«Άβυσσος άβυσσον καλεί» - Point of view

Εν τάχει

«Άβυσσος άβυσσον καλεί»


   Από τη μια η άβυσσος των «ημών παραπτωμάτων», των αμαρτιών και αδυναμιών, και από την άλλη η άβυσσος της Θεϊκής αγάπης. «Άβυσσος άβυσσον επικαλείται». Σ’ αυτό το σημείο συναντιέται η ανθρώπινη αδυναμία με τη Θεϊκή παντοδυναμία.



  Όσα ακολουθούν αποτελούν εκ πείρας, πληροφορίες και στοχασμούς πάνω στις πληροφορίες της καρδιακής προσευχής, η οποία έχει τις βάσεις της κατά κύριο λόγο στην παράδοση των πατέρων της Ανατολής.




  Η καθαρή προσευχή σχετίζεται με την επανασύνδεση του νου και της καρδιάς. Δεν πρέπει ο νους να παραμένει απομονωμένος· ούτε κι η καρδιά. Προσευχή που προέρχεται μόνο από το μυαλό είναι ψυχρή. Προσευχή που προέρχεται μόνο από την καρδιά είναι καθαρά συναισθηματική· είναι προσευχή που αγνοεί όσα μας έχει δώσει ο Θεός, όσα μας δίνει και όλα όσα θα μας δώσει εν Χριστώ. Είναι προσευχή χωρίς ορίζοντα και προοπτική, προσευχή που δεν ξέρει για ποιό λόγο να ευχαριστήσει τον Θεό, γιατί να Τον δοξάσει και τί να Του ζητήσει. Ο άνθρωπος που προσεύχεται μ’ αυτό τον τρόπο έχει την αίσθηση ότι εξατμίζεται μέσα στο απρόσωπο άπειρο – μια αίσθηση που αγνοεί κάθε αντάμωμα με τον προσωπικό Θεό. Γι’ αυτό και μία τέτοια προσευχή δεν είναι στην ουσία προσευχή.



  Πρέπει επίσης να ξεκαθαρίσουμε πως αυτή η συνάντηση του νου και της καρδιάς δεν επιτυγχάνεται με την άνοδο της καρδιάς στον νου, αλλά με την κάθοδο του νου στην καρδιά. Με άλλα λόγια, δεν είναι η καρδιά που βρίσκει την ανάπαυσή της στον νου, αλλά ο νους που βρίσκει την ποθητή ανάπαυσή του στην καρδιά (ή καλύτερα εκεί που τα βάθη της καρδιάς συναντούν τα βάθη του Θεού).

  Σίγουρα οι Πατέρες κάνουν λόγο και για μία διάνοιξη του νοός προς το άπειρο του Θεού, αλλά φαίνεται πως ένα τέτοιο άνοιγμα λαμβάνει χώρα στον τόπο της καρδιάς. Ο νους αναζητώντας τον Θεό ενεργοποιεί τα απέραντα βάθη της καρδιάς και τα καθιστά κατάλληλα για τον Θεό – τον μόνο πραγματικά Απέραντο και Άπειρο. «Άβυσσος άβυσσον καλεί». Η απεραντοσύνη του Θεού είναι απροσπέλαστη χωρίς την αγάπη Του για μας. Κι αυτή η αγάπη του Θεού για μας καλεί τη δική μας αγάπη· και η καρδιά, το όργανο αυτό της αγάπης, είναι ο τόπος όπου βιώνουμε την αγάπη Του. Όμως εδώ μιλάμε για μία καρδιά που, επειδή ακριβώς έχει κατέλθει εντός της ο νους, γνωρίζει ότι αυτή η απεραντοσύνη είναι η απεραντοσύνη του προσωπικού Θεού, και ότι ο Θεός εισέρχεται σε σχέση στενής κοινωνίας μαζί μας μέσα από το πρόσωπο του Χριστού. Αυτός είναι ο λόγος που κάνει τον νου να κατέρχεται και να αναπαύεται στην καρδιά. Στην καρδιά είναι που συναντά την απεραντοσύνη του Θεού. Δεν είναι η καρδιά που αναπαύεται στον νου, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως η αίσθηση της απεραντοσύνης του Θεού έχει γίνει μία θεωρία παγωμένη από τη σκέψη. Δεν είναι η αίσθηση που πρέπει να παγώσει από τη σκέψη, αλλά είναι η σκέψη που πρέπει να ζεστάνει τον εαυτό της μέσα στην καρδιακή αίσθηση, επικοινωνώντας αληθινά με την απεραντοσύνη του Θεού, ώστε να δώσει σ’ αυτή την αίσθηση συγκεκριμένο περιεχόμενο.

  Για την ακρίβεια, θα λέγαμε πως όταν ο νους έχει κατέλθει στην καρδιά, δεν ανταμώνουμε πλέον τον Θεό μέσα από ιδέες, αλλά μέσα από εκείνη την επίγνωση της παρουσίας Του, που μας δίνει τη δυνατότητα να υποβάλουμε τις σκέψεις μας στη δοκιμασία της πραγματικότητας. Εδώ, η αίσθηση μιας ακατόρθωτης πραγματικότητας, που δοκιμάζει ο νους, εξανεμίζεται από την άμεση παρουσία του Θεού. Η ιδέα του Θεού ή οι ιδέες μας για Εκείνον βρίσκουν το πλήρωμά τους στη ζωντανή συναίσθηση της πραγματικότητας του Θεού, που διεισδύει εντός τους και τις μπολιάζει. Το πραγματικό παίρνει τη θέση της ιδέας και ταυτόχρονα την επαληθεύει. Η ιδέα παύει να μπαίνει ανάμεσα σε μας και τον Θεό. Συνεπώς, η καρδιά είναι για τον νου ένα είδος αισθητηρίου οργάνου στη σχέση του με τον Θεό, όπως ακριβώς και τα αισθητήρια όργανα του σώματος είναι τα εργαλεία εκείνα, που μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε και να αισθανόμαστε τις επιμέρους πραγματικότητες, με τις οποίες έρχεται σε επαφή το σώμα μας.

  Ωστόσο, πολλά εμπόδια ορθώνονται μπροστά στον νου που επιθυμεί να εισέλθει στον τόπο της καρδιάς, και να αποκτήσει εμπειρία της πραγματικότητας του Θεού, διεισδύοντας πέρα από τις ιδέες και ταυτόχρονα επαληθεύοντας το περιεχόμενο αυτών των ιδεών. Αυτά τα εμπόδια προ-έρχονται κατά ένα μέρος από τα σωματικά αισθητήρια όργανα ή τις φαντασίες, που προκαλούνται από τα σωματικά αισθητήρια όργανα και διαμορφώνονται κατά το πρότυπό τους. Εκτός αυτού, τα εμπόδια προέρχονται κι από τη δυσκολία του νου να υπερβεί τις ίδιες του τις ιδέες, που εκπηγάζουν από μέσα του με τρόπο φυσικό – σκοπός τους βέβαια δεν είναι να τον φυλακίζουν, αλλά να τον παραπέμπουν και να τον υποψιάζουν για την πραγματικότητα του Θεού, που δεν έχει ακόμα βιωθεί.

  Οι αισθήσεις και οι φαντασίες, που εμποδίζουν τον νου να εισέλθει στον τόπο της καρδιάς και να φτάσει στην καθαρή ή καρδιακή προσευχή, είτε παράγονται από την αμαρτία, είτε ελκύουν τον άνθρωπο προς την αμαρτία, ή του δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκεται κοντά σε μια καλή ενέργεια ή κοντά σε μια αληθινή συνάντηση με τον ίδιο τον Θεό, ενώ στην πραγματικότητα δεν οδηγούν κοντά σ’ Εκείνον. Γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε και οι Πατέρες συνιστούν στους μοναχούς να είναι σε επιφυλακή ακόμα και έναντι εκείνων των παραστάσεων που μοιάζουν καλές· τους προτρέπουν να μην εμπιστεύονται κανένα είδος φαντασίας ή εντύπωσης. Κι ακόμα, για τους Πατέρες, εμπόδιο όχι λιγότερο επικίνδυνο για την κάθοδο του νου στην καρδιά είναι και οι διαλογισμοί – ακόμα και οι θεολογικοί διαλογισμοί. Πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός, ώστε να μην αγκυλώνεται στον θεολογικό στοχασμό ή να μην διολισθαίνει σ’ αυτόν, την ώρα που πρέπει να πάει να προσευχηθεί ή κατά τη διάρκεια της προσευχής. Ο στοχασμός περί του Θεού διακόπτει την άμεση σχέση με τον Θεό ή τη συνάντηση μαζί Του. Με τον θεολογικό στοχασμό ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του.



Καθαρή ή καρδιακή προσευχή, 
και εμπόδια στο δρόμο προς αυτή





  Οι Πατέρες κάνουν λόγο για τη μονολόγιστη ευχή. Δεν πρόκειται για έναν στοχασμό, αλλά για την ίδια τη συνείδηση, που κυριαρχείται από την εμπειρία της ύπαρξης του Θεού. Θα μπορούσε ωστόσο κανείς να ονομάσει αυτή την ενσυνείδητη εμπειρία «στοχασμό», διότι δεν είναι απλά ένα συγκεχυμένο συναίσθημα ή μία αίσθηση απώλειας του εαυτού στο πέλαγος ενός ανέκφραστου βιώματος, αλλά είναι η συνείδηση της συνάντησης με την απεραντοσύνη του προσωπικού Θεού που μας αγαπά. Είναι μία επίρρωση της πραγματικότητας από την σκέψη. Μέσα σ’ αυτή την απεραντοσύνη δεν χάνομαι, γιατί είναι η απεραντοσύνη της αγάπης ενός Θεού προσωπικού, στον οποίο απαντώ με τη δική μου προσωπική αγάπη. Διότι η καρδιά είναι ακριβώς ο τόπος όπου βιώνουμε την αγάπη του άλλου και όπου αποκρινόμαστε σ’ αυτήν. Μέσα σ’ αυτή την απεραντοσύνη δεν χάνω τον εαυτό μου, διότι είναι η απεραντοσύνη ενός προσωπικού Θεού, του οποίου η αγάπη αποτελεί το αγαλλίαμά μου. Εξαρτώμαι από την αγάπη Του όπως εξαρτώμαι και από το έλεός Του, διότι κατέναντι του προσώπου Του συνεχίζω να αισθάνομαι αμαρτωλός και απειροελάχιστος.

  Αυτή η συνάντηση μέσα στην ατμόσφαιρα της αγάπης, αλλά κι αυτή η συναίσθηση της απέραντης διαφοράς μου από τον Θεό, αυτή η ανάγκη που αισθάνεται ο άνθρωπος για το έλεός Του, εκφράζεται στην προσευχή του Ιησού. Η καρδιά είναι ο τόπος απ’ όπου εκπηγάζουν τα αισθήματα και επομένως και η αγάπη, η οποία συνεπάγεται συνάντηση με τον άλλο. Κι επειδή η αγάπη είναι μπολιασμένη με μία απέραντη ορμή, δεν μπορεί να αναπαυτεί πλήρως παρά μονάχα στη συνάντηση με τον Θεό, τη θεία Απεραντοσύνη.



  Όμως από την καρδιά εκπηγάζει και η θλίψη, και μέσα στην καρδιά γίνεται η θλίψη αισθητή. Ενώπιον του προσώπου του Θεού, η καρδιά δοκιμάζει θλίψη για την αμαρτία και για την προσβολή που Του προξενεί λόγω της αμαρτίας. Μέσα στην καρδιά του ο άνθρωπος θρηνεί και ζητά συγχώρηση. Από εκεί αναβλύζουν τα δάκρυα· τα δάκρυα της μετάνοιας αλλά και τα δάκρυα της χαράς. Στον τόπο της καρδιάς, ο άνθρωπος παραιτείται από τη δυσκαμψία του μυαλού. Ωστόσο, αν η καρδιά διολισθήσει σε ένα κατώτερο επίπεδο, μετατρέπεται σε τόπο των παθών, τα οποία προσκολλούν τον άνθρωπο στον κόσμο και τον εαυτό του. Τα πάθη συνεπάγονται προσήλωση απόλυτη σε πράγματα και πρόσωπα σχετικά. Συνεπώς, όπως ακριβώς η καρδιά μπορεί να ακτινοβολεί την απόλυτη αγάπη, κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να εκπέμπει απέραντο μίσος απέναντι σ’ ό,τι την εμποδίζει να προσκολλάται αμαρτωλά στα αντικείμενα του πόθου της. Από την καρδιά προέρχονται οι αγαθές σκέψεις και τα καλά λόγια, αλλά και οι λογισμοί της απληστίας, του μίσους, καθώς και οι φονικές διαθέσεις. Ακόμα και οι κακοί λογισμοί και τα λόγια χρωματίζονται από την καρδιά με ένα τόνο απόλυτο, έστω κι αν αναφέρονται σε πράγματα σχετικά. Όμως αυτή η απέραντη προσκόλληση σε πράγματα σχετικά, δεν μπορεί να κορέσει την πραγματικά απόλυτη δίψα της καρδιάς. Μόνο η συνάντηση της καρδιάς με τον Θεό μπορεί να ικανοποιήσει αυτή τη δίψα. Επομένως, η καρδιά, λόγω της ικανότητάς της προς το απόλυτο, πρέπει να ελευθερωθεί από τα πάθη, δηλαδή από την προσήλωση σε πράγματα σχετικά.

  Στη συνάντηση με τον Θεό, το απόλυτο προσλαμβάνεται ως απεριόριστη χαρά και φως δίχως όρια. Τα λόγια μόνο υπαινικτικά μπορούν να εκφράσουν τη χαρά αυτή, που υπερβαίνει κάθε περιορισμό. Αυτό το συναίσθημα της χαράς, της ευγνωμοσύνης και της απέραντης ταπείνωσης, μπορούν να το εκφράσουν τα λόγια της προσευχής του Ιησού – και πάλι ατελώς. Όμως αυτό που έχει σημασία δεν είναι η εξεύρεση των κατάλληλων λέξεων, αλλά αυτή καθαυτή η βίωση της χαράς, της ευγνωμοσύνης, της αγάπης, της ταπείνωσης ή κι ακόμα της απέραντης οδύνης που γεννά η αμαρτία. Οι λέξεις πλέον, για κείνον που τις προφέρει, δεν αποτελούν ένα αντικείμενο στοχασμού. Δεν ορθώνονται μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού, αλλά μέσω αυτών ο άνθρωπος απευθύνεται στον Θεό, που είναι παρών. Κι η παρουσία του Θεού αναπληρώνει ό,τι λείπει.

  Τώρα πλέον, οι λέξεις προφέρονται και την ίδια στιγμή υπερβαίνονται. Συνεπώς, δεν μας ξεγελούν δίνοντάς μας την εντύπωση μιας δικής τους, αυτόνομης πραγματικότητας, αλλά αποτελούν την έκφραση μιας άμεσης επαφής με την πραγματικότητα του Θεού. Η προσοχή μας δεν κατευθύνεται προς τις λέξεις αλλά προς τον Θεό, στον οποίο εκείνες απευθύνονται μέσα στα όρια ενός διαλόγου. Αλλά μπορούμε να ζήσουμε αυτό τον διάλογο και χωρίς λέξεις.

  Γι’ αυτό και ο μοναχός, στον οποίο αναφέρθηκα στην αρχή, έλεγε πως σ’ ένα προχωρημένο πνευματικό στάδιο, μπορεί κανείς ακόμα και να σταματήσει την προσευχή του Ιησού – μόνο το περιεχόμενό της χρειάζεται να διατηρηθεί. Στρέφεται στον Θεό και με το ίδιο του το είναι Τον δοξάζει, εκφράζει ενώπιόν Του το θάμβος, την ευγνωμοσύνη και την ταπείνωσή του. Αυτή η κατάσταση της εσώτατης αίσθησης εκφράζεται πιο αποτελεσματικά με τη συμμετοχή ολόκληρης της ύπαρξης παρά με τα λόγια, διότι αυτό που εκφράζεται υπερβαίνει τα λόγια. Είναι προσευχή καθαρή, προσευχή ολόκληρης της ύπαρξης, που φανερώνει έτσι τη συναισθηματική της έξοδο απ’ όλα τα πράγματα, απ’ όλες τις σκέψεις, ακόμα κι από τον ίδιο της τον εαυτό, προς συνάντηση του Θεού. Κι αυτή η έξοδος βιώνεται μέσα στην καρδιά με μια εντονότατη προσευχητική κατάσταση. Εντός του τόπου της καρδιάς, η ύπαρξη ωθείται προς τον Θεό φορτισμένη με ένα απεριόριστο αίσθημα αγάπης.

(π. Δημήτριος Στανιλοάε, 
Προσευχή και Ελευθερία,
 εκδ. Εν πλω, σσ. 37-48)
via

Pages