οπωσδήποτε αυτό απαιτεί σκληρό κι επίπονο αγώνα. Αξίζει όμως τον κόπο, διότι η νέκρωση του αμαρτωλού εαυτού μας είναι θάνατος που γεννά τη ζωή. Πεθαίνεις για να ζήσεις. Να ζήσεις «ἐν καινότητι ζωῆς»· μία ζωή ενάρετη και αγία, στην οποία κέντρο είναι όχι το εγώ αλλά ο Χριστός». Πόσο αναπαύεται η ψυχή του ανθρώπου που ζει ενωμένος με τον Χριστό! Ο αναγεννημένος πνευματικά άνθρωπος απολαμβάνει πλούσιες τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος: την ειρήνη και τη χαρά ως μόνιμη κατάσταση μέσα στην ψυχή του, την πίστη για να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής, την εγκράτεια ως δυναμική αντίσταση στον πόλεμο κατά των παθών, την αγάπη προς όλους η οποία γνωρίζει να μακροθυμεί, να ανέχεται, να ελπίζει, να υπομένει.


Αυτή είναι η νέα ζωή! Αρχίζει από τώρα εδώ στη γη και εκτείνεται στην αιωνιότητα! «Εἰ δέ ἀπεθάνομεν σύν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καί συζήσομεν αὐτῷ» (Ρωμ. ς’ 8). Αν πεθάναμε ως προς την αμαρτία μαζί με τον Χριστό, καθώς ήδη ζούμε μαζί Του τη ζωή της Χάριτος, έχουμε την πεποίθηση ότι και θα ζήσουμε μαζί Του την μακαρία ζωή της αιωνιότητας.


Αυτή είναι η πνευματική ευτυχία για τον άνθρωπο: να νεκρώσει την αμαρτία μέσα του για να ζήσει τη ζωή που μας χάρισε ο Κύριος Ιησούς Χριστός με τον θάνατο, την ταφή και την Ανάστασή του.


Αν ποθούμε να ζήσουμε αυτή τη ζωή, τότε ας το πάρουμε απόφαση: ας θάψουμε τον παλαιό εαυτό μας μαζί με τις αμαρτωλές επιθυμίες και τα πάθη του. Αν θέλουμε να ζήσουμε, πρέπει να πεθάνουμε. Είναι ο μόνος τρόπος.




Η Στάση του Σωκράτη 

στον Επερχόμενο Θάνατο







«Εμένα δε με ενδιαφέρει ο θάνατος. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μη διαπράξω κάτι άδικο κι ανόσιο.»[1]σελ.67

«Δεν υπάρχει για τον καλό άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει.»[1]σελ.91

Ο Σωκράτης ίσως έγινε πιο γνωστός για αυτά που έκανε, παρά για αυτά που έλεγε. Η θανάτωσή του συχνά θεωρείται σαν ένα μεγάλο έγκλημα των Αθηναίων κατά της ελευθερίας του λόγου και μία από τις μεγαλύτερες ειρωνείες της Ιστορίας. 

Γιατί ακόμα και να εντάξουμε την δίκη και την εκτέλεσή του στο ιστορικό πλαίσιο μιας δημοκρατίας που προσπαθούσε να επανακαθοριστεί, έχοντας μόλις βγει από την άκρως απολυταρχική κυριαρχία των Τριάντα Τυράννων, και που γι’ αυτό ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος του τραγικού πρόσφατου παρελθόντος της με την εξόντωση κάθε ύποπτου για αντι-δημοκρατικά πιστεύω πνευματικού ανθρώπου (ο Σωκράτης είχε κακές παρέες), πώς μπορούμε να δικαιολογήσουμε ένα τόσο αχρείαστο θάνατο, ενός φιλοσόφου που θα κατέληγε να θεωρείται ο πατέρας της δυτικής φιλοσοφίας; Η εκτέλεσή του σημάδεψε τους μαθητές του, και πιο σημαντικά, τον Πλάτωνα, στο έργο του οποίου η παρουσία του δασκάλου του κυριαρχεί. 

Η κύρια πηγή που έχουμε για το τι ειπώθηκε στη δίκη είναι η Απολογία Σωκράτους που έγραψε ο Πλάτωνας. Το έργο γράφτηκε λίγα χρόνια μετά τη δίκη, και φυσικά δεν είναι μια ακριβής λέξη προς λέξη περιγραφή της ομιλίας του Σωκράτη, αλλά επειδή κατά τη συγγραφή του το θέμα ήταν νωπό στη μνήμη των Αθηναίων και πολλοί από τους παρόντες στη δίκη σίγουρα είχαν πρόσβαση στο Πλατωνικό κείμενο, θεωρείται αξιόπιστη πηγή, όσον αφορά τα κεντρικά σημεία υπεράσπισης και το πνεύμα των περιστατικών που εξελίχτηκαν.



Μεγάλο ρόλο στην επιρροή που είχαν τα τελευταία γεγονότα της ζωής του φιλοσόφου έπαιξε η στάση του απέναντι στον θάνατο που ήξερε ότι ερχόταν. Ο Σωκράτης είχε πολλές ευκαιρίες να γλιτώσει. 

Θα μπορούσε να φύγει από την πόλη με το που έμαθε την κατηγορία εναντίον του, αφού σίγουρα ήξερε ότι δεν είχε πολλές ελπίδες ενάντια σε ένα καθεστώς που δεν ενδιαφερόταν τόσο για την αλήθεια όσο για το πώς θα βρει τρόπο να εξωραΐσει τα δικά του εγκλήματα και να καλύψει την εκδικητικότητά του με την πρόφαση της κατηγορίας του αθεϊσμού. 

Η φυγή ήταν συνηθισμένη ενέργεια όταν η αθώωση ήταν αμφίβολη˙ αυτήν επέλεξε και ο Αριστοτέλης αργότερα, όταν κατηγορήθηκε από τον Ευρυμέδων τον Ιεροφάντη για ασέβεια προς τους θεούς αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και έφυγε για την Χαλκίδα.


Ο Σωκράτης λοιπόν εμφανίστηκε στη δίκη του για να αντιμετωπίσει το κατηγορητήριο αλλά και αυτό που παρουσιάζει ο ίδιος σαν την πραγματική αιτία της θανάτωσής του, την κακοφημία και τις συκοφαντίες που λέγονταν εις βάρος του, που προέρχονταν από μίσος επειδή έδειχνε, για αυτούς που παρίσταναν τους σοφούς, ότι δεν ήξεραν τίποτα. 

Στην απολογία του (όπως μας την αφηγούνται ο Πλάτωνας αλλά και ο Ξενοφώντας), έδειξε προκλητική και ειρωνική στάση απέναντι στους κατήγορούς του και στους δικαστές, αλλά και περηφάνια και θάρρος.


Δικαιολόγησε τον βίο του λέγοντας πως ο θεός τον πρόσταζε να έχει τη στάση ζωής που είχε, και πάντα έκανε ό,τι αυτός όριζε, κατά τη δική του πάντα αντίληψη, όπως του φανερώνονταν «με χρησμούς και με όνειρα και με κάθε τρόπο, με τον οποίο κάθε θεϊκή ύπαρξη ορίζει οτιδήποτε στους ανθρώπους να πράττουν»[1]σελ.69, είτε όταν ζούσε φιλοσοφώντας και εξετάζοντας τον εαυτό του και τους άλλους είτε κατά τη δίκη του. «Υπάρχει μέσα μου κάτι θεϊκό και δαιμόνιο…

 Πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτα.»[1]σελ.65. «Εκείνοι ονομάζουν αυτούς που προλέγουν το μέλλον με σημεία ‘πουλιά’, ‘μύθους’, οιωνούς’ και ‘μάντεις’, ενώ εγώ το ονομάζω ‘δαιμόνιο’»[3]σελ.135. Το δαιμόνιό του πάντα τον εμπόδιζε αν ήταν να κάνει κάτι που δεν ήταν σωστό, αλλά δεν τον σταμάτησε ούτε όταν ξεκίνησε από το σπίτι του για να πάει στη δίκη, ούτε κατά τη διάρκεια της απολογίας του, ενώ πολλές φορές ενώ μιλούσε τον ανάγκαζε να σωπαίνει. 

Γι’ αυτό και δεν ετοίμασε λόγο από πριν για να τον εκφωνήσει μπροστά στους δικαστές. «Δυο φορές κιόλας, που προσπάθησα να σκεφτώ την απολογία μου, το δαιμόνιο με απέτρεψε»[3]σελ.131. Γιατί να προετοιμαστεί εξάλλου αφού, όπως λέει, μιλάει στους δικαστές όπως μιλάει στην αγορά, με λόγια απλά και λέγοντας ειλικρινά αυτά που σκέφτεται; «Δε σου φαίνομαι ότι έχω περάσει τη ζωή μου μελετώντας την απολογία μου;…Επειδή έχω ζήσει χωρίς να κάνω ποτέ κάτι άδικο»[3]σελ.129. «Σωστά λοιπόν, οι θεοί με απέτρεψαν τότε να σκεφτώ τον λόγο μου»[3]σελ.133.



Σύμφωνα με αυτόν, ό,τι του συμβαίνει, είναι για το καλό του (και θέλημα θεού), κι ας θεωρείται από άλλους κακό. Και όπως θα ήταν λάθος να εγκαταλείψει τη θέση του στον πόλεμο (είχε πολεμήσει στην Ποτίδαια, στην Αμφίπολη και στο Δήλιο) αφού του το είχε ορίσει ο θεός αλλά και οι εκλεγμένοι από τους Αθηναίους άρχοντες, έτσι και τώρα θα έκανε πολύ άσχημα να ξεφύγει από τη δίκη του. Η συνεχείς αναφορές του στον θεό, φυσικά δεν είναι τυχαία, αφού ήθελε να διαψεύσει το κατηγορητήριο, που μιλούσε για αθεΐα.



Όσο για τον φόβο του θανάτου (όπως είδαμε κι αλλού), αυτός δεν αρμόζει στην φιλοσοφική ζωή, αφού υποδηλώνει ότι ο θάνατος είναι το χειρότερο κακό, κάτι που ένας φιλόσοφος δεν μπορεί να νομίζει ότι γνωρίζει. Το να φοβάσαι τον θάνατο λοιπόν είναι σαν να παριστάνεις ότι ξέρεις κάτι που δεν ξέρεις («Και δεν είναι αμάθεια αυτό επονείδιστη, το να νομίζει κανείς ότι γνωρίζει εκείνα που δεν γνωρίζει;»[1]σελ.57). 

Γιατί ένα από τα δύο είναι ο θάνατος: Είτε δεν είναι τίποτα και απλά όποιος πεθαίνει δεν έχει καμία συναίσθηση του γεγονότος, είτε συμβαίνει κάποια «μεταβολή και μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε έναν άλλο». Είτε δηλαδή είναι σαν ύπνος χωρίς όνειρα, και η αιωνιότητα έτσι φαντάζει σαν μία μόνο νύχτα, είτε η αναχώρηση σε άλλο τόπο θα τον πάει εκεί που είναι όλοι οι νεκροί και όπου θα έβρισκε την παρέα του Ομήρου, του Ορφέα και του Ησίοδου. «Εγώ πάντως, πολλές φορές θα ήθελα να πεθάνω αν όλα αυτά αληθεύουν»[1]σελ.89. 

Αυτό δε σημαίνει ότι ο Σωκράτης αδιαφορούσε για τη ζωή ή ότι δεν την χαιρόταν, αντιθέτως έλεγε πως έζησε την καλύτερη δυνατή ζωή και μάλιστα χάρη στους νόμους και τους πολίτες της Αθήνας (και την αυτοκτονία τη θεωρούσε ανεπίτρεπτη). Καλωσόριζε όμως τον θάνατο επειδή ήταν η κλιμάκωση της ζωής του, μένοντας συνεπής στην φιλοσοφία του και σε αυτά που έκρινε ότι ο θεός απαιτούσε από αυτόν. «Για μένα είναι φυσικό ένας άνθρωπος που αφιέρωσε πραγματικά τη ζωή του στη φιλοσοφία να μη λιποψυχεί την ώρα που πρόκειται να πεθάνει και να ευελπιστεί πως, όταν πεθάνει, θα έχει εκεί τα μεγαλύτερα αγαθά»[4]σελ.81.


Αυτό που θέλει είναι, όσο μπορεί, να ωφελήσει τους συμπολίτες του χωρίς να υπολογίζει τον κίνδυνο αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι αν η συμπεριφορά του είναι του καλού ή του κακού ανθρώπου˙ όχι η γνώμη του κόσμου. «Δεν υποχωρώ σε τίποτα που να είναι αντίθετο στο δίκαιο από το φόβο του θανάτου»[1]σελ.65.

«Αν με θανατώσετε, και είμαι πράγματι αυτός που λέω εγώ, δεν θα με βλάψετε τόσο όσο θα βλάψετε τους εαυτούς σας. Γιατί εμένα σε τίποτα δεν θα μπορούσαν να με βλάψουν ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος [κατήγοροί του]. Δεν θα είχαν τη δυνατότητα, γιατί πιστεύω ότι δεν γίνεται ο χειρότερος άνθρωπος να βλάψει έναν καλύτερο. Θα μπορούσε βέβαια να με σκοτώσει ίσως ή να με εξορίσει ή και να μου στερήσει τα πολιτικά μου δικαιώματα. 

Αυτά τα πράγματα ίσως αυτός ή και κάποιος άλλος να τα θεωρεί μεγάλα κακά. Όχι όμως εγώ. Θεωρώ πολύ χειρότερο να κάνει κανείς ό,τι κάνει αυτός τώρα, προσπαθώντας να σκοτώσει άδικα έναν άνθρωπο. Τώρα λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, δεν απολογούμαι καθόλου για χάρη του εαυτού μου, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά για χάρη σας, για να μην αμαρτήσετε, καταδικάζοντάς με, προς τον θεό, περιφρονώντας αυτό που σας έδωσε»[1]σελ.63.



Λίγο πριν κλείσει την υπεράσπισή του, και αφού έχει επιχειρηματολογήσει εναντίον των κατηγοριών, εκφράζει την περιφρόνησή του για τα παρακάλια που συνηθίζεται να κάνουν οι κατηγορούμενοι σε αυτό το σημείο. 

Κάποιος άλλος, λέει, και ίσως και οι ίδιοι αυτοί στους οποίους απευθύνεται, μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του, για να γλιτώσει τις κατηγορίες, ότι «θα παρακαλούσε και θα ικέτευε τους δικαστές με πολλά δάκρυα, φέρνοντας στο βήμα και τα παιδιά του, για να τον λυπηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο, και άλλους πολλούς συγγενείς και φίλους ενώ εγώ δεν θα κάνω τίποτα από όλα αυτά, παρόλο που διατρέχω, όπως φαίνεται, τον μεγαλύτερο κίνδυνο. 

Ίσως λοιπόν κανείς, αν αναλογιστεί αυτά τα πράγματα, να γίνει πιο σκληρός απέναντί μου και να οργιστεί γι’ αυτά και να δώσει με οργή την ψήφο του»[1]σελ.71. Ξέρει πολύ καλά λοιπόν ότι τα λεγόμενά του μπορεί να εξοργίσουν το ακροατήριό του και να είναι εις βάρος του. Αναφέρει ότι έχει τρεις γιους, «αλλά όμως κανέναν απ’ αυτούς δεν ανέβασα στο βήμα για να σας παρακαλέσω να με αθωώσετε. 

Γιατί λοιπόν δεν κάνω τίποτα απ’ αυτά; Όχι από υπεροψία, άνδρες Αθηναίοι, ούτε για να σας ντροπιάσω. Αν αντιμετωπίζω τον θάνατο θαρραλέα είναι άλλη υπόθεση. Για τη φήμη όμως, και τη δική μου και την δική σας και ολόκληρης της πόλης, δεν νομίζω ότι είναι πρέπον να κάνω τέτοια πράγματα. Δεν είναι πρέπον στην ηλικία μου αλλά και στο όνομα που έχω αποκτήσει, αληθινό ή ψεύτικο. Γιατί, υπάρχει η γνώμη ότι ο Σωκράτης σε κάτι διαφέρει από το πλήθος των ανθρώπων…

Πολλές φορές έχω δει ανθρώπους, που όταν δικάζονται, ενώ πριν φαίνονταν σπουδαίοι, κάνουν πράγματα ανάρμοστα, σα να θεωρούν ότι θα πάθουν κάτι φοβερό αν πεθάνουν, ως εάν επρόκειτο να είναι αθάνατοι αν δεν τους σκοτώνατε εσείς. Τέτοιοι άνθρωποι μου φαίνεται πως ντροπιάζουν την πόλη»[1]σελ.73.


«Εκτός από το θέμα της φήμης, άνδρες, δεν μου φαίνεται ότι είναι δίκαιο να παρακαλεί κανείς τον δικαστή, ούτε παρακαλώντας τον να αθωώνεται, αλλά εξηγώντας του και πείθοντάς τον»[1]σελ.75. Γιατί ο δικαστής δεν βρίσκεται στη θέση που κατέχει για να απονείμει δικαιοσύνη κάνοντας χάρες, αλλά για να κρίνει και να εφαρμόζει τους νόμους. «Αν σας έπειθα παρακαλώντας σας, θα σας έκανα να παραβείτε τον όρκο σας, και θα ήταν σα να σας δίδασκα να μην πιστεύετε ότι υπάρχουν θεοί»[1]σελ.75. 

Ούτε στην ηλικία του αρμόζουν τα παρακάλια. Αν καταδικαστεί τώρα, το τέλος του θα είναι πιο εύκολο και ανώδυνο για αυτόν και τους φίλους του. Γιατί αν δεν πεθάνει τώρα, 70 χρόνων, τα γηρατειά θα τον κάνουν να ξεχνάει ό,τι έχει μάθει και να μαθαίνει δυσκολότερα, και θα τον βρουν οι αρρώστιες. Και αφού μέχρι τώρα έχει ζήσει ενάρετα και όπως αυτός ήθελε, και δεν θα αφήσει τίποτα δυσάρεστο ή άσχημο πίσω του, οι φίλοι του δεν θα έχουν κάτι για να λυπηθούν για το χαμό του. Προτιμάει το θάνατο από το να συνεχίσει να ζει ανελεύθερος, ή να ζητιανέψει για να κερδίσει χειρότερη ζωή από τον θάνατο[3]σελ.133.


Έχοντας λοιπόν ολοκληρώσει την απολογία του, έχει δείξει ανωτερότητα σε ένα δικαστήριο που έχει συνηθίσει να δέχεται παρακάλια (κάτι που ίσως φάνηκε υπεροπτικό και άρα προσβλητικό), έχει αντιμετωπίσει τον κατήγορό του Μέλητο με περιφρόνηση και ειρωνεία στην σύντομη ανάκρισή του (σε μια επιχειρηματολογία που μπορεί οι δικαστές να εξέλαβαν ως ρητορική επιδεξιότητα ενός ενόχου που θέλει να αποπροσανατολίσει το ακροατήριό του) και έχει κατηγορήσει τη δημοκρατικότητα του τότε πολιτεύματος και άρα, έμμεσα, και την αξίωση των δικαστών του να αποφασίσουν σωστά για τη μοίρα του (και είδαμε ότι στο φόντο της δίκης υπήρχε η υποψία σύμπλευσης του Σωκράτη με τους Τυράννους και με τον προδότη Αλκιβιάδη).



Η ψηφοφορία των 500 δικαστών έρχεται εις βάρος του με μόνο 30 ψήφους διαφορά, οπότε αποφασίζεται η ενοχή του Σωκράτη. Τώρα, απευθύνεται άλλη μια φορά στους ίδιους δικαστές για να προτείνει την ποινή που πιστεύει ότι του αξίζει, προσπαθώντας να τους πείσει να του την αποδώσουν (ο νόμος δεν όριζε ποινή για το αδίκημά του). Όμως αυτό δεν μπορεί να το κάνει, γιατί η πρόταση οποιασδήποτε ποινής θα ισοδυναμούσε με παραδοχή της ενοχής του.


Και τι εναλλακτική ποινή θα μπορούσε να προτείνει άλλωστε; Φυλάκιση; Αυτό θα σήμαινε να ζει σαν δούλος εκείνων που θα ορίζονταν φύλακές του. Χρηματική ποινή; Λεφτά ο ίδιος δεν είχε, άρα μέχρι να βρει θα έπρεπε να μείνει φυλακισμένος, που σημαίνει ότι θα έμενε στη φυλακή σαν δούλος μέχρι να πεθάνει. Εξορία; Όπου και να πήγαινε θα συναντούσε την ίδια αντιμετώπιση, και μάλιστα σε λιγότερο ευνομούμενη πόλη της Ελλάδας. 

Δεν θα μπορούσε να φύγει από την Αθήνα και «να ζήσει κάπου ήσυχα σωπαίνοντας», γιατί αυτό θα σήμαινε ότι παρακούει τον θεό «και για το λόγο αυτόν είναι αδύνατο να ζω ήσυχος.»[1]σελ.81. Ακόμα και αθώο να τον κρίνανε, και να τον αφήνανε ελεύθερο χωρίς ποινή, αλλά με την προϋπόθεση ότι δεν θα ξαναενοχλήσει κανέναν με τις ερωτήσεις του, πάλι δε θα σταματούσε να γυρίζει τους δρόμους και να εξετάζει τον εαυτό του και τους Αθηναίους. «Εγώ δεν πρόκειται να αλλάξω σ’ ό,τι κάνω, ακόμα κι αν πρόκειται να πεθάνω πολλές φορές»[1]σελ.61.


Και για να δείξει ότι δεν αλλάζει γνώμη για τη στάση ζωής του ούτε έχει την διάθεση να αναγνωρίσει την ενοχή του μετά την απόφαση των δικαστών, προτείνει σαν αντίτιμο των ενεργειών του, αντί για κάποια ποινή, την δωρεάν ισόβια σίτισή του στο Πρυτανείο. Αυτό όχι μόνο δεν μπορεί να ιδωθεί σαν τιμωρία, αλλά ήταν μια μεγάλη τιμή που οι Αθηναίοι επιφύλασσαν στους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων και στους ευεργέτες της πόλης. 

Οι δικαστές σίγουρα αυτό το πήραν σαν μεγάλη προσβολή και πρόκληση, αλλά και ένδειξη υπεροψίας και εγωισμού, αφού ο Σωκράτης τους έδειχνε ότι δεν αναγνώριζε την ενοχή του ακόμα κι όταν είχε ήδη αποφασιστεί από το αρμόδιο δημοκρατικό δικαστικό όργανο.


Για να μην φανεί όμως ότι δεν τον ενδιαφέρει η ζωή ή ότι επιθυμεί τον θάνατο, λέει πως αν είχε χρήματα θα πρότεινε ένα χρηματικό ποσό που θα μπορούσε να πληρώσει, και έτσι προτείνει το πολύ μικρό ποσό της μίας ασημένιας «μνας», που μπορούσε να διαθέσει. Ξέροντας ότι το ποσό θα φανεί ανεπαρκές (και άρα πρόκληση όπως το αίτημά του για δωρεάν σίτιση στο Πρυτανείο), και ότι οι φίλοι του θα εγγυηθούν για αυτόν, προτείνει στο τέλος 30 μνες.



Μάλλον ήταν πολύ αργά για μια ειλικρινή πρόταση εναλλακτικής ποινής ων μετά από όλα όσα είπε κατά την απολογία του και την ειρωνική του στάση, που φαίνεται ότι δεν άρεσε στους δικαστές. Ο Ξενοφώντας μας δίνει τη γνώμη του για την καταδίκη: «Εκθειάζοντας τον εαυτό του στο δικαστήριο, προκάλεσε φθόνο κι έκανε επομένως τους δικαστές να τον καταδικάσουν σε θάνατο»[3]σελ.145. 

Το αίτημά του για αποπληρωμή της ενοχής του δεν έγινε δεκτό (πόσο μάλλον το αίτημα για δωρεάν σίτιση), και η νέα ετυμηγορία ζητούσε τον θάνατο του φιλοσόφου, και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη διαφορά στις ψήφους αυτήν την φορά. Έχει τώρα μια τελευταία δυνατότητα να μιλήσει στους παρευρισκόμενους, πριν μεταφερθεί στο κελί του. Βρίσκει την ευκαιρία να επιπλήξει τους δικαστές και να τους αποδώσει ενοχές για την άδικη καταδίκη, να εξηγήσει τη στάση του στη δίκη και στη διάρκεια της ζωής του, αλλά και να μιλήσει ξανά για την σωστή αντιμετώπιση ενός επικείμενου θανάτου.


Αν περίμεναν, λέει στους δικαστές, λίγο ακόμα και δεν τον θανατώνανε, λίγο καιρό μετά αυτό θα είχε γίνει από μόνο του (ήτανε πια 70 χρονών). Κάνανε κακό στους εαυτούς τουςγιατί τώρα οι εχθροί τους, για να τους κακολογήσουν και μόνο, θα πουν ότι «ο Σωκράτης είναι σοφός» και ότι τον αδικήσανε, σκοτώνοντας έναν μεγάλο Αθηναίο. 

Και να μην νομίζουν, λέει, ότι ο λόγος της καταδίκης του ήταν η αποτυχία του να τους πείσει, λέγοντάς τους ό,τι θα ήθελαν να ακούσουν και κάνοντας τα πάντα για να γλιτώσει το θάνατο. «Καταδικάστηκα…επειδή δεν μπόρεσα να φανώ θρασύς και αναιδής, και επειδή δεν θέλησα να σας πω πράγματα που θα ακούγατε πολύ ευχαρίστως, να κλαίω και να οδύρομαι, να πράττω και να λέω πολλά άλλα, κατά τη γνώμη μου ανάξιά μου, σαν αυτά που έχετε συνηθίσει να ακούτε από άλλους»[1]σελ.83.


«Ούτε σε δίκη ούτε σε πόλεμο ούτε σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση πρέπει εγώ ή άλλος κανένας να μηχανεύεται πώς, με κάθε μέσο, θα αποφύγει το θάνατο…γιατί μπορεί κανείς να αποφύγει το θάνατο εγκαταλείποντας τα όπλα του και ικετεύοντας τους εχθρούς» Υπάρχουν πολλοί τρόποι να γλιτώσει κανείς το θάνατο, αν έχει το θράσος να πει και να πράξει οτιδήποτε. Είναι πολύ δυσκολότερο να αποφύγει την κακή ζωή. «Γιατί το κακό τρέχει γρηγορότερα από τον θάνατο. 

Εμένα τώρα, αργό και γέροντα, με έχει προφτάσει το πιο αργό από τα δύο˙ τους κατήγορούς μου όμως, που είναι φοβεροί και γρήγοροι, το χειρότερο, η κακία…Εγώ θα υπομείνω την ποινή μου, το ίδιο κι εκείνοι»[1]σελ.85. Αναφερόμενος στον Άνυτο λέει «να ένας άνδρας πολύ περήφανος, λες κι έχει κάνει κάποιο μεγάλο και λαμπρό κατόρθωμα…δεν ξέρει ότι όποιος από τους δυο μας έχει κάνει, κάτω από το βλέμμα της αιωνιότητας, τα πιο ωφέλιμα και τα πιο όμορφα πράγματα, αυτός είναι και ο νικητής»[3]σελ.145. 

Τον χαρακτήρισε ασθενική ψυχή με δουλοπρεπή ενασχόληση, και προφήτευσε την κακή τύχη του γιου του, αφού αυτός θα έχει μόνο κακές συμβουλές να του δώσει. «Δεν κρατάω καμιά κακία…αλλά επειδή πίστευαν [οι κατήγοροι] ότι έτσι θα με έβλαπταν, γι’ αυτό τον λόγο είναι αξιοκατάκριτοι»[1]σελ.91.


Όταν κατάλαβε ότι οι φίλοι του ήταν δακρυσμένοι, τους ρώτησε: «αλήθεια δακρύζετε τώρα; Δεν ξέρατε από παλιά πως αφότου γεννήθηκα ήμουν από τη φύση καταδικασμένος σε θάνατο; Αν, βέβαια, πέθαινα πριν την ώρα μου, τη στιγμή που τα αγαθά έρρεαν προς το μέρος μου, τότε είναι φανερό πως εγώ και οι φίλοι μου θα έπρεπε να λυπόμαστε. 

Αν όμως τελειώνω τη ζωή μου, τη στιγμή που δεν προσδοκώ πια παρά δυσκολίες, τότε νομίζω πως όλοι μας πρέπει να χαιρόμαστε για την καλή μου τύχη»[3]σελ.143. Ο Απολλόδωρος του είπε «Αυτό που με στενοχωρεί τρομερά, Σωκράτη, είναι που σε βλέπω να πεθαίνεις άδικα» -«Αγαπημένε μου Απολλόδωρε, θα προτιμούσες λοιπόν να με δεις να πεθαίνω δίκαια;»[3]σελ.143



Απέχοντας από το να παραδεχτεί δικό του φταίξιμο ακόμα και τώρα που το τέλος ήταν σίγουρο, είπε στους παρόντες Αθηναίους: «τους γιους μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τους τιμωρήσετε» ενοχλώντας τους όπως και ο ίδιος αυτούς, και αν οι γιοι του νομίζουν ότι είναι κάτι ενώ δεν είναι, να τους επικρίνουν. Δεν έδειξε κανένα ίχνος μετάνοιας, και επιδοκίμασε το φιλοσοφικό του έργο, λέγοντας πως ό,τι έκανε αυτός, αυτό ευχόταν να κάνουν άλλοι και στα παιδιά του, για να γίνουν καλύτεροι.


Τα τελευταία λόγια του στη δίκη, ίσως με μία διάθεση υστεροφημίας, ήταν: «Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα, είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον θεό»[1]σελ.93.


Σχεδόν ένα μήνα μετά, όταν ο Κρίτων πηγαίνει να επισκεφτεί τον φίλο του μια μέρα πριν εκτελεστεί, τον βρίσκει να κοιμάται ήρεμα και εκπλήσσεται «με πόση ευκολία και πραότητα» υπομένει την καταδίκη που του αποδώσανε άδικα οι Αθηναίοι. «Και άλλοι Σωκράτη, σε μεγάλη ηλικία πέφτουν σε τέτοιες συμφορές, αλλά η ηλικία δεν τους κάνει να μην αγανακτούν με την κακή τους τύχη.» «Έχεις δίκιο», του απαντάει, αλλά «θα ήταν ανόητο να αγανακτώ στην ηλικία μου, επειδή πρέπει πια να πεθάνω»σελ.111. 

Πιστεύει ότι δεν έχει πραγματικό λόγο να ανησυχεί. Είδε ένα όνειρο με «κάποια γυναίκα με ωραίο σώμα και όμορφο πρόσωπο, ντυμένη στα άσπρα, που ήλθε κοντά μου, με φώναξε και μου είπε: Σωκράτη, σε τρεις μέρες θα φτάσεις στην εύφορη Φθία»σελ.113. Πρόκειται για Ομηρική αναφορά, όπου ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα (Ι:363) μιλάει για επιστροφή σε τρεις μέρες «στη Φθία την πλούσια», η οποία θεωρείται μια ονειρική γη, μια ιδεατή, εύφορη χώρα, καλλιγύναικος και ευτυχισμένη.


Όταν ο Κρίτων του λέει πως θα ήταν εύκολο να δραπετεύσει με τη βοήθεια των φίλων του, δεν τους ακολούθησε «ρωτώντας τους σε ποιο μέρος εκτός της Αττικής, δεν θα τον έβρισκε ο θάνατος»[3]σελ.141. Εξάλλου, αν πήγαινε στη Θεσσαλία όπου ο Κρίτων είχε φίλους, «εκεί είναι γνωστό ότι επικρατεί πολύ μεγάλη αταξία και ακολασία»[2]σελ.145και οι ντόπιοι ίσως να διασκέδαζαν και να τον περιγελούσαν ακούγοντας με ποιο γελοίο τρόπο απέδρασε μεταμφιεσμένος, φορώντας δέρμα ζώου όπως συνηθίζουν να μεταμφιέζονται όσοι δραπετεύουν. 

Η ντροπή του θα μεγάλωνε από το γεγονός ότι ήταν μεγάλος σε ηλικία, και τόλμησε να εξευτελιστεί με τέτοιο τρόπο ενώ του είχαν μείνει λίγα χρόνια ζωής έτσι κι αλλιώς. Για να αποφύγει τέτοια σχόλια λοιπόν, θα κατέφευγε σε κολακείες, με το να γίνεται ευχάριστος σε όλους, καταντώντας να ζει δουλικά. Κανένας πουθενά δεν θα του έδειχνε εμπιστοσύνη, αφού θα τον θεωρούσαν εχθρό που περιφρόνησε την πρώτη του πατρίδα, άρα ίσως περιφρονήσει και τη δεύτερη.


Και όταν ο Φαίδων τον είδε την τελευταία μέρα της ζωής του, αναφέρει: «Δε με κατέλαβε οίκτος. Μου έδινε, βλέπεις, την εντύπωση ανθρώπου ευτυχισμένου»[4]σελ.65. Αφού ήπιε το κώνειο και το σώμα του άρχισε να παγώνει, είπε τα τελευταία του λόγια: «Χρωστάμε, Κρίτωνα, έναν κόκορα στον Ασκληπιό. Να του τον δώσετε, μην το αμελήσετε»[4]σελ.267. 

Ο Ασκληπιός ήταν ο θεός της Ιατρικής, και ο Σωκράτης εδώ μάλλον εννοεί πως χρωστάει ευγνωμοσύνη στον θεό για την θεραπεία από την ασθένεια του σώματος, τώρα που απαλλάσσεται η ψυχή του από αυτό.


Ο Ξενοφώντας κλείνει την αφήγησή του με το εξής: «Και εύκολο θάνατο πέτυχε και το πιο δύσκολο κομμάτι της ζωής απέφυγε. Μπροστά στον θάνατο δεν αποχαυνώθηκε, αλλά καλοδιάθετος τον δέχτηκε και τον αντιμετώπισε»[3]σελ.145.


Πηγές:

Pages