Στη διάρκεια της απολογίας του, ο Σωκράτης αποδεικνύει την απόλυτη συνάφεια ανάμεσα στις πεποιθήσεις και τις πράξεις του, υποστηρίζοντας πως ούτε καν για την ελευθερία του θα απαρνιόταν την αποστολή που του ανέθεσε ο θεός και το υπέρτατο καλό για έναν άνθρωπο, δηλαδή τη διαρκή δοκιμασία της ορθότητας των δικών του πεποιθήσεων και των πεποιθήσεων των άλλων. Απόδειξη συνάφειας και ταυτόχρονα μια πράξη θάρρους, από τη στιγμή που ο Σωκράτης έχει επίγνωση πως δύσκολα «οι Αθηναίοι» στους οποίους απευθύνεται θα πιστέψουν ότι είναι ειλικρινής.
Αν, λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, με αφήνατε ελεύθερο, μη πιστεύοντας τον Άνυτο, και μου λέγατε: «Σωκράτη, εμείς δεν θα πιστέψουμε τον Άνυτο και θα σε αφήσουμε ελεύθερο, με τον εξής όμως όρο, ότι δεν θα περνάς πια την ώρα σου εξετάζοντας έτσι τους ανθρώπους και φιλοσοφώντας. Και αν συλληφθείς να το κάνεις αυτό, θα πεθάνεις». Αν, λοιπόν, όπως είπα, με αυτόν τον όρο με αφήνατε ελεύθερο, θα σας απαντούσα όχι: «Εγώ, άντρες Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω στον θεό και όχι σε εσάς, και όσο αναπνέω και μπορώ, δεν θα πάψω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω και να εκφράζω την άποψή μου σε όποιον από εσάς τυχαίνει κάθε φορά να συναντώ, λέγοντάς του αυτά ακριβώς που συνήθιζα να λέω, ότι: “Εσύ, καλύτερος απ’ όλους, όντας Αθηναίος πολίτης της πιο μεγάλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλης, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για τα πλούτη, πώς θα αποκτήσεις περισσότερα, για τη δόξα και τις τιμές, ενώ δεν ενδιαφέρεσαι για την ευφυΐα σου και την αλήθεια και την ψυχή σου;” Και αν κάποιος από εσάς αμφισβητεί τα λόγια μου και πει ότι φροντίζει και γι’ αυτά, δεν θα τον αφήσω αμέσως να φύγει, ούτε θα φύγω κι εγώ, αλλά θα του κάνω ερωτήσεις και θα τον εξετάσω και θα τον ελέγξω, και αν μου φανεί ότι δεν κατέχει την αρετή, παρόλο που ισχυρίζεται το αντίθετο, θα τον επιπλήξω που νοιάζεται τόσο λίγο για τα πιο σημαντικά και τόσο πολύ για τα πιο ασήμαντα. Αυτό θα κάνω σε όποιον τύχει να συναντήσω, νέο ή γέρο, ξένο ή συμπολίτη μας, και κυρίως σε εσάς, τους συμπολίτες μας, που νιώθω πιο κοντά μου.
Γιατί αυτά με προστάζει ο θεός, το ξέρετε καλά, και πιστεύω ότι μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερο αγαθό για εσάς στην πόλη από αυτή την υπηρεσία μου προς τον θεό. Γιατί περιφέρομαι χωρίς να κάνω τίποτε άλλο από το να σας πείθω, νεότερους και πιο ηλικιωμένους, να μη φροντίζετε ούτε για τα σώματά σας ούτε για τα χρήματά σας με τόσο πάθος, παρά μόνο για την ψυχή σας, ώστε να γίνει καλύτερη, λέγοντας: “Στους ανθρώπους, η αρετή δεν πηγάζει από τα χρήματα, αλλά από την αρετή ο πλούτος, μαζί με όλα τα άλλα αγαθά, δημόσια και ιδιωτικά”. Αν τα λόγια μου αυτά διαφθείρουν τους νέους, τότε είναι βλαβερά, αλλά, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι εγώ λέω άλλα, δεν λέει την αλήθεια. Ως προς αυτά, θα έλεγα, “άντρες Αθηναίοι, είτε ακούσετε τον Άνυτο είτε όχι, είτε με αφήσετε ελεύθερο είτε όχι, εγώ δεν πρόκειται να αλλάξω συμπεριφορά, ακόμα και αν έπρεπε να πεθάνω χίλιες φορές”».
Θα μπορούσε ίσως να μου πει κανείς «Μα δεν μπορείς. Σωκράτη, να φύγεις από εδώ και να ζήσεις ήσυχα σωπαίνοντας;». Αυτό ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να τo εξηγήσω σε μερικούς από εσάς. Γιατί, αν σας πω ότι αυτό είναι σαν να παρακούω τον θεό και για τον λόγο αυτόν είναι αδύνατον να ζω ήσυχος, δεν θα με πιστέψετε νομίζοντας ότι σας ειρωνεύομαι.
Αν πάλι σας πω ότι είναι υπέρτατο αγαθό για τον άνθρωπο, να μιλά κάθε μέρα για την αρετή και για τα άλλα για τα οποία με ακούτε να συζητώ, εξετάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, ενώ μια ζωή χωρίς να τα εξετάζει κανείς αυτά είναι ζωή που δεν αξίζει να τη ζει ο άνθρωπος, τότε θα με πιστέψετε ακόμα λιγότερο.
Η Απολογία του Σωκράτη,
298-30γ, 37ε-38α Πλάτωνα,
Apologia di Socrate,
επιμ. ιταλ. μτφρ.
Simonetta Nannini,
Barbera. Siena – 2007