Ο Αριστοτέλης δεν ορίζει αυστηρά τα πάθη. Διαμορφώνει, ωστόσο, παραδειγματικούς καταλόγους παθών, προβαίνει σε περιγραφικούς ορισμούς και λεπτομερείς αναλύσεις αυτών κυρίως στα ηθικά του έργα, Ρητορικὴ, Περὶ Ψυχῆςκαι Ἠθικὰ Νικομάχεια.
Tα πάθη, για τον Αριστοτέλη, είναι μια αδήριτη πραγματικότητα, γεγονός που τους προσδίδει μια ηθική ουδετερότητα. Δεδομένου ότι αποτελούν βιολογικές δυνατότητες, δεν μπορούμε να τα αξιολογήσουμε ηθικά, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που δεν χαρακτηρίζουμε καλές ή κακές τις καθημερινές μας ανάγκες να τραφούμε, να κινηθούμε ή να μιλήσουμε.
Στην Ρητορικὴν o Αριστοτέλης δείχνει ότι τα πάθη προϋποθέτουν τη διυποκειμενική σχέση, ιδιότητα που τα διαφοροποιεί από συναισθήματα που απλώς καλύπτουν ένα μέρος της ψυχής εξαντλούμενα εντός αυτής. Εξάλλου, τα πάθη συνίστανται και από λογικά στοιχεία: α) προϋποθέτουν κάποια μορφή πρόσληψης της πραγματικότητας, β) υπόκεινται στο φαίνεσθαι, στην πρώτη εντύπωση, και την αποτιμούν αυτομάτως ως θετική ή αρνητική για το φορέα τους, γ) εκδηλώνονται ως γνώμη για τους άλλους, αλλά και ως ορθή ή εσφαλμένη αυτογνωσία και ενίοτε περιλαμβάνουν αξιολογικές κρίσεις, δ) κάθε προσπάθεια μετατροπής τους σε πράξεις προϋποθέτει συνειδητές επιλογές.
Στο Περὶ Ψυχῆς ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι τα πάθη αγκαλιάζουν και κυριεύουν τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα. Λέει χαρακτηριστικά ότι «τὰ πάθη λόγοι ἔνυλοί εἰσιν». Το επίθετο ἔνυλοιαναφέρεται στη σχέση τους με το σώμα, ενώ το ουσιαστικό λόγοι στην σχέση τους με την ψυχή. Η υλική διάσταση συνίσταται σε ένα σύνολο μεταβολών στο εκάστοτε σώμα· αυτό έχει τη δική του σχέση με το κάθε πάθος. Η λογική διάσταση συνίσταται σε μία σύνθεση ενός αναγκαστικού και ενός τελικού αιτίου: το πρώτο δηλώνει ποιος εξωτερικός παράγοντας προκάλεσε το πάθος, ενώ το δεύτερο ποιο στόχο αυτό επιδιώκει. Επιπλέον, ο φιλόσοφος ορίζει τα πάθη συνδέοντάς τα με την ηδονή και την λύπη. Η επιδίωξη της ηδονής και η αποφυγή της λύπης λειτουργούν ως τελικά αίτια, στα οποία οφείλεται η διέγερση και ύπαρξη των παθών.
Το λογικό περιεχόμενο των παθών καθιστά σαφές ότι αυτά δεν είναι τυφλές ορμές· ο φορέας τους έχει ήδη προσλάβει με τον τρόπο του την πραγματικότητα και έχει προβεί σε κρίσεις γι’ αυτήν, βασίζεται στην εικόνα που έχει διαμορφώσει για τον εαυτό του, επιλέγει τους στόχους του. Γι’ αυτό και τα πάθη του επιδέχονται κριτική ως εύλογα ή αδικαιολόγητα. Αλλά η ιδιάζουσα λειτουργία τους είναι να ζημιώνουν τη χρήση του ορθού λόγου, μια και τον υποκαθιστούν στην ερμηνεία της πραγματικότητας και τον προλαβαίνουν ως κίνητρα πράξεων. Στην περίπτωσή τους, η θέαση της αλήθειας δεν είναι ούτε πάντα εφικτή ούτε σε κάθε περίπτωση σφαιρική· και αυτό συμβαίνει, αφενός επειδή εκδηλώνονται αποκλειστικά ως φαινόμενα, αφετέρου, επειδή τα ίδια ενισχύονται εξαιτίας της δομικής τους σχέσης με την ηδονή και τη δυσαρέσκεια.
Περιγραφή των παθών στη Ρητορική
Αραβική μεσαιωνική απεικόνιση του Αριστοτέλη που διδάσκει έναν μαθητή.
Στο δεύτερο μέρος της Ρητορικής ο Αριστοτέλης ορίζει ως πάθη όλα εκείνα, που καθώς επιφέρουν μεταβολές στη γενικότερη κατάσταση των ανθρώπων, τους οδηγούν να διατυπώνουν κρίσεις που διαφέρουν μεταξύ τους και αυτά συνοδεύονται από δυσαρέσκεια ή ευχαρίστηση. Έτσι πάθη για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο είναι η οργή και η πραότητα, η φιλία (αγάπη) και το μίσος, ο φόβος και το θάρρος, η ντροπή και η αδιαντροπιά, η χάρις (καλοσύνη), ο οίκτος, η αγανάκτηση, ο φθόνος και η ζηλοτυπία. Η επιδίωξη της ηδονής και η αποτροπή της λύπης λειτουργούν ως τελικά αίτια, στα οποία οφείλεται τόσο η έγερση όσο και η ύπαρξη των παθών.
Για τον Αριστοτέλη η οργή είναι η ζωηρή επιθυμία, συνοδευόμενη από ένα αίσθημα λύπης, να εκδικηθούμε φανερά για μια απαξίωση απόλυτα αδικαιολόγητη. Για αυτό το λόγο η οργή μας στρέφεται πάντα εναντίον ενός συγκεκριμένου ατόμου. Συνοδεύεται συνήθως από ένα ηδονικό αίσθημα, που εκπηγάζει από μια ελπίδα εκδίκησης αφού χαρίζει ηδονή η σκέψη ότι θα πετύχει κανείς αυτά που επιθυμεί. Οργίζεται, επίσης, κάποιος, αν τύχει να περιμένει πράγματα αντίθετα με εκείνα που του συμβαίνουν καθώς, όσο πιο αντίθετο σε σχέση με το αναμενόμενο είναι ένα πράγμα, τόσο πιο έντονη στενοχώρια προκαλεί, ακριβώς όπως είναι ιδιαίτερα ευχάριστη η απροσδόκητη εκπλήρωση μιας επιθυμίας. Οι άνθρωποι οργίζονται ή θυμώνουν, όταν κάποιος του προσβάλλει, δηλαδή γίνονται αντικείμενο περίγελου, χλευασμού ή κοροϊδίας. Η αντίθετη κατάσταση της οργής, είναι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η πραότητα, κατάσταση στην οποία ο θυμός ενός ανθρώπου κατευνάζεται ή εφησυχάζει. Οι άνθρωποι είναι συνήθως πράοι απέναντι σε ανθρώπους που αποφεύγουν να περιφρονούν ή να φέρονται απαξιωτικά σε τρίτους. Είναι, επίσης, πράοι απέναντι σ’ αυτούς που ήθελαν το αντίθετο από αυτό που έπραξαν ή σε αυτούς που παραδέχονται την απαξιωτική τους συμπεριφορά και μετανιώνουν για αυτή. Επιπλέον, πράοι είναι οι άνθρωποι, όταν η γενικότερη κατάστασή τους είναι αντίθετη προς εκείνη που προκαλεί την οργή π.χ. στο παιχνίδι, στη διασκέδαση, στο γέλιο, στη γιορτή, στις ώρες της ευτυχίας ή της επιτυχίας, σε στιγμές ικανοποίησης ή ηδονής που όμως δεν προσβάλλουν κανέναν. Ακολούθως, οι άνθρωποι γίνονται πράοι, όταν αφήνουν να περάσει αρκετός χρόνος και δεν βρίσκονται πια κοντά στο πρώτο ξέσπασμα του θυμού τους αφού ο χρόνος μαλακώνει το θυμό.
Σχετικά με τη φιλία ο Αριστοτέλης σημειώνει ότι η αγάπη προς κάποιον και η πρόθεση να τον έχουμε φίλο μας συνεπάγεται ότι θέλουμε για αυτόν καθετί που θεωρείται καλό, μην αποσκοπώντας σε κάποιο προσωπικό όφελος, αλλά αποκλειστικά για χάρη εκείνου, κάνοντας μάλιστα ό,τι είναι δυνατόν για να αποκτήσει εκείνος αυτά τα καλά. Φίλος είναι το πρόσωπο που αγαπά με τον παραπάνω τρόπο και αγαπιέται ομοιότροπα· όσοι δε πιστεύουν ότι η σχέση τους είναι αυτού του είδους, θεωρούν ότι είναι φίλοι. Ο φιλόσοφος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι φίλος είναι αυτός που χαίρεται με τα καλά και λυπάται με τα δυσάρεστα που συμβαίνουν στο φίλο του. Φίλοι γίνονται επίσης αυτοί που ό,τι θεωρεί καλό ο ένας, το θεωρεί καλό και ο άλλος και το ίδιο ισχύει στην περίπτωση του κακού, επίσης αυτοί που έχουν τους ίδιους φίλους και τους ίδιους εχθρούς, επειδή οι άνθρωποι αυτοί έχουν τις ίδιες επιθυμίες. Αγαπούν επίσης οι άνθρωποι και κάνουν φίλους τους αυτούς από τους οποίους έχουν ευεργετηθεί καθώς επίσης και αυτούς για τους οποίους πιστεύουν ότι προτίθενται να τους ευεργετήσουν. Συνάπτουν επίσης φιλίες οι άνθρωποι με τους φίλους των φίλων τους, καθώς και με αυτούς που αγαπούν όσους αγαπούν και οι ίδιοι. Η φιλία πηγάζει από το να κάνει κανείς μια χάρη, χωρίς όμως να του την έχουν προηγουμένως ζητήσει, και αφού την κάνει, είναι άστοχο να την διαδώσει στους άλλους, γιατί, μόνο σε αυτήν την περίπτωση, φαίνεται ότι την έκανε αποκλειστικά για χάρη του φίλου του και όχι για κάποιον άλλο λόγο. Στα είδη φιλίας ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει τη φιλία των συντρόφων, τη φιλία των μελών μιας οικογένειας, τη φιλία των συγγενών και άλλα παρόμοια.
Αντίθετα της φιλίας και της αγάπης είναι η έχθρα και το μίσος. Την έχθρα την προκαλεί η οργή, η κακεντρεχής εναντίωση στη θέλησή μας, η διαβολή. Η οργή γεννιέται από πράγματα που στρέφονται προσωπικά εναντίον μας, ενώ το μίσος διαμορφώνεται, όταν για παράδειγμα σχηματίσουμε τη γνώμη πως ένας άνθρωπος έχει τον τάδε χαρακτήρα. Η οργή συνήθως στρέφεται εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, ενώ αισθανόμαστε μίσος για κατηγορίες ανθρώπων, όπως για παράδειγμα τους κλέφτες ή τους συκοφάντες. Την οργή, κατά τον Αριστοτέλη, τη θεραπεύει ο χρόνος, ενώ το μίσος δεν έχει γιατρειά. Η οργή επιθυμεί να προξενήσει προσωρινή στενοχώρια, ενώ το μίσος μόνιμη βλάβη. Ο θυμωμένος θέλει να γίνει αντιληπτός από τον άλλον, ενώ αυτός που μισεί δε δίνει καμιά σημασία σ’ αυτό. Τα οδυνηρά πράγματα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, ενώ τα μέγιστα κακά, όπως η αδικία, ελάχιστα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. Η οργή συνοδεύεται από λύπη αντίθετα από το μίσος. Για αυτό ο θυμωμένος είναι στενοχωρημένος, ενώ δεν είναι εκείνος που μισεί. Εκτός αυτού ο θυμωμένος μπορεί κάποια στιγμή να νιώσει συμπόνια για αυτόν με τον οποίο ήταν θυμωμένος, ενώ δεν ισχύει κάτι τέτοιο για αυτόν που μισεί. Ο θυμωμένος επιθυμεί να υποφέρει με τη σειρά του και αυτός με τον οποίο ο ίδιος είναι θυμωμένος, ενώ αυτός που μισεί, επιθυμεί να πάψει να υπάρχει ο άλλος.
Ο φόβος στη συνέχεια είναι εκείνη η λύπη ή ταραχή που γεννιέται από το ότι έχουμε ζωντανή μέσα μας την παρουσία ενός επικείμενου κακού, που μπορεί να προκαλέσει καταστροφή ή λύπη. Από τα κακά μπορούν να συμβούν σε έναν άνθρωπο, προκαλούν συνήθως το αίσθημα του φόβου αυτά που φαίνονται κοντινά ή επικείμενα. Τα πολύ μακρινά κακά οι άνθρωποι συνήθως δεν τα φοβούνται, όπως στην περίπτωση του θανάτου, κατά την οποία, ενώ όλοι γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν, τους αφήνει αδιάφορους ακριβώς επειδή τους φαίνεται ότι δεν είναι κάτι κοντινό. Τα πράγματα που προκαλούν φόβο φαντάζουν πιο φοβερά, όταν οφείλονται σε σφάλματα που δεν επιδέχονται επανόρθωσης ή στην περίπτωση που δεν υπάρχει κάποια βοήθεια. Αυτό σημαίνει ότι φόβο πυροδοτούν τα πράγματα που προκαλούν τον οίκτο, όταν συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν σε κάποιον άλλον.
Αντίθετο του φόβου είναι το θάρρος κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο. Στην περίπτωση του θάρρους, η ελπίδα για τα πράγματα που μπορεί να μας σώσουν συνοδεύεται από την ιδέα ότι αυτά βρίσκονται πολύ κοντά μας και ότι τα πράγματα που προξενούν φόβο είτε δεν υπάρχουν είτε βρίσκονται μακριά μας. Θάρρος μας δίνουν όλες οι φοβερές καταστάσεις που δείχνουν να είναι μακριά από εμάς, επιπλέον οποιαδήποτε μορφή επικείμενης σωτηρίας, όπως π.χ. μια θεραπεία ή μια μεγάλη βοήθεια, καθώς επίσης η μη-διάπραξη κάποιου αδικήματος. Οι άνθρωποι δείχνουν συνήθως θάρρος, αν πιστεύουν ότι πέτυχαν πολλά πράγματα και δεν έπαθαν τίποτα ή αν βρέθηκαν πολλές φορές μπροστά σε κίνδυνο από τον οποίο τελικώς κατάφεραν να γλυτώσουν.
O Αριστοτέλης συνεχίζει με την ντροπή ορίζοντάς την ως εκείνη τη λύπη ή ταραχή η οποία σχετίζεται με τα παρόντα, παρελθόντα ή μελλοντικά κακά καθώς αυτά θεωρούνται ότι κάνουν τους ανθρώπους να χάνουν την υπόληψή τους. Η δε αναισχυντία είναι ένα είδος απάθειας και αδιαφορίας για τα ίδια αυτά τα πράγματα.
Κατόπιν, ο φιλόσοφος αναλύει το πάθος της χάριτος και το εξισώνει με την καλοσυνάτη και φιλική διάθεση που φέρει κάποιος και εκδηλώνει προς τους άλλους. Ο άνθρωπος, ο οποίος βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση λέμε ότι «διατίθεται καλοσυνάτα και φιλικά», δηλαδή προσφέρει μια υπηρεσία σε κάποιον άλλον σε κάποια στιγμή ανάγκης, όχι με την προσδοκία κάποιου ανταλλάγματος, ούτε για ιδίον όφελος, αλλά αποκλειστικά για το συμφέρον του αποδέκτη. Η υπηρεσία αυτή είναι μεγάλη, α) αν προσφέρεται σε άνθρωπο που βρίσκεται σε πολύ μεγάλη ανάγκη, β) αν ο αποδέκτης της έχει ανάγκη από σημαντικά πράγματα ή από πράγματα που είναι δύσκολο να τα αποκτήσει κανείς, γ) αν προσφέρεται σε κρίσιμες για τον αποδέκτη στιγμές, δ) αν αυτός που την προσφέρει είναι ο μόνος ή ο πρώτος ή ο κυριότερος. «Έχουμε ανάγκη κάποιων πραγμάτων» σημαίνει για τον Αριστοτέλη ότι «τα επιθυμούμε πολύ», κατά κύριο μάλιστα λόγο αν πρόκειται για πράγματα, που αν δεν τα αποκτήσουμε, θα στενοχωρηθούμε. Τέτοια είναι τα πράγματα που ποθούμε (π.χ. ο έρωτας) ή αυτά που επιθυμούμε, όταν υποφέρει το σώμα μας ή όταν βρισκόμαστε σε κίνδυνο.
Σε σχέση με τον οίκτο (ή έλεος) ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι πρόκειται για εκείνη την λύπη για κάποιο ιδιαίτερα καταστρεπτικό κακό που συμβαίνει σε κάποιο πρόσωπο που όμως δεν αξίζει να το υποστεί, ένα κακό που ο καθένας θα μπορούσε να περιμένει ότι θα προσβάλει τον ίδιο ή κάποιο δικό του άνθρωπο, κυρίως όταν το κακό αυτό μοιάζει κοντινό. Είναι, πράγματι, φανερό ότι ο άνθρωπος που πρόκειται να αισθανθεί οίκτο πρέπει αναγκαστικά να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε να πιστεύει ότι ενδέχεται να πάθει κάποιο κακό ο ίδιος ή κάποιο οικείο σε αυτόν πρόσωπο. Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να πάθουν κάποιο κακό είναι κυρίως αυτοί α) που έπαθαν ήδη κάποιο κακό και γλίτωσαν, β) οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, γ) οι άρρωστοι, δ) οι περισσότερο από το συνηθισμένοι δειλοί, ε) οι μορφωμένοι άνθρωποι γιατί αυτοί ξέρουν να μετρούν σωστότερα τα πράγματα και στ) όσοι έχουν γονείς και παιδιά. Τα πρόσωπα για τα οποία οι άνθρωποι αισθάνονται οίκτο είναι οι γνωστοί τους, αρκεί να μη συνδέονται με αυτούς με πολύ στενούς δεσμούς, καθώς και οι όμοιοί τους ως προς την ηλικία, το χαρακτήρα, τις ιδιότητες, την κοινωνική θέση και την καταγωγή.
Αντίθετο του οίκτου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι η αγανάκτηση. Είναι γεγονός πως το να λυπάται κανείς για όσα κακά παθαίνει ο άλλος χωρίς να το αξίζει, αντιτίθεται κατά κάποιο τρόπο στο αίσθημα λύπης για τα καλά που συμβαίνουν στον άλλον χωρίς να το αξίζει. Ο φιλόσοφος υποστηρίζει πως και τα δυο αυτά αισθήματα έχουν το ίδιο ηθικό υπόβαθρο καθώς μας φανερώνουν καλό χαρακτήρα. Και ο φθόνος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντίκειται στον οίκτο με τον ίδιο τρόπο, καθώς βρίσκεται πολύ κοντά στην αγανάκτηση ή εκάστοτε ταυτίζεται με αυτήν. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το φθόνο από την αγανάκτηση λέγοντας ότι και ο φθόνος είναι μια στενοχώρια που ταράζει τον άνθρωπο σε σχέση με την ευτυχία του άλλου, όχι όμως για την ευτυχία αυτού που δεν την αξίζει, αλλά για την ευτυχία αυτού που είναι ίσος και όμοιος με τον ίδιο. Για το φθόνο, συμπληρώνει ο Αριστοτέλης, είναι εκείνη η λύπη που βιώνει κανείς όταν βλέπει τους όμοιους του να κατακτούν αγαθά, όπως το καλό όνομα, περιουσία, φήμη, δύναμη. Το φθόνο θα τον αισθανθούν κυρίως οι άνθρωποι, που έχουν, ή τους φαίνεται πως έχουν, όμοιους τους (ως προς την καταγωγή, τη συγγένεια, την ηλικία, τις ιδιότητες του χαρακτήρα, την υπόληψη και την περιουσία). Φθονούν επίσης αυτοί που έχουν τα πάντα καθώς πιστεύουν ότι οι πάντες προσπαθούν να πάρουν πράγματα που ανήκουν στους ίδιους. Επίσης αυτοί που ο κόσμος τους τιμάει με τρόπο εξαιρετικό για κάτι που έχουν, ιδίως για τη σοφία ή την ευτυχία τους. Επίσης, οι φιλόδοξοι είναι πιο φθονεροί από αυτούς που δεν έχουν φιλοδοξίες. Φθονούν επίσης αυτοί που πιστεύουν πως είναι σοφοί, καθώς η φιλοδοξία τους αποσκοπεί στην κατάκτηση της σοφίας. Αλλά και οι μικρόψυχοι φθονούν γιατί τα πάντα τους φαίνονται μεγάλα.
Τέλος, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος ορίζει τη ζηλοτυπία ως τη λύπη που αισθάνεται κανείς όταν βλέπει, ότι οι άλλοι άνθρωποι, όμοιοί του εκ φύσεως, έχουν αποκτήσει κάποια μεγάλης αξίας αγαθά, που είναι εφικτό να τα αποκτήσει και αυτός. Η λύπη αυτή δεν έγκειται στο γεγονός ότι τα αγαθά αυτά τα έχει κάποιος άλλος, αλλά ότι δεν τα κατέχει και ο ίδιος. Για αυτό, άλλωστε, και η ζηλοτυπία, κατά τον Αριστοτέλη, είναι δείγμα καλοπροαίρετου ανθρώπου, ενώ ο φθόνος χαρακτηρίζει ανθρώπους κυρίως κατώτερης αξίας. Στην πρώτη περίπτωση, το άτομο κοιτάζει με τη ζηλοτυπία του να αποκτήσει τα αγαθά αυτά, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, το άτομο κοιτάζει, λόγω του φθόνου, να μην τα έχει ο άλλος. Οι νέοι και οι μεγαλόψυχοι είναι συνήθως οι πιο ζηλότυποι καθώς πιστεύουν ότι τους αξίζουν κάποια αγαθά που οι ίδιοι δύνανται και μπορούν να αποκτήσουν.
Πάθη και έξεις στα Ἠθικά Νικομάχεια
Στα Ἠθικὰ Νικομάχεια, βάσει της διάκρισης δύο τρόπων ύπαρξης (δυνάμει και ἐνεργείᾳ), τα πάθη θεωρούνται είτε ποιότητες είτε κινήσεις της ψυχής. Τα πάθη-ποιότητες είναι δυνατότητες της ψυχής παρακείμενες σε ένα υπαρκτικό πεδίο πέρα και πριν από συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Υπάρχουν δυνάμει, ως οιονεί βιολογικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης· όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να εκδηλώσουν πάθη όπως η επιθυμία, η οργή, ο φόβος, ο φθόνος, η φιλία, το μίσος, ο πόθος, ο ζήλος, το έλεος. Τα πάθη-κινήσεις είναι ενέργειες του εκάστοτε ανθρώπου εγγεγραμμένες σε ένα υπαρκτικό πεδίο προσδιοριζόμενο από συγκεκριμένες διαστάσεις χώρου και χρόνου. Υπάρχουν ἐνεργείᾳ, ως επικαιροποιημένες εκδηλώσεις του ατόμου μέσα στο μεταβαλλόμενο φυσικο-κοινωνικό περιβάλλον.
Οι ιδιαίτερες, όμως, συνθήκες μέσα στις οποίες ένα πάθος εγείρεται στην ψυχή του ανθρώπου και εκδηλώνεται στις ενέργειές του -ο χρόνος, οι καταστάσεις, οι άνθρωποι προς τους οποίους αυτό στρέφεται, οι αιτίες, ο τρόπος εκδήλωσης- προσδίδουν εκ των υστέρων στο συγκεκριμένο πάθος ηθική βαρύτητα και ποιόν. Αν μάλιστα το πάθος εκδηλώνεται επαναλαμβανόμενα με σταθερή ένταση, αν το πρόσωπο πάσχει (οργίζεται πχ. ή φοβάται) κάθε φορά με την ίδια υπερβολική ή μειωμένη ένταση, τότε αποκτούν ηθική σημασία και οι ενέργειες που συνδέονται με το πάθος αυτό. Αλλά και πάλι τα επίθετα της ηθικής προσάπτονται αναστοχαστικά, δεν αποτελούν δηλαδή ιδιαίτερα γνωρίσματα των παθών, αλλά επικρατέστεροι ηθικοί προσδιορισμοί του προσώπου που τα εκδηλώνει.
Στο διάσημο έργο του, ο Αριστοτέλης περιγράφει για άλλη μια φορά ως πάθη την επιθυμία, την οργή, το φόβο, το θάρρος, το φθόνο, τη χαρά, την αγάπη, το μίσος, τη λαχτάρα, τη ζηλοτυπία, την ευσπλαχνία, γενικά όσα συνοδεύονται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Θα έλεγε κανείς ότι η έννοια πάθη αντιστοιχεί στη μεγάλη ποικιλία των ανθρωπίνων συναισθημάτων. Στη συνέχεια, ορίζει ως δυνάμεις τα ενδεχομενικά αυτά στοιχεία (πιθανώς ο Αριστοτέλης εννοεί εδώ τις φροϋδικές ενορμήσεις) που μας υποκινούν να μετέχουμε σ’ αυτά, δηλαδή στα πάθη. Με άλλα λόγια, ως δυνάμεις ορίζονται οι δυνατότητες του ανθρώπου να συμμετέχει στα συναισθήματα. Υπό αυτή την έννοια, κανένα πάθος δεν μπορεί να εκπληρωθεί, αν δεν προηγείται η δυνατότητά του μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, που θα συμβάλλει στην ανάδυσή του. Οι δυνάμεις λειτουργούν ως προϋποθέσεις των παθών, αφού όλα τα πάθη εξαρτώνται άμεσα από αυτές. Στη συνέχεια, με τον όρο έξεις ο Αριστοτέλης εννοεί την καλή ή κακή σχέση μας με τα πάθη (π.χ. σε σχέση την οργή: αν οργιζόμαστε υπερβολικά ή εντελώς χαλαρά, η σχέση μας με την οργή είναι κακή, αν όμως οργιζόμαστε με έναν μέσο τρόπο, η σχέση μας με αυτήν είναι καλή) το ίδιο και με τα άλλα πάθη). Ως έξη δηλαδή ορίζεται η σχέση κάθε ανθρώπου με τα πάθη, που πρέπει να διέπεται από τη μεσότητα. Η μεσότητα καθορίζει την ποιότητα της έξης κι εδώ κρύβεται και πάλι η ευχαρίστηση και η δυσαρέσκεια που αντλείται από τις πράξεις.
Ο Αριστοτέλης εξηγεί πώς σε σχέση με τα προηθικά πάθη διαμορφώνονται οι ηθικές στάσεις ζωής: οι ἕξεις των προσώπων, οι αρετές και οι κακίες. Τα πάθη λειτουργούν αναδραστικά και ως ποιοτικές αλλοιώσεις του υποκειμένου τους. Ο άνθρωπος που τα εκδηλώνει, πάσχει ταυτόχρονα, διότι υφίσταται την ίδια του την κίνηση ως πάθησιν. Ο ίδιος σταδιακά μορφοποιείται ως πρόσωπο ανάλογα, και το πάθος του γίνεται δυσκίνητον έξη. Οι ἕξεις, ως κατεχόμενοι τρόποι εκδήλωσης των παθών, σχηματίζονται με την επανάληψη ομοίων ενεργειών και συνδέονται είτε με τη σταθερότητα στο βαθμό έντασης είτε με τον τρόπο εκδήλωσης των παθών.
Με τον παραπάνω τρόπο, ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος διακρίνει τα πάθη από τις έξεις. Πρώτον, οι ἕξεις είναι παγιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου και δεδομένα κίνητρα των ενεργειών του, ενώ τα πρώτα έχουν παροδικό χαρακτήρα. Δεύτερον, συνήθως δεν επαινούμαστε ούτε ψεγόμαστε για τα πάθη της φύσης, αφού η εκδήλωσή τους επέρχεται αυτόματα, δηλαδή απροαίρετα. Αντιθέτως, για τις αρετές και τις κακίες μας επαινούμαστε και κατηγορούμαστε αντίστοιχα, αφού αυτές συνδέονται με την προαίρεση, δηλαδή τη συνειδητή και ελεύθερη επιδίωξη του εφικτού αναφορικά με το καλό και το κακό.
Σχέση των παθών με την αρετή
Η αριστοτελική ηθική δεν καταδικάζει τα πάθη, διότι έχει σαφή, οντολογική και ανθρωπολογική θεμελίωση: η αρετή, ο σωστός δηλαδή τρόπος διαχείρισης των παθών, αποσκοπεί στην πραγμάτωση της ανθρώπινης φύσης. Η φύση δεν είναι μια στατική πραγματικότητα, είναι η οδός που οδηγεί στην επίτευξη της μορφής του κάθε είδους. Και η ανθρώπινη φύση, καθώς είναι φύση πολιτική, ολοκληρώνεται και συντηρείται μέσα στην κοινότητα. Ο άνθρωπος αναζητά και βρίσκει τον εαυτό του εντός της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης. Κατά συνέπεια, το κακό και το καλό δεν εδρεύουν στη δεδομένη φύση, αλλά είναι προσωπικές επιλογές στη διαδρομή μας για την κοινωνικότητα. Για τον Αριστοτέλη, η ηθική διαφοροποίηση, ως απόρροια μιας στάσης ζωής, θεμελιώνεται στην ελευθερία και όχι στην ανάγκη.
Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, το βασικό χαρακτηριστικό του ευδαίμονος βίου είναι η συμπόρευση της ψυχικής μας ενεργητικότητας με την αρετή. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τις αρετές σε διανοητικές και ηθικές. Οι ηθικές αρετές αφορούν τα πάθη, τα συναισθήματα και τις πράξεις των ανθρώπων και το πεδίο τους ορίζεται μερικές φορές αναφορικά με έναν τύπο συναισθήματος και άλλοτε με έναν τύπο πράξης. Όλες μαζί οι ηθικές αρετές συνιστούν το ήθος, δηλαδή τον ηθικό πυρήνα του ανθρώπου. Οι αρετές είναι έξεις, δεν είναι όμως όλες οι έξεις αρετές, αλλά μόνο όσες θεωρούνται άξιες επαίνου.
Ο Αριστοτέλης συνδέει την αρετή με την έννοια της μεσότητας, η οποία είναι αξιέπαινη, ενώ η υπερβολή και η έλλειψη είναι κατακριτέες. Η αρετή-μεσότητα δεν ορίζεται ούτε απολύτως αντικειμενικά (με μία αριθμητική ή καταναγκαστική λογική) ούτε απολύτως υποκειμενικά, δηλαδή ως αυθαίρετη υποκειμενική κρίση. Ειδικότερα, ο Σταγειρίτης φιλόσοφος επισημαίνει πως η αρετή βρίσκεται στο μέσον «σε σχέση προς εμάς». Αυτό σημαίνει πως η αρετή προέρχεται από την προαίρεση (την ελεύθερη βούληση, την ελεύθερη επιλογή), η οποία τηρείται σε σχέση με τον άνθρωπο που αποτελεί το υποκείμενο της ηθικής πράξης. Η μεσότητα αυτή καθορίζεται από τον λόγο, σύμφωνα δηλαδή με τον καθορισμό που θα της απέδιδε κάθε φρόνιμος πολίτης. Η προαίρεση ορίζεται από τον Αριστοτέλη ως επιθυμία πραγμάτων που εμπίπτουν στη δική μας δύναμη, αφού από τη στιγμή που, ύστερα από διανοητική εργασία και διαβούλευση, κρίναμε τι πρέπει να επιλέξουμε και να προτιμήσουμε, έχουμε πλέον επιθυμίες σύμφωνες με τη διανοητική εργασία και διαβούλευσή μας. Κατά συνέπεια, η αρετή είναι μεσότητα (και όχι μετριότητα) μεταξύ δυο ακραίων τρόπων, της υπερβολής και της έλλειψης. Η μεσότητα αυτή ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις και τα πρόσωπα, και γι' αυτό εναποτίθεται στον φρόνιμο άνθρωπο να την καθορίσει ανάλογα με την περίπτωση.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι στην αρχαιοελληνική γνωσιοθεωρία ο ορθός λόγος δεν έχει να κάνει με συστηματική νοησιαρχική ακρίβεια αφού δεν δεσμεύεται ούτε από αξιωματικές αρχές ούτε από την εσωτερική συνέπεια μιας επιστήμης. Ο ορθός λόγος αποτελεί κοινό κτήμα των ανθρώπων. Ο ορθός λόγος είναι ο κοινός λόγος για τον Αριστοτέλη, η κοσμική τάξη και αρμονία εντοπισμένη μέσα στην κοινωνία και υπαγορευόμενη από αυτήν.
Γιώργος Μπανιώκος Απρίλιος 2019
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, Αναλυτής
Θεατρολόγος, ΜΑ Φιλοοσοφίας
Βιβλιογραφία
-Αριστοτέλης, Ρητορική ΙΙ, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Δημ. Λυπουρλής, εκδ. Ζήτρος, 2002
-Αριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια, Βιβλία Α΄-Δ΄, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Δημ. Λυπουρλής, εκδ. Ζήτρος, 2006
- Αριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια Βιβλία Ε΄-Κ΄, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Δημ. Λυπουρλής, εκδ. Ζήτρος, 2006
- Αριστοτέλης, Περί Ψυχῆς, εισαγωγή - μετάφραση: Αναστασία- Μαρία-Καραστάθη, εκδ. Κάκτος, Σειρά: Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «Οι Έλληνες», Αθήνα 1997
- Δημήτριος Λυπουρλής, «Εισαγωγή στην ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη», Φιλόλογος 100 (2000), σελ. 266-286.