«Λάθος». Μια λέξη που κρύβει μέσα της τόσα συναισθήματα, τόσες εικόνες και χιλιάδες πρόσωπα. Μία τόση δα λεξούλα που όμως μπορεί ν᾽ αλλάξει κάθε δεδομένο και το πιο τρομακτικό είναι πως αλλάζει και τους ανθρώπους. Για σκεφτείτε; Πέντε γράμματα ν᾽ αλλάζουν ένα ολόκληρο ον. Να τον τρελαίνει, να τον σημαδεύει, να τον κάνει «κάποιον άλλο».
Στο σχολείο μας έλεγαν πως το να κάνεις λάθος δεν είναι κακό γιατί μέσα απ᾽ αυτό μαθαίνεις. Στο σχολείο, όμως, ξέχασαν να μας μάθουν για τα λάθη της αληθινής ζωής.
Όλοι μας ανεξαιρέτως έχουμε κάνει λάθη. Κάποια απ᾽ αυτά αθώα, άλλα πάλι πιο σοβαρά που πήραν αμπάριζα είτε ανθρώπους που αγαπούσαν πολύ, είτε ανθρώπους που τους αγάπησαν πολύ.
Δεν αποτελώ εξαίρεση. Κάποτε πλήγωσα ό,τι πιο όμορφο είχα και το πλήρωσα. Το λάθος ήρθε μια μέρα σ᾽ απρόσμενο χρόνο για να με βάλει στη θέση μου.
Όλα έδειχναν καλά. Μόνο έδειχναν. Ώσπου ήρθε εκείνο το βράδυ για να μου μάθει πως η αγάπη δεν είναι έτσι όπως τη θέλεις εσύ. Πως οι άνθρωποι δε θα σε συγχωρούν για πάντα. Πως υπάρχουν λάθη που δεν έχουν ούτε γυρισμό, ούτε κι ανάλογη δικαιολογία. Μα ακόμα κι αν υπάρξει επιστροφή, ο άνθρωπος που είχες απέναντί σου δε θα είναι ποτέ ο ίδιος και δυστυχώς ούτε κι εσύ.
Πέρασαν μήνες, να τον βλέπω μέσα από μια οθόνη. Να τον βλέπω να πονάει, να με μισεί και στο τέλος ν᾽ αλλάζει. Να γίνεται κάποιος άλλος. Έβλεπα να σκορπίζει τον εαυτό του σ᾽ εφήμερες αγάπες, να προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του, ν᾽ αλλάζει παρέες και φίλους, ν᾽ αλλάζει ακόμη και το σπίτι του.
Έφυγα. Βρισκόμουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Έφυγα απ᾽ αυτόν, απ᾽ το μέρος μας κι, όμως, το λάθος μου ήταν ακόμη εκεί να με καταδιώκει. Έτρεχα κι από πίσω αυτό μου φώναζε πως δε θα γλιτώσω έτσι εύκολα.
Μέχρι που το θέμα ξεχάστηκε. Το λάθος μου έγινε ένα με μένα, κόλλησε στο δέρμα μου και στην ψυχή μου. Κάθε φορά που έκανα μπάνιο, έτριβα με μανία για να το βγάλω. Αυτό, όμως, εκεί. Κολλημένο.
Το άσχημο δεν ήταν πως κόλλησε πάνω μου. Το άσχημο ήταν πως κόλλησε μέσα μου κι εκεί όσο και να τρίψεις, φίλε μου, δε βγαίνει. Περνάνε χρόνια ολόκληρα και μένει γαντζωμένο. Σε τρώει αργά από μέσα προς τα έξω, σαν το σαράκι. Όταν, πλέον, δεν έχει απομείνει τίποτα, σου χαμογελάει ειρωνικά και φεύγει. Μένεις εσύ και το κενό σου.
Ύστερα από πολλά χρόνια βρέθηκα εγώ στη θέση του. Το λάθος κάποιου άλλου χτύπησε εμένα. Ίσως και να ήταν το δικό μου, βέβαια, σ᾽ αναστροφή.
Και τότε το είδα. Είδα πώς είναι. Ένιωσα να με καίει, να με τρελαίνει, να μ᾽ αλλάζει. Είδα να μεταμορφώνομαι σε κάτι που δεν πίστευα πως υπάρχει. Σταμάτησα να είμαι το κοριτσάκι που τα πάει καλά μ᾽ όλους. Σταμάτησα να κάνω χάρες. Άλλαζα έρωτες σχεδόν κάθε βράδυ. Έγινα κακιά κι αναίσθητη.
Ερχόμαστε στο τώρα. Μετά από τόσα χρόνια, τόσους ανθρώπους, όνειρα και σκέψεις, όλα μοιάζουν να είναι καλύτερα και για μένα και γι’ αυτόν.
Από εκείνο το βράδυ δεν έχουμε ξαναμιλήσει. Πού και πού τον συναντάω στο δρόμο όταν επιστρέφω, αλλά πλέον φροντίζω να γυρίζω όσο πιο σπάνια γίνεται σ᾽ εκείνο το μέρος. Τον βλέπω, χαμηλώνω το βλέμμα κι αλλάζω πεζοδρόμιο. Τουλάχιστον έτσι καταλαβαίνει πως αναγνωρίζω το λάθος μου και πως δεν έχω δικαίωμα να τον κοιτάζω.
Μ᾽ αυτούς που με πλήγωσαν, δε συμβαίνει το ίδιο. Υποθέτω πως είναι αναίσθητοι ή υπερβολικά εγωπαθείς για να το παραδεχτούν. Συνεχίζουν να με κοιτούν στα μάτια σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Συνεχίζω, λοιπόν, να τους κοιτώ με κενό βλέμμα σαν να μη τους γνώρισα ποτέ.
Εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση κι εδώ τα πληρώνουμε όλα. Το πού θα ζήσει ο καθένας εξαρτάται απ᾽ το τι επιλογές θα κάνει στη ζωή του.
Αυτοί που θα βοηθήσεις και θα σταθείς δίπλα τους θα σε συντροφεύουν μέχρι το τέλος. Αυτοί, όμως, που θα πληγώσεις θα σε στοιχειώνουν μια ζωή.