Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να σωθεί από τον άνθρωπο; Υπάρχει, άραγε, περίπτωση ο άνθρωπος να γίνει σωτήρας του Θεού; Κάτι τέτοιο, αδιαμφισβήτητα, δείχνει αιρετικό. Έχω την αίσθηση, όμως, πως η παραπάνω φράση κρύβει μία μεγάλη αλήθεια.
Μία αλήθεια στην οποία Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Σωφρόνιος του Έσσεξ, φιλόσοφοι, όπως ο Νίτσε και συγγραφείς, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, συμφωνούν, και μέσα από τη σκέψη και τα έργα τους, μας παρουσιάζουν μία φαινομενική ειρωνία, η οποία θέλει τον άνθρωπο να γίνεται ο σωτήρας του Θεού!
Ο άνθρωπος σώζει τον Θεό. Δεν αποτελεί αίρεση, μήτε βλασφημία μία τέτοια διαπίστωση, αλλά ομολογία, πίστη, τολμώ να πω∙ την κατεξοχήν αλήθεια των πραγμάτων, την οποία διαφύλαξαν Πατέρες, ποιητές, φιλόσοφοι. Δεν είναι αμαρτωλός ο Θεός, ώστε να έχει ανάγκη τη σωτηρία. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, θα μας πει πως ο Θεός δεν έχει την ανάγκη κανενός και πως είναι ο μόνος αναμάρτητος. Πώς λοιπόν το κτίσμα, ο άνθρωπος, σώζει το άκτιστο, τον Θεό; Αν ο Θεός σώζεται, τότε ο άνθρωπος είναι πάνω από τον Θεό, είναι ο σωτήρας Του. Ίσως, να πρόκειται, ακόμη, και για τον «υπεράνθρωπο» του Νίτσε. Σε μία τέτοια περίπτωση, φυσικά, ο Θεός δεν είναι Θεός, αλλά εμπίπτει στην κατηγορία των κτιστών όντων, η οποία αναδεικνύει ως ακραιφνή στοιχεία της λειτουργικής της ιδιότητας, την κτιστότητα, τρεπτότητα, περατότητα. Ανήκει, λοιπόν, ο Θεός σ’ αυτά;
Εστιάζω στην «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, όπου χρησιμοποιεί τον υπότιτλο «Salvatores Dei» (Σωτήρες του Θεού), εννοώντας τους ανθρώπους, όπου γράφει μεταξύ άλλων: «… η ουσία της ηθικής μας δεν είναι η σωτηρία του ανθρώπου, που αλλάζει μέσα στον καιρό και στον τόπο, παρά η σωτηρία του Θεού…». Και παρακάτω, σημειώνει: «Τούτη είναι, σύντροφοι, η καινούρια Ασκητική μας! Ο Θεός φωνάζει στην καρδιά μου: «Σώσε με!». Στην «Ασκητική» του Καζαντζάκη, ο Θεός είναι Εκείνος που φωνάζει στον άνθρωπο να τον σώσει και όχι ο άνθρωπος.
Προφανώς, κάτι συμβαίνει και οδηγεί τον Θεό να ζητήσει τη σωτηρία Του. Βέβαια, όλα αυτά προϋποθέτουν την ύπαρξη σχέσης. Αν ο Θεός δεν σχετίζεται με τον άνθρωπο, την κτίση, ολάκερη τη δημιουργία, αν δεν υπάρχει σχέση αναλογίας, κατά Μάξιμο Ομολογητή, τότε δεν υπάρχει σχέση και ανάγκη σωτηρίας. Το λέει με σαφήνεια, εξάλλου, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, σημειώνοντας πως «τό ἀνενέργητον καί ἀνύπαρκτον». Δεν ενεργεί ο Θεός προς τον άνθρωπο; Τότε δεν υφίσταται σχέση προσώπων. Επειδή, όμως, ο Τριαδικός Θεός φανερώνεται μέσα από τις θείες ενέργειες, όπως θα πει ο Μ. Βασίλειος, υφίσταται σχέση. Και η σχέση αυτή είναι σχέση ερωτική, αφού κατά τους Πατέρες, ο Θεός έχει έρωτα προς τον άνθρωπο, αλλά και ο άνθρωπος έχει έρωτα προς τον Θεό. Ιδίως, όμως, αυτό το «ο Θεός έχει έρωτα προς τον άνθρωπο», που συναντούμε στον Μάξιμο Ομολογητή, Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Μ. Φώτιο κ.ά., είναι που συντρίβει την όποια σχέση Θεού – ανθρώπου, όπως νοήθηκε στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία και ιδίως στον Πλάτωνα.
Η εννόηση της σωτηρίας του Θεού από τον άνθρωπο, ουδόλως πρέπει να θεωρείται ως οντολογική αλλά ως γνωσιολογική. Αφορά το κομμάτι της γνωσιολογίας, εκείνο το πώς της γνώσης του Θεού και της αντίληψης περί Θεού. Κι έρχομαι στην ουσία του θέματος. Ο άνθρωπος σώζει τον Θεό κάθε φορά που σχηματίζει περί του προσώπου του μία εικόνα άξια του Θεού. Αν για παράδειγμα, ισχυριστούμε πως ο Θεός είναι ιδέα ή φιλοσοφική αρχή, τότε αλλοιώνουμε το πρόσωπο του Θεού, την εικόνα Του. Αν, όμως, διαφυλάξουμε την αλήθεια του προσώπου Του, όπως αυτή διατυπώθηκε στη ζωή της Εκκλησίας, τότε ο Θεός δεν χρειάζεται σωτηρία από τον άνθρωπο. Σωτηρία χρειάζεται κάθε φορά που Τον «κατεβάζουμε» στα επίπεδα της κτιστής φύσης και τον εννοούμε ως ιδέα, ως φιλοσοφία, ως άνθρωπο. Βλέπουμε, λοιπόν, πως εκείνος που καθορίζει τον τρόπο αντίληψης του Θεού, είναι ο άνθρωπος. Εκείνος φέρει την ευθύνη για το ποιον Θεό παρουσιάζει στους άλλους.
Δράττομαι της ευκαιρίας και αντλώ στοιχεία από δύο Πατέρες της Εκκλησίας, τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και τον Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ. Ο Γρηγόριος Νύσσης, στο έργο του «Εἰς τόν βίον τοῦ Μωυσέως», κάνει λόγο για «θεωρία του Θεού», φράση που προέρχεται από την πλατωνική αντίληψη, αλλά της δίνει αγιοπνευματικό νόημα. Και σημειώνει: «Αλλά η θεωρία του Θεού δεν γίνεται ούτε με την όραση, ούτε με την ακοή, ούτε με κάποια άλλη από τις γνωστές έννοιες κατανοείται ο Θεός». Ο Νύσσης προτείνει κάτι άλλο, ώστε η γνωριμία με το πρόσωπο του Θεού να μην αλλοιώσει αυτό που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό και γράφει: «Γι’ αυτό, εκείνος που πρόκειται να προσεγγίσει στην κατανόηση των υψηλών, πρέπει από πριν να καθαρίσει τη μέθοδο από κάθε αισθητική κι άλογη διάθεση, όπως επίσης και κάθε γνώμη που διαμορφώνει στο νου από κάποια προκατάληψη». Την ίδια θεολογική αντίληψη συναντάμε και στον Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, που στο βιβλίο του «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι», παρατηρεί: «Τώρα διδαχθήκαμε ότι δεν πρέπει να αποδίδουμε στον Θεό τα αποκυήματα της γήινης διάνοιας μας και της νοσηρής φαντασίας».
Στον αντίποδα, η δυτική φιλοσοφική και θεολογική σκέψη. Ο Descartes, ο Άνσελμος, ο Berkeley και άλλοι σκεπτικιστές και εμπειρικοί φιλόσοφοι και θεολόγοι της Δύσης, που επιχείρησαν να προσεγγίσουν τον Θεό μέσα από τη λογική και μέσα από τις αισθήσεις. Αυτό, όμως, τί μας δίνει; Μία ειδωλική εικόνα περί Θεού, ανάξια του Θεού. Κανένας τους δεν διαφύλαξε την αλήθεια του Θεού, την υπόσταση Του. Γι’ αυτό και ο μεγάλος φιλόσοφος Νίτσε, στη «Χαρούμενη Γνώση», μίλησε για τον θάνατο του Θεού στη Δύση, εννοώντας πως οι φιλόσοφοι με τη σκέψη τους ανήγαγαν τον Θεό σε ιδέα.
Όταν ο άνθρωπος υποβιβάζει τον Θεό και Τον ερμηνεύει με τη λογική, τότε είναι σαν να αφαιρεί από τον Θεό τη δυνατότητα να σώσει. Κάθε διάβρωση που αφορά το πρόσωπο του Θεού, έχει σωτηριολογικές επιπτώσεις για τον άνθρωπο, αλλά του αφαιρεί, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα να ζήσει στη ζωή του τον Θεό ως συνεργό του. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν αντικειμενοποίησαν τον Θεό, δεν τον υποβάθμισαν σε ιδεολογία, αλλά βίωσαν εμπειρικά, διά της ασκήσεως, την παρουσία Του στη ζωή τους. Και γι’ αυτό το λόγο δεν χρειάστηκε να Τον σώσουν. Ενώ η Δύση, λοιπόν, σκότωσε τον Θεό, η Ανατολή διαφύλαξε τον Θεό. Τα πράγματα, όμως, αρχίζουν να αλλάζουν στη Δύση. Είναι ενθαρρυντικό, το γεγονός, ότι η Δύση έχει ήδη αρχίσει να αναζητά τον Θεό του Μαξίμου Ομολογητού, Διονυσίου Αρεοπαγίτη και των άλλων Πατέρων της Εκκλησίας. Και ίσως, τότε δεν θα χρειαστεί άλλη σωτηρία ο Θεός…
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος