Η ζωή θέτει διάφορα ερωτήματα τα οποία η επιστήμη μπορεί να διαφωτίσει –πώς να προστατευτούμε από ασθένειες, πώς να μετακινηθούμε με ασφάλεια, πώς να καλλιεργήσουμε τη γη, πώς να χαράξουμε την οικονομική πολιτική, πώς να διδάξουμε τα παιδιά μας, πώς να αντιμετωπίσουμε το στρες.
Ενώ οι περισσότεροι από εμάς δεν αμφισβητούμε την επιστημονική γνώση σε ένα γενικό επίπεδο, υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες οι απόψεις που συχνά εκφέρονται συγκρούονται με την επιστήμη (βλέπε π.χ. αντιεμβολιαστικό κίνημα ή χρήση ομοιοπαθητικών φαρμάκων). Πώς επιλύονται άραγε αυτές οι συγκρούσεις;
Ας ξεκινήσω από την επιχειρηματολογία των απόψεων αυτών. Θα κατατάξω τα επιχειρήματα σε τρεις ευρείες κατηγορίες: την περιπτωσιολογική («Ξέρω για μια περίπτωση που…»), την διαισθητική («Δεν μου φαίνεται σωστό») και την απαξιωτική («Καλά, τους είδαμε τους επιστήμονες…»). Ας τις πάρουμε μία-μία.
Η περιπτωσιολογική προσέγγιση ξεκινά από τη διαπίστωση ενός γεγονότος και προσπαθεί να γενικεύσει στο σύνολο των αντίστοιχων γεγονότων. Το ότι κάποιος, για παράδειγμα, έζησε μέχρι τα 93 του, όντας καπνιστής, χρησιμοποιείται ως επιχείρημα ότι το κάπνισμα δεν βλάπτει γενικά. Η επαγωγή, δηλαδή η γενίκευση από το μερικό στο όλον, γίνεται τελείως αυθαίρετα στη βάση μίας ή περισσότερων προσωπικών εμπειριών που αφορούν άλλους ή τον ίδιο μας τον εαυτό.
Εδώ να είμαστε ειλικρινείς και να παραδεχτούμε ότι ούτε η επιστήμη έχει συνήθως τη δυνατότητα να προσεγγίσει όλον τον πληθυσμό. Από την άλλη, σχεδόν καμία έρευνα δεν βγάζει συμπεράσματα μελετώντας αποκλειστικά ένα άτομο. Χρησιμοποιεί εκατοντάδες ή χιλιάδες άτομα και έχει τον τρόπο να ελέγχει για πλήθος άλλων μεταβλητών που μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στην υγεία.
Στο παράδειγμα του καπνίσματος, εξετάζει μεταβλητές όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, η έλλειψη άθλησης ή η κακή διατροφή και απομονώνει τις συνέπειες της συγκεκριμένης συνήθειας. Τα τελικά συμπεράσματα σχεδόν πάντα συμπεριλαμβάνουν το μέγεθος της πιθανότητας να έχει γίνει λάθος (που είναι αντικείμενο της λεγόμενης «επαγωγικής» στατιστικής). Ειδικά για το κάπνισμα, εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας των μελετών που συνηγορούν στις βλάβες που προκαλεί, η πιθανότητα λάθους είναι ουσιαστικά μηδαμινή. Σε σύγκριση με την επιστήμη λοιπόν, η εγκυρότητα της περιπτωσιολογικής μεθόδου είναι χαμηλή.
Από την άλλη, η διαισθητική προσέγγιση δεν αποτελεί σοβαρή εναλλακτική λύση. Η τάση να στηριζόμαστε στη διαίσθησή μας και να απορρίπτουμε κάτι επειδή δεν μας φαίνεται λογικό ή δεν μας συμφέρει είναι σχεδόν εγγενής. Το πρόβλημα είναι ότι δεν αποτυπώνει απαραίτητα σωστά την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, οι οπαδοί του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στην Αμερική απορρίπτουν την κλιματική αλλαγή εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν ταιριάζει με την αντίληψή τους για τον κόσμο αλλά και γιατί δεν συνάδει με την ιδεολογική τους τοποθέτηση.
Η αλήθεια δεν είναι πάντα διαισθητικά προσβάσιμη ούτε απαραίτητα βολική. Υπάρχουν μάλιστα ολόκληροι κλάδοι της ψυχολογίας που μελετούν τα συστηματικά λάθη που κάνουμε στην κατανόηση της πραγματικότητας και πιστοποιούν ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι πιθανότερο να κάνουμε λάθος παρά να είμαστε σωστοί.
Αν δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τις εμπειρίες μας και τη διαίσθησή μας ποιον πρέπει να εμπιστευτούμε; Τους επιστήμονες; Εδώ στέκεται εμπόδιο η απαξιωτική προσέγγιση που υιοθετείται συνήθως από τον κόσμο που έχει απογοητευτεί στο παρελθόν από τους επιστήμονες. Ας μην ταυτίζουμε όμως τους επιστήμονες με την επιστήμη. Οι επιστήμονες, ως άνθρωποι, κάνουν πολλά λάθη όταν δεν βασίζονται σε επιστημονικά ευρήματα. Είναι ευάλωτοι στις ίδιες μεροληψίες που είναι και οι υπόλοιποι άνθρωποι.
Ο επιστημονικός λόγος, όμως, δεν είναι απλά ο λόγος που αρθρώνεται από επιστήμονες αλλά κυρίως ο λόγος που εδράζεται σε ερευνητικά ευρήματα. Χρειάζεται εκπαίδευση δεκαετιών για να εκφέρεται σωστά. Παράλληλα, χρειάζεται εκπαίδευση για να γίνεται κατανοητός. Το πρώτο βήμα είναι να πάψουμε να εμπιστευόμαστε την άποψή μας πάνω σε ένα επιστημονικό ζήτημα και να αναζητούμε τις σχετικές έρευνες (που δημοσιεύονται σε διεθνή έγκριτα επιστημονικά περιοδικά). Όπου δεν μπορούμε να το κάνουμε πρωτογενώς, αναζητούμε τον επιστήμονα με τα καλύτερα διαπιστευτήρια ώστε να μας τις εξηγήσει. Σίγουρα πάντως δεν αναζητούμε τη λύση σε blogs, θέσεις διασήμων ή συνωμοσιολογικά έντυπα.
Είναι τελικά πάντα σωστή η επιστήμη; Η απάντηση είναι όχι. Αυτό όμως δεν πρέπει να προβάλλεται ως δικαιολογία για να επιστρέψουμε στη διαίσθηση και την προσωπική μας εμπειρία. Άλλωστε, όσο πιο μελετημένο είναι ένα θέμα, τόσο πιο κοντά είναι η επιστήμη στην αλήθεια. Ταυτόχρονα, όσο εξελίσσεται η επιστήμη, τόσο σπανιότερα διαψεύδεται. Ακόμη κι αν σπάνια σφάλλει, η αλήθεια της επιστήμης είναι πολύ πιο αξιόπιστη από την αλήθεια της διαίσθησης και της άποψής μας.