Διότι, αν δεν υπάρχει ανάσταση, «ας φάμε και πιούμε», ας επιδιώξουμε τη ζωή των ηδονών και των απολαύσεων. Αν δεν υπάρχει ανάσταση, σε τί διαφέρουμε από τα άλογα ζώα; Εάν δεν υπάρχει ανάσταση, ας μακαρίσουμε τα θηρία του δάσους που η ζωή τους κυλά χωρίς λύπη. Αν δεν υπάρχει ανάσταση, ούτε Θεός υπάρχει, ούτε η πρόνοιά του, και όλα γίνονται στην τύχη. Βλέπουμε, για παράδειγμα, πάρα πολλούς δίκαιους να είναι φτωχοί, ν’ αδικούνται και να μην έχουν στον παρόντα βίο καμιά βοήθεια· αντίθετα, αμαρτωλοί και άδικοι να ευημερούν μέσα στον πλούτο και κάθε απόλαυση. Και ποιός λογικός άνθρωπος θα το θεωρούσε αυτό δίκαιη και σοφή πράξη;
Θα γίνει, λοιπόν, θα γίνει η ανάσταση. Διότι ο Θεός είναι δίκαιος και βραβεύει με μισθό αυτούς που τον υπακούν. Αν βέβαια η ψυχή αγωνίσθηκε μόνη στον αγώνα των αρετών, και μόνη αυτή θα βραβευθεί. Κι αν μόνη της έπεσε στο βούρκο των ηδονών, θά ήταν δίκαιο μόνη αυτή να τιμωρούνταν. Αλλά, επειδή ούτε η (ανθρώπινη) ύπαρξη έχει δύο χωριστά μέρη, ούτε η ψυχή εργάσθηκε την αρετή ή την κακία ξεχωριστά από το σώμα, είναι δίκαιο και τα δύο (ψυχή και σώμα) να λάβουν τις αμοιβές.