Η τραγική ηδονή του δονζουανισμού - Point of view

Εν τάχει

Η τραγική ηδονή του δονζουανισμού





    «Κορδελία μου!

    Γιατί φόβος; Όταν είμαστε μαζί, είμαστε δυνατοί, πιο δυνατοί από τον κόσμο, πιο δυνατοί από τους θεούς.

  Ξέρεις, ζούσε πάνω στη γη ένα γένος από υπάρξεις αυτοτελείς: ο καθένας αρκούσε στον εαυτό του και μπορούσε να γνωρίσει μόνος και τη βαθύτερη ακόμα ένωση του έρωτα.

  Όμως ήταν δυνατοί, τόσο δυνατοί που θέλησαν να γκρεμίσουν τον ουρανό.

   Ο Δίας τους φοβήθηκε και τους χώρισε στα δύο, έτσι που από το ένα μέρος βγήκε ένας άντρας και από το άλλο μια γυναίκα.

  Όταν συμβαίνει πάλι να συνευρεθούν, η ένωσή τους είναι δυνατότερη από τον Δία.

  Και δεν είναι πια δυνατοί σαν Ένας, αλλά πιο δυνατοί, γιατί του έρωτα η ένωση τους δυναμώνει.

δικός Σου

Ιωάννης »

Σωρέν Κιρκεγκώρ, Το ημερολόγιο ενός Διαφθορέα



  Ποιος είναι τελικά ο Δον Ζουάν και από που πήρε τ’ αυτί μας για τ’ όνομα και τη φήμη του; Δεν μοιάζει στ’ αλήθεια με κάποιον σαν τον Μπάρι Λύντον; Τον νεανία που αψηφά τις συμβάσεις της συγγένειας και ερωτεύεται την ξαδέρφη του, και σαν να μην έφτανε αυτό, δίχως δεύτερη σκέψη και ανυποχώρητα προσκαλεί σε μονομαχία τον αγαπητικό της, τον σκοτώνει στην ψύχρα, δοκιμάζει την ηθική στιβαρότητα των διεγέρσεών του και ανανεώνει το ραντεβού του με το ερωτικό πεπρωμένο. Ο Δον Ζουάν ερωτεύεται και συγκινείται χωρίς κόμπλεξ και διακρίσεις, χιμάει σε φτωχές και πλούσιες ανεξαιρέτως, τις κυνηγάει όλες, είναι μεταιχμιακός και αντινομικός μέχρι τα μπούνια, ανήκει στο πάνθεον των dramatis personae της ανθρωπότητας, αντικατοπτρίζει έναν άνθρωπο που έπαιξε τη ζωή του για την αγάπη και που δεν κατάφερε τελικά να την στεριώσει.

Ο Γκιγιόμ Απολιναίρ μας δίνει μια σκανδαλοθηρική περιγραφή για τα νεανικά κατορθώματα του μικρού Δον Ζουάν. Η πρώτη ανάδυση ενός ερωτισμού που δεν λογοκρίνει τις ορμές του, την εξερεύνηση των αισθήσεων, τον ίλιγγο και την απογείωση των παλμών. Εκεί όπου το σώμα εξυμνείται από την απόλαυση χωρίς την ανάγκη για στερητικές δίαιτες και μαθήματα λάτιν χορών. Τα μάγουλα του νεαρού Δον Ζουάν κοκκινίζουν όταν τον μπανιαρίζουν οι γκουβερνάντες του, αλλά κι ο ίδιος δεν χάνει ευκαιρία να σηκώνει κοριτσίστικες φούστες. Ακόμα κι όταν τα πράγματα προχωράνε προς το επόμενο επίπεδο και εξελίσσονται σε σόδομα και γόμορρα, η γεύση που μας αφήνουν στα χείλη τα ανδραγαθήματα του έφηβου αυτού Γανυμήδη είναι η αθωότητα μιας λιμπίντο που δεν έχει προφτάσει ακόμα να σουλουπωθεί από ταμπού, εξαναγκασμούς και συμμόρφωση με ιδεολογικούς μηχανισμούς, στο σημείο να μπορεί κανείς να γιορτάσει τις χαρές της σάρκας χωρίς να έχει την ανάγκη επίδειξης μιας θεωρίας της σεξουαλικότητας ή κάποιου δικαιολογητικού ταυτοποίησης μιας gender identity, και όλα αυτά δήθεν για να νομιμοποιήσει τη λαγνεία του. Όχι α πριόρι πειθαρχικός έλεγχος πολιτικής ορθότητας αλλά εμπλοκή των ερωτικών αντιπερισπασμών και του διαστροφικού πάθους με ένα ήθος ευγένειας, για κάποιον του διαμετρήματος του Δον Ζουάν αρκεί η δύναμη του συγχωρείν όταν ξεπεραστούν τα όρια, καθότι δεν υπάρχουν και αμαρτίες που να μη συγχωρούνται.

Ο Δον Ζουάν μεγάλωσε και του ήταν αφύσικο να μείνει εγκλωβισμένος στους στενούς ορίζοντες του σπέρματος. Αυτός ο πέτρινος ιππότης, αυτός που με γέλιο και χαρά υποδέχεται όλες τις προκλήσεις της ζωής, δεν προεικονίζει επ’ ουδενί τον ευτυχισμένο γόη του 21ου αιώνα, τον περιζήτητο της κοινωνικής δικτύωσης, τον λειτουργικοποιημένο νάρκισσο. Ο Δον Ζουάν καταστρώνει σκευωρίες, σπέρνει αμφιβολίες, προετοιμάζει σκοτεινά σχέδια, αντιδικεί, χλευάζει, ξιφασκεί, ψευδολογεί, τρυπώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, χτίζει συμμαχίες, εξοστρακίζει μνηστήρες, χώνεται μέσα σε σκέψεις, εκμηδενίζει μεγαλειότητες, σκορπά μέσα σε ραβασάκια, επιστολές, αφήνει τη μυρωδιά του σ’ όλους τους δρόμους της πόλης, κρύβεται τσαλακωμένος σε τσέπες, ενθρονίζεται μέσα στις πιο μοιχείες φαντασιώσεις, εμφανίζεται από το πουθενά σαν πιστός αγγελιοφόρος του έρωτα. Κυνηγάει, εξαφανίζεται. Πολιορκητής πραγματικός των αισθήσεων, πορθητής των κατεστημένων συμβάσεων, με τόλμη και θάρρος υψώνει ανάστημα ενάντια στον φόβο του θανάτου και εξωθεί και τους άλλους σ’ αυτό το παιχνίδι του απόλυτου παροξυσμού. Οι γυναίκες τον εκλιπαρούν να τις σκοτώσει αν είναι να τις παρατήσει. Μολύνει την ατμόσφαιρα με τη ζήλεια και την έξαψη, παρεμβαίνει σε γαμήλιες τελετές για να κλέψει τη νύφη, όλοι τελικά τσακώνονται για να στριμωχτούν λιγάκι δίπλα στην ακόλαστη αίγλη του. «Ζήτω η ελευθερία» φωνάζει ξανά και ξανά. Ακόμα και την ύστατη στιγμή της τελευταίας ευκαιρίας για μετάνοια δεν υποκύπτει στο έλεος της ταπεινοφροσύνης και ωρύεται, «viva la liberta!», έστω κι αν εκ του αποτελέσματος η ελευθερία υπομένει την ασέλγεια της ηδονής.

«Είναι αισχρός!», φωνάζει διαρκώς ο αντουανετισμός της καθωσπρέπει κοινωνίας, εκείνοι που έχουν κάνει την υποκρισία μόδα, όλοι όσοι θέλουν και να καρπωθούν όλα τα άνθη μιας ζωής χωρίς υπερβατικότητες και υψηλά ιδανικά, χωρίς θεούς και δαίμονες, αλλά και να καρφιτσώσουν στο πέτο τους, μέσα στην οπορτουνιστική δολοπλοκία τους, το παράσημο της ηθικότητας, την ανάγκη να τους βραβεύσουμε πολίτες της χρονιάς. Στις μέρες του αμορτισέρ και της ομοιοπαθητικής, στο βασίλειο των bytes και των funds, ο Δον Ζουάν δεν θα γλιτώσει, παρά τη θέλησή του, την προκρούστεια μέθοδο του ντιβανιού της ψυχανάλυσης. Οι ειδικοί καλούνται να αποφανθούν. Είναι φαλλοκράτης, πατριάρχης, πεοδότης, σεξιστής. Ναι, είναι μισογύνης! Κι όμως, παρά τις ανιαρές προβλέψεις των θεραπευτών και τον υποβιβασμό του δονζουανισμού σε ψυχοπαθολογικό σύνδρομο, ο ελευθερόφρων nobleman απ’ τη Σεβίλλη δεν σκέφτεται με τη στύση, μα με την καρδιά. Ουδεμία σχέση έχει με τον Άλμπεριχ του Rheingold στην όπερα του Βάγκνερ, τον dwarf που προτιμάει να κλέψει και να φορέσει το καταραμένο δαχτυλίδι που ο κάτοχός του θα έχει πρόσβαση στην απόλυτη ισχύ με τίμημα την απώλεια της αγάπης. Τουναντίον, ο Δον Ζουάν δεν αρνείται την αγάπη για την ισχύ αλλά επιδιώκει να μετατρέψει την αγάπη σε ισχύ θρυμματίζοντας την αντιαισθητική υπόληψη του περιγύρου του. Ο Άλμπεριχ δεν αγαπάει καμία, ο Δον Ζουάν τις αγαπάει όλες και κάθε μια πιο πολύ απ’ όλες τις άλλες, επαναλαμβάνει ξανά και ξανά την αναζήτηση κεραυνοβόλων συναντήσεων, παρέχει μ’ αυτόν τον τρόπο στον εαυτό του την πίστη για την τελειοποίηση της ερωτικής εμπειρίας, την ελπίδα ότι η επόμενη ερωμένη θα του προσφέρει μια πιο ολοκληρωμένη όψη της αγάπης απ’ όλες τις προηγούμενες. Υπό αυτές τις συνθήκες βέβαια, αν κάτι τον αναζωογονεί στη μάχη για την κατάκτηση της αγάπης είναι η κατάκτηση, όχι η αγάπη. Ο Καμύ μας υπενθυμίζει άλλωστε πως αν για τον Δον Ζουάν έφτανε η αγάπη, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά.

Η κοινή εμπειρία λέει πως οι πρώτοι που εξολοθρεύονται απ’ τον μηδενισμό είναι οι ίδιοι οι υποστηρικτές του. Αν κάτι διασώζει, έστω και προσωρινά, τον Δον Ζουάν απ’ αυτή την καταδίκη είναι πως, αν και ελευθεριακός μηδενιστής, αντικατοπτρίζει την ιδιότητα του «gentleman» που δεν βρίσκεται στις υπηρεσίες κάποιου άλλου, επικαλείται ο ίδιος σύσσωμο τον πατρογονικό κώδικα περί ανδρείας, σθένους, έντασης, ακεραιότητας, υπερνίκησης όλων των φόβων και ενσάρκωσης όλων εκείνων των αρετών που ορίζουν όσους θέλουν να ζήσουν χωρίς να έχουν κανέναν πάνω απ’ τον σβέρκο τους, τη θυσία ακόμη και της ίδιας της ζωής αν το τίμημα είναι η απώλεια της ανεξαρτησίας κάποιου. Ίσως γι’ αυτό και ο Πλατίνος της Πονζανίας ζητούσε από τους συγκεντρωμένους στη Δίαιτα της Πολωνίας, αρκετούς αιώνες πριν, να διαλέξουν «μια ελευθερία γεμάτη κινδύνους, παρά μια ήσυχη σκλαβιά» [Malo periculosam, libertatem quam quietam servitutem], καθόσον και τα δυο μαζί δεν γίνεται, πάντα μια ζωή κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους, που το μόνο που ζητά είναι την ησυχία και τη μοναξιά της, είναι μια ανελεύθερη ζωή. Έτσι και η πρόθυμη δονζουανική ψυχή γνωρίζει ότι η στράτευση με την ελευθερία είναι μια καταραμένη διαδρομή όπου το μόνο που απομένει είναι να την απολαύσει κανείς με μανία για όσο διαρκέσει. Κατ’ εξοχήν εκπρόσωποι αυτής της βιοσοφίας στο πολιτικό πεδίο ήταν ο Ροβεσπιέρος και ο Σαν-Ζυστ, οι οποίοι υπερασπίζονταν με τέτοιον ζήλο ότι η γκιλοτίνα θα φέρει την ελευθερία και την αρετή, που στο τέλος δεν δίστασαν σχεδόν από μόνοι τους να βάλουν το κεφάλι κάτω απ’ τη λαιμητόμο και να δώσουν το παρασύνθημα στον δήμιο. Μόνο αντιμέτωπη με τα ένστικτα του θανάτου μπορεί να δοκιμαστεί η αξία και η βαρύτητα της ελευθερίας και ο Δον Ζουάν το πάει μέχρι τα άκρα, χλευάζει κάθε ιερό και όσιο, φτύνει στα μούτρα τον θεό, βουτάει στο ντελίριο της πιο παράλογης ελευθερίας.

Ουδόλως ενδιαφέρεται αυτός ο εωσφορικός νυμφίος για την ατομική του ευημερία και μια τετριμμένη καλοπέραση μέσα στις μικροανέσεις. Κάτι τέτοιο ανήκει στο γυναικείο mentalité, όπως το υπονοεί και ο ίδιος ο Μολιέρος με τη χωριατοπούλα Σαρλότ, που μόλις υποκύπτει στη βακχεία αποπλάνηση του Δον Ζουάν, το μόνο που την απασχολεί είναι ότι δίπλα του θ’ αποκτήσει τίτλους και προνόμια, πρόσβαση στα καλά κρασιά και τις ανοιχτές εξώπορτες των σαλονιών της κοινωνικής αφρόκρεμας. Για κάποιον όπως αυτός ο εκλεκτός της ερωτικής σκανδαλοθηρίας, η περιπέτεια δεν είναι προσωπική του υπόθεση αλλά ένα είδος κοσμογονίας. Ελίσσεται μακριά απ’ τη στύση του και εργαλειοποιεί την αγάπη για να την χρησιμοποιήσει ως όπλο ώστε να πολεμήσει ενάντια σε βαθιά ριζωμένες αξίες, την αμοιβαιότητα, την αιώνια συντροφική πίστη, την προσήλωση στη μοναδικότητα του Άλλου. Θέλει να εφαρμόστει το εν Χριστώ δόγμα «αγαπάτε αλλήλους» στην ονομαστική του αξία, πασχίζει να εξαπλώσει την αγάπη με κάθε κόστος σε όλη την ανθρωπότητα. Δεν θα ήταν καθόλου παράταιρο να τον αποκαλέσουμε μεγαλέξανδρο μιας διονυσιακής ερωτικής κοινοκτημοσύνης. Μόνιμος καταπατητής της αιδούς, προκαλεί την τύχη της αθανασίας του ενώπιον του Ουρανού, κατακεραυνώνει ενάντια σε κάθε αξία που αξιώνει κυριαρχία πάνω στην ηδονή, όχι μόνο τον Θεό αλλά και την επιστήμη που δεν είναι παρά μια παραπλάνηση πάνω στις δυνάμεις της φύσης, η εξήγηση του κόσμου μέσω του Λόγου. Ο Δον Ζουάν είναι o επί της γης απεσταλμένος του deus activus, ένας πρωτο-μηδενιστής της δράσης σε κατάσταση ζωντανού αγάλματος, άλλωστε δεν υπάρχει άλλη ζωή οπότε δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από την πίστη του προφανούς για να προχωρήσει προς τους σκοπούς της φύσης του. Θα οφείλαμε τουλάχιστον να παραδεχτούμε αυτόν τον κομψευόμενο σάτυρο για την αισθητική του ανωτερότητα και την πρωτοτυπία του όπου, προκειμένου να περιπαίξει τα ιερά μυστήρια και τους καταπιεστικούς θεσμούς παντρευόταν κάθε μήνα και άλλη, σε αντίθεση με την παγωμάρα της κρατικά επιδοτούμενης γυναικείας χειραφέτησης όπου βλέπει τη νίκη ενάντια στον γάμο στα αυξημένα ποσοστά διαζυγίων, την υπογεννητικότητα των ζευγαριών και τους απομονωμένους φοβιτσιάρηδες που απέμειναν στο ράφι.

Αν ο Τζιακόμο Καζανόβα είναι ο ετεροθαλής αδερφός του Δον Ζουν, τότε ο Ιωάννης ο Διαφθορέας είναι ένας Δον Ζουάν απ’ την ανάποδη. Ο Σωρέν Κιρκεγκώρ μάς συστήνει τον Ιωάννη μέσα απ’ το ημερολόγιο του, το Ημερολόγιο ενός Διαφθορέα. Αν η γενναιοδωρία του Δον Ζουάν θέλει να χαρίσει την υπέρτατη διέγερση σε όλες τις γυναίκες της γης, ο Ιωάννης είναι αυτός που ορέγεται μόνον εκείνη, τη «Μοναδική», τίποτα άλλο δεν μπορεί να του προκαλέσει ηδονή, όλος ο υπόλοιπος κόσμος, στον βαθμό εξαπλώνεται από το σημείο που τελειώνει η παρουσία Της, υπάρχει μονάχα για να τον εκνευρίζει. Γι’ αυτό και τα γεγονότα των περιπτύξεών του διαδραματίζονται πίσω απ’ τις κουρτίνες της πραγματικότητας, σ’ ένα αραχνοΰφαντο σύμπαν που μόνον οι εραστές είναι ικανοί να αντιληφθούν. Ο γητευτής του Κιρκεγκώρ δεν παρακαλάει, δεν ικετεύει, δεν ζητιανεύει αλλά βγαίνει για μάχη, έχει ήδη αποπλανήσει τον άλλον μέσα στον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτόν δεν αξίζει μόνο να πλανέψεις μια γυναίκα, αλλά να πλανέψεις κάποια που αξίζει να πλανευτεί. Εκμαιεύει τη συμπάθεια των κοντινών της προσώπων, προσποιείται τον εγκάρδιο μέντορα στον αρραβωνιαστικό της αγαπημένης του Κορδελίας μόνο και μόνο για να τον πετάξει απ’ τη μέση. Αποκτά ύφος αθέατου ανθρώπου ώστε να ξεκλέψει τα βλέμματά της, σπέρνει φήμες γύρω απ’ το όνομά του, εμφανίζεται μυστηριώδης, σατανικός, γεμάτος αυτοπεποιθηση, επιβλητικός και στομφώδης. Ο Ιωάννης είναι ένας ντελικάτος μηδενιστής, είναι «stratège», ένας στρατηγικός νους ικανός να Την αφήσει άναυδη με την πνευματική πανουργία του, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να τα τινάξει όλα στον αέρα μόνο και μόνο για να την κάνει δικιά του, ακόμη κι αν επρόκειτο να την παρατήσει στην επόμενη γωνία και σφραγισμένα να της επιστρέφει όλα τα γράμματα απελπισίας που του έστελνε.

Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως ίσως ένας τέτοιος χαρακτήρας να είναι προορισμένος για την αποτυχία. Ποια γυναίκα άραγε θα κατάφερνε να σηκώσει ένα τέτοιο ειδύλλιο; Οι εραστές είναι ανυπόφοροι μπελάδες που έρχονται να μας χαλάσουν το πρόγραμμα. Στη βαβούρα του υστερικού φεμινισμού, η αγάπη λογίζεται σαν διακοσμητικό πορτατίφ, οι άντρες μόνο ως κατοικίδια έχουν κάποια ελπίδα «αναγνώρισης» της ύπαρξής τους, ως γαϊδούρια που υπερφορτώνει κανείς στο σαμάρι τους τον εξοπλισμό του κάμπινγκ. Ο διαφθορέας όμως δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ δικός τους: ιδού η αιώνια τιμωρία των γυναικών, να το βάζουν στα πόδια μόλις τους αποκαλυφθεί η ουσία της ομορφιάς υπό την ταραχή της συνείδησης. «Τι φοβάται ένα κορίτσι; Το πνεύμα. Γιατί; Επειδή το πνεύμα φανερώνει την άρνηση ολόκληρης της θηλυκής ύπαρξής της». Μια τέτοια πνευματική κατάσταση ακούγεται μεν θελκτική, αλλά όχι για κάθε μέρα μιας και η εκμάθηση γιόγκα μπορεί να έχει πιο ασφαλή αποτελέσματα στον αναζητούμενο σπιριτουαλισμό μας, στο ασκησιολόγιο για την ανάκτηση της αναπνοής ως μέσον για την επιβεβαίωση οτι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Όμοια τύχη με τις ήττες του ερωτικού προλεταριάτου και για τον Μικρό Πρίγκηπα, ο οποίος εξυπηρετεί ιδανικά τον σκοπό του ως ανάλαφρο ανάγνωσμα για τις καλοκαιρινές μας διακοπές, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν θα υποφέραμε την παρουσία του, τις ενοχλητικές απορίες του, τα αναπάντητα ερωτήματα που θέτει, τη phisolophia negativa που αναβλύζει απ’ την αθωότητά του.

Όσο κι αν προσπάθησε ο Μότσαρντ να θάψει τον Δον Ζουάν, να τον εξαϋλώσει μέσα σε ένα ορχηστρικό μακελειό, μέσα σε μια οπερική εκδοχή της πανκ, ο Δον Ζουάν δεν πεθαίνει, απλά επιστρέφει από κει που ήρθε. Χθόνιος, σεληνιακός, σατανικός, μόνιμος κάτοικος της Κόλασης του Δάντη, απλά ανοίγει η γη και τον καταπίνει, τον ρουφάει μέσα στο σκότος της. Σαν άλλος μεσσίας, ο Δον Ζουάν επανέρχεται, προς τα τέλη του 20ου αιώνα, κι αφηγείται την ιστορία του αυτοπροσώπως στον Πέτερ Χάντκε. Αλήθεια, με τι είδους χαρακτηριστικά θα εμφανιζόταν ένας Δον Ζουάν σε μια εποχή που η σεξουαλικότητα αλλοτριώθηκε από φιλήδονο «ταμπού» και ένοχη απόλαυση σε διδακτορική διατριβή, διοικητική υπηρεσία, θέμα συζήτησης, κρατικό χατίρι; Αυτός λοιπόν ο δαιμόνιος γητευτής της ανεξέλεγκτης αγάπης μοιάζει πλέον φυγάς, υπόδικος, λαχανιασμένος, κυνηγημένος, δεν χάνει ποτέ τη γοητεία του αλλά δεν την έχει ποτέ του σε κατάσταση επαγρύπνησης. Η φυγή βέβαια ήταν ανέκαθεν προσωπικό στοιχείο του Δον Ζουάν, άλλοτε μεν για να κυνηγήσει το καινούργιο ενώ πλέον για να καταδιωχτεί απ’ το παλιό. Υποδαυλίζει σκοπίμως την φαντασματική αίσθηση του ωραίου, προτιμά να περνά απαρατήρητος και να περιπλανιέται σαν αυθεντικός άγνωστος. Πενθεί για το γεγονός ότι οι γυναίκες ορέγονται τους δουλικούς, τους παραπονιάρηδες και τους ψευτο-καψούρηδες. Μέσα σ’ αυτή την άνευρη κατάσταση, ο Πέτερ Χάντκε μάς παρουσιάζει έναν Δον Ζουάν που μένει ανεπάγγελτος λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος, λόγω της φθίνουσας πορείας του γυναικείου κάλλους και της κήρυξης του τέλους της σαγήνης και του ξελογιάσματος. Σ’ έναν κόσμο που οι γυναίκες θέλουν να μείνουν μόνες, ο Δον Ζουάν χάνει την ιδιότητα του κατακτητή, μοιάζει έντρομος και υποδουλωμένος στη γυναικεία εξουσία. Εδώ δεν μιλάμε για ισότητα των δύο φύλων, αλλά για πλήρη αντιστροφή των ρόλων. Προφανώς, προφανέστατα, δεν χάνει τον ρομαντισμό του, αλλά λόγω του γεγονότος ότι δεν μπορεί να υποκλίνεται με δουλοπρεπή συμπάθεια στην εκδικητική διάθεση των γυναικών, τους συμπεριφέρεται με μια εξ αποστάσεως βδελυγμία.

Φυσικά, το αίτημα του δονζουνισμού, η κατάργηση όλης της διατεταγμένης κοινωνικής ιεραρχίας με μοναδικό σκοπό την αποθέωση της ερωτικής ειμαρμένης, δεν είναι αποκλειστικά αντρική υπόθεση, παρόλο που εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο στην αρσενική από τη θηλυκή του εκδοχή. Ίσως κάπως βιαστικά να αποδίδαμε στη γυναικεία όψη του Δον Ζουάν τις ιδιότητες της νυμφομανίας, λόγω εκείνης της κεκτημένης ταχύτητας που θέλει να συγκεράσει τη νίκη του έρωτα με τη σεξουαλική αποκτήνωση και την επιστροφή στη ζωώδη κατάσταση υπό την επικάλυψη του one night stand. Όμως, τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά, τόσο σοβαρά όσο μας τα παρουσιάζει ο Βοκάκιος στο πρώτο παραμύθι της 4ης ημέρας του Δεκαήμερου. Εκεί λοιπόν, η Γκισμόνδα, η κόρη του πρίγκηπα Τανκρέντι του Σαλέρνο, δεν αντέχει να υπομένει τις εντολές του κτητικού πατέρα της που της επιβάλλει να μην ξαναπαντρευτεί κανέναν μετά τον θάνατο του συζύγου της και αντ’ αυτού να μονιάσει μαζί του. Η Γκισμόνδα όμως ερωτεύεται έναν νεαρό βαλέ απ’ την Αυλή του πατέρα της και του στέλνει γραπτά μηνύματα στα κρυφά στουμπωμένα μέσα σ’ ένα γλωσσίδι, διώχνει τις πιστές της υπηρέτριες με την πρόφαση ότι νυστάζει, τον προσκαλεί σε ένα υπόγειο σπήλαιο κάτω απ’ την έπαυλη όπου για αμέτρητες ώρες σαν εξερευνητές του πάθους χασκογελούν απολαμβάνοντας το ειδύλλιό τους. Μέχρι που ο πατέρας της Γκισμόνδα την πήρε πρέφα και την κλειδαμπαρώνει σ’ ένα δωμάτιο του παλατιού για την ατιμία που έφερε στον οίκο του. Εκείνη, αμετανόητη παραδέχεται με ειλικρίνεια τα συναισθήματα που θρέφει για τον εραστή της και τις επιθυμίες που αυτός ζωντανεύει μέσα της, μάλιστα είναι πρόθυμη να δεχτεί κάθε τιμωρία αρκεί να μην τον πειράξει. Tότε είναι που ο πατέρας της διατάζει δυο άντρες του να τον στραγγαλίσουν, να του ξεριζώσουν την καρδιά και να την παραδώσουν στην κόρη του μέσα σ’ ένα χρυσό δισκοπότηρο, ώστε να ανακουφιστεί για την απώλεια του εραστή της με τον ίδιο τρόπο που ανακουφίστηκε αυτός για την απώλεια της κόρης του. Η Γκισμόνδα είχε ήδη φτιάξει ένα τοξικό φίλτρο από δηλωτηριώδη βότανα, αλλά προτού αυτοκτονήσει μια για πάντα, υψώνει ψηλά την καρδιά του αγαπημένου της, τη φιλάει και ευχαριστεί τον πατέρα της γι’ αυτό το τόσο πολύτιμο δώρο.

Άλλωστε κάτι παραπλήσιο δεν έπραξε και η Δυσδαιμόνα και όλες οι γυναίκες που απαίτησαν να ζήσουν ελεύθερα το ύψιστο κάλεσμα του ερωτικού ιδεώδους; Όταν ο πατέρας της αδυνατεί να χωνέψει τον γάμο της με τον Οθέλλο, τη ρωτάει σε ποιον οφείλει την υποταγή της, υπονοώντας την πατριαρχία του, εκείνη του ανταπαντά πως μόνον στον άντρα της οφείλει υποταγή. Όσο φρικιαστική βέβαια κι αν φαντάζει μια τέτοια παραδοχή στον 21ο αιώνα, εκεί που η χειραφέτηση του «αδύναμου φύλου» θα έρθει με ίσες ευκαιρίες για μισθωτή εργασία και επαγγελματική καριέρα, για την εποχή της ήταν μια ατομική εξέγερση. Αν ο Δον Ζουάν εξεγείρεται με το να λυγίζει τον ιερόν της παρθενίας για να απελευθερώσει τις δυνάμεις της ηδονολατρείας πάνω στο ανθρώπινο σώμα, στην περίπτωση του θηλυκού δονζουανισμού έχουμε μια ανταρσία στο πατρογονικό δίκαιο, την αποψίλωση του ρόλου του «pater familias», της αυθεντίας του πατριάρχη οικήτορα πάνω στη ζωή των παιδιών του. Ήταν ένα πρώτο μεταρρυθμιστικό βήμα προς την μετατόπιση από τις νόρμες που διατηρούν την ένωση δυο ανθρώπων ως υπόθεση δυο γενεαλογικών δέντρων προς τον συντροφικό δεσμό όπου προτεραιότητα δίνεται στην επιλογή των συζύγων. Η αναπαραγωγή ξεκινά κι έρχεται λίγο πιο κοντά προς τον εξισωτισμό απ’ ότι στους νόμους της societas civilis. Μάλιστα ήταν ο ίδιος ο Μπακούνιν που είδε την κορύφωση της ανθρώπινης χειραφέτησης μέσα σ’ αυτό το ιδανικό του «φυσικού γάμου», της αμοιβαίας ένωσης δυο ελεύθερων προσώπων μέσα στην αγάπη και τον αλληλοσεβασμό, χωρίς να παρεμβάλλεται κανείς τρίτος. Άσχετα τελικά που τα αποτελέσματα δεν τον δικαιώνουν και σήμερα κάθε άλλο παρά θα λέγαμε ότι η επικράτηση, έστω και στα προσχήματα, αυτής της νοοτροπίας μάλλον έφερε μεγαλύτερους μπελάδες στον γάμο. Κακά τα ψέματα, ο γάμος προερχόμενος από έρωτα όλο και πιο πολύ σπανίζει, για να μην πούμε ότι ανέκαθεν ήταν μια περιθωριακή υπόθεση των τολμηρών εστέτ και ορισμένων ακόμα εκλεκτών, μοιάζει ως και αδιανόητο σήμερα να εφαρμοστεί σε οικουμενική κλίμακα, υπάρχουν παράγοντες ταξικού status, σεξουαλικών προτιμήσεων, κριτηρίων ομορφιάς, κοινής ατζέντας στα χόμπι ή απλώς δειλίας για κάθε τι αυθεντικό, που καθορίζουν το πλέγμα των προσωπικών δεσμών. Γι’ αυτό βλέπουμε μια τόσο ραγδαία ανάπτυξη του συνοικέσιου υπό μορφή νεοτεχνολογικής υπηρεσίας, έξυπνων εφαρμογών για γνωριμίες, προγραμμάτων εξορθολογισμένου ταιριάσματος. Η ρομποτική προξενήτρα των cyborgs εγγυάται τις πιο ασφαλείς επιλογές, ότι με τη βοήθεια των κατάλληλων πιθανοθεωρητικών αλγορίθμων θα πέσουμε στα μαλακά.

Το γεγονός ότι οι εραστές έχουν κηρύξει διαρκή απεργία ενάντια στην ανέραστη κοινωνία μας δεν θα μας απαγορεύσει με τίποτα απ’ το να αξιώνουμε πως ο έρωτας φαντάζει για τους μεταμοντέρνους καιρούς μας μια τόσο εύκολη υπόθεση, απελευθερωμένος απ’ τις αλυσίδες της λιμπιντικής καταστολής. Όμως, δεν συνυπολογίσαμε το οξύμωρο μιας τέτοιας εξέλιξης. Δεν τον αποφεύγουμε πλέον σαν αμαρτία, αλλά σαν απειλή. Ο ερωτισμός στρέφεται προς τα μέσα, παθητικοποιείται μέσα σε ένα πορνογραφικό κύκλωμα όπου η γρήγορη εναλλαγή σεξουαλικών εικόνων υπόσχεται μια προσομοίωση της δονζουανικής εξιδανίκευσης. Η πτώση του έρωτα απ’ τον Ουρανό έφερε και το ξεθώριασμά του, την εξίσωσή του με μια κομφορμιστική κατάσταση που προσφέρεται απλόχερα προς όλους αδιακρίτως και οποιαδήποτε στιγμή το επιθυμούμε. Ακόμα και για να αγοράσουμε ένα γιαούρτι πρέπει προηγουμένως να πάρουμε και λίγο μάτι, όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας αντικρύζουμε σεξουαλικά πλάσματα ντυμένα με συνθετικό ηδονισμό, έτοιμα να ικανοποιήσουν όλες τις ορέξεις, πρόθυμα να πραγματοποιήσουν κάθε ακολασία. Οι προσδοκίες πνίγονται μέσα σ’ έναν υπερρεαλιστικό κορεσμό, παραλύουν μέσα σε μια ηδονοβλεπτική τύφλωση, μια ζωή διαζευγμένη απ’ το παράφορο πάθος, τις επάλξεις για το πρόσωπο του άλλου, τη λυρική αύρα που περικυκλώνει τα κορμιά. Ιδού ο επίλογος της αποστολής του Δον Ζουάν.

Πιθανότατα ένα τραγικό τέλος που επιφυλάσσει η μοίρα για κάποιον με το κύρος του Δον Ζουάν θα ήταν παρόμοιο της τύχης του Ρεμπώ, που σταμάτησε την ποίηση στα 26 του και για το υπόλοιπο της ζωής του απλά «έζησε», τυχοδιώκτης σε φλεγόμενες λακκούβες της Σομαλίας, με ακρωτηριασμένο πόδι να ξεψυχά προτού μας απαλλάξει πολύ νωρίς από την ιδιοφυία του. Δεν υπάρχουν πια καταραμένοι. Αυτοί εξαφανίστηκαν μέσα στη μεθοδολογικη λαίλαπα του Κράτους για βιοπολιτική κανονικοποίηση των ψυχών. H σύγχρονη κοινωνία γιορτάζει τον άδικο χαμό των κολασμένων. Ο Μπωντριγιάρ τα λέει σωστά: «ανθρώπινα δικαιώματα, αντίσταση, αντιρατσισμός, SOS-αυτό, SOS-το-άλλο: αυτές είναι soft, εύκολες, post coitum historicum ιδεολογίες, ιδεολογίες “μετά-το-όργιο”, ιδεολογίες για μια easy-going γενιά που δεν γνώρισε ούτε σκληρές ιδεολογίες, ούτε ριζοσπαστικές φιλοσοφίες. Η ιδεολογία μιας γενιάς που είναι νεοσυγκινησιακή στην πολιτική της στάση εξίσου, που ανακάλυψε γι’ ακόμη μια φορά τον αλτρουισμό, την ευτραπελία, τη διεθνή φιλανθρωπία και τις πληγωμένες καρδιές των ατόμων. Ξεσπάσματα ευαισθητοποίησης, αλληλεγγύη, κοσμοπολίτικη ευσυγκινησία, multimedia πάθος: όλες οι soft αξίες που πικρόχολα αποκήρυξε η νιτσεϊκή, φροϋδο-μαρξική εποχή… Μια νέα γενιά, αυτή των κακομαθημένων παιδιών της κρίσης, ήρθε να διαδεχτεί αυτήν των καταραμένων παιδιών της Ιστορίας».

Ο Δον Ζουάν, μέσα από το κυνήγι του έρωτα, εξύμνησε την απεριόριστη βουλιμική liberta. Η ελευθερία του δεν θυμίζει την ενάρετη ελευθερία των πατρικίων Ρωμαίων. Αφ’ ης στιγμής το «Εγώ-βούληση» αναποδογύρισε την τάξη του κόσμου, η ελευθερία αλλοιώθηκε από αρετή που αναγνωρίζει όρια, υποχρεώσεις και καθήκοντα, σε συγχώνευση του επιμέρους με το καθολικό υπό την αιγιδα ενός εγωκεντρικού ηδονοθηρισμού. Είναι επομένως μια ελευθερία που επιζητά την άρνηση οποιασδήποτε διάκρισης μεταξύ εαυτού και κόσμου, μια ελευθερία που οδεύει ολοταχώς προς το μηδέν. Η διαφορά του Δον Ζουάν με τον σύγχρονο κομφορμιστή μηδενιστή είναι ότι προϋπέθετε την εξέγερση σε μια κοινωνία τύπων, κανόνων και ευπρέπειας. Ο Δον Ζουάν πρέπει να είναι ένας κλέφτης αμόλυντων καρδιών, διεκδικεί αυτό που δεν είναι ο ίδιος: την αθωότητα. Η γυναικεία φιληδονία είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει τις κάμαρες των γυναικείων καρδιών. Σε έναν κόσμο που έχει ξεφορτωθεί την αγνότητά του για τα κρεματόρια και τα gala, ο Δον Ζουάν στερείται αυτού του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού που τον έκανε να ανήκει στη γενιά των «εξεγερμένων ρομαντικών». Ένας Δον Ζουάν στο εδώ και τώρα, ένας τάχα μηδενιστής της ελευθερίας ανάμεσα στους χαρούμενους μηδενιστές της διπλανής πόρτας, είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας άγιος ζιγκολό του Πασκάλ Μπρυκνέρ, αν όχι απλά ένας ακόμα υποψήφιος σεξουαλικός παρτενέρ, που σουρωμένος θα κλαψουρίζει παλιμπαιδικά την καψούρα του διεκδικώντας την αυθόρμητη τάση των γυναικών για μητρική φροντίδα ώστε να εκμαιεύσει την προσοχή και τον οίκτο τους, είτε θα πρέπει να παίζει ακορντεόν με τις πιστωτικές του κάρτες και να επιβεβαιώνει την ικανότητα του επιβήτορα από το πάχος του πορτοφολιού του και ένα εγγυημένο εξοχικό για καλοκαιρινές διακοπές. Η παρακμή του Δον Ζουάν είναι ότι από κατακτητής έγινε συνοδός, από εραστής μεταλλάχτηκε σε χασάπης, σαρκοφάγος των σεξουαλικών επιδόσεων πάνω στο γυναικείο κορμί, ταπεινό ομοίωμα του ματσό κρετινισμού αλά Χιού Χέφνερ σε hip hop έκδοση. Αυτός που μάλλον θρήνησε περισσότερο γι’ αυτή την απώλεια είναι αναμφίβολα οι ίδιες οι γυναίκες.



Μολιέρος, Δον Ζουάν

Λόρδος Μπάυρον, Ντον Ζουάν

Μότσαρντ, Don Giovanni

Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σίσυφου

Αλμπέρ Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος

Γκιγιόμ Απολιναίρ, Τα κατορθώματα ενός νεαρού Δον Ζουάν

Σωρέν Κιρκεγκώρ, Το ημερολόγιο ενός διαφθορέα

Πέτερ Χάντκε, Δον Ζουάν: η ιστορία του όπως μου την αφηγήθηκε ο ίδιος

Στάνλεϋ Κιούμπρικ, Μπάρυ Λύντον

Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Οθέλλος

Βοκάκιος, Δεκαήμερον

Πασκάλ Μπρυκνέρ, Ο άγιος ζιγκολό

Τζιακόμο Καζανόβα, Ιστορία της ζωής μου

Antoine de Saint-Exupery, Ο μικρός πρίγκηπας


Pages