[Σκέψεις που κάνει μια στριπτιζέζ την ώρα που γδύνεται]
Την τέχνη να υπηρετώ σαν το στερνό της δουλικό
Και στους αφέντες να χαρίζω λίγη απόλαυση.
Τι νιώθω όταν το κορμί μου τσιτσιδώνω
Κάτω απ’ τα φώτα, με κινήσεις ωραίες, πονηρές
Με το χρυσό προβολέα καταπόδι μου – σαν στριπτηζέζ
Τίποτα του απαντώ.
Στ’ άλλο μπακάλικο πουλάνε καλύτερο τυρί.
Ο χοντρός λέει: Τώρα θ’ αρχίσει να κυλάει
Κρατάει πάνω του μαχαίρι.
Πιο χαμογελαστή. Η ατμόσφαιρα είναι πνιγερή.
Βούλωστο εκεί χάμω, θα σου τα δείξω. Λύκοι!
Το νοίκι πως θα το πλερώσω;…
Όχι, σήμερα δε δείχνω πισινό.
Μοναχά θα τον κουνήσω μία στάλα.
Το φαί μου φέρνει αναγούλα στο “Κίτρινο Σκυλί”.