Λίγοι από εμάς συνειδητοποιούμε τη δύναμη, την ελευθερία και τη γαλήνη που δημιουργείται από την κατάσταση της αποδοχής.
Πολλοί συσχετίζουν την αποδοχή με αδυναμία, παραίτηση ή παράδοση στην ήττα. Η αληθινή αποδοχή δεν έχει τίποτα να κάνει με την αδυναμία ή την ήττα. Πηγάζει από την εσωτερική μας δύναμη και πίστη στο ότι οι συμπαντικοί νόμοι θα επιτρέψουν να συμβεί μόνον αυτό που είναι δίκαιο και για το ύψιστο συμφέρον μας.
Τα περισσότερα βάσανα και οι συγκρούσεις μας με τον εαυτό μας και τους άλλους προέρχονται από την ανικανότητά μας να αποδεχτούμε τον εαυτό μας, τους άλλους και τη ζωή μας όπως είναι. Έχουμε προγραμματιστεί να απορρίπτουμε οτιδήποτε δεν είναι όπως πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να είναι ή οτιδήποτε διεγείρει συναισθήματα φόβου και ανασφάλειας μέσα μας. Επίσης έχουμε βιώσει απόρριψη σαν παιδιά και μάθαμε με τη σειρά μας να απορρίπτουμε τους άλλους και τον εαυτό μας.
Η κοινωνία μας, και συχνά οι θρησκείες μας, ενσταλάζουν μέσα μας την πεποίθηση πως πρέπει να απορρίπτουμε ό,τι δεν είναι τέλειο ή «όπως θα έπρεπε να είναι», για να παρακινηθούμε να αλλάξουμε και να πράξουμε καλύτερα. Αυτό θα ήταν σαν ένα μπουμπούκι να απορρίπτει τον εαυτό του επειδή δεν είναι ακόμη λουλούδι. Εντούτοις, δεν χρειάζεται να απορρίψει τον εαυτό του για να ανθίσει. Απλά χρειάζεται να ακολουθήσει τα δικά του φυσικά ένστικτα προς την τελειοποίησή του σαν άνθος και να αποδώσει καρπούς και σπόρους.
Είναι γεγονός πως η απόρριψη δεν μειώνει ούτε απομακρύνει αυτό που απορρίπτουμε, αλλά μάλλον χρησιμεύει για να προσελκύσει και να αυξήσει την παρουσία αυτού που απορρίπτουμε. Αυτό έχει δύο όψεις. Μία είναι πως επηρεαζόμαστε περισσότερο συναισθηματικά και, επομένως ψυχοσωματικά, από αυτό που απορρίπτουμε, επειδή εστιαζόμαστε σ’ αυτό και του δίνουμε περισσότερη προσοχή και έτσι μας ενοχλεί ακόμη περισσότερο.
Δεύτερο, στην πραγματικότητα έλκουμε, από φυσική άποψη, αυτό που μας ενοχλεί. Αυτό ισχύει όταν απορρίπτουμε τον εαυτό μας για τάσεις, συνήθειες ή αδυναμίες. Τότε είναι πιο πιθανό να βρούμε πως επαναλαμβάνουμε τα ίδια. Αληθεύει, επίσης, όταν απορρίπτουμε τους άλλους ή τη συμπεριφορά τους. Αυξάνουμε την πιθανότητα να ξανασυναντήσουμε την ίδια συμπεριφορά. Επίσης, είναι πιθανό να βρεθούμε κάποια στιγμή να επιδεικνύουμε την ίδια συμπεριφορά που έχουμε απορρίψει στους άλλους.
Παρόμοια, όταν απορρίπτουμε καταστάσεις ζωής σαν απαράδεκτες ή λάθος, αυξάνουμε την πιθανότητα να ξανασυμβούν στη ζωή μας αυτά τα γεγονότα ή οι καταστάσεις. Η απόρριψη είναι σαν ένας μαγνήτης συναισθηματικής ενέργειας, ο οποίος έλκει αυτό που απορρίπτουμε. Όταν φοβόμαστε, απορρίπτουμε, καταδικάζουμε ή νιώθουμε αρνητικά συναισθήματα προς οποιαδήποτε όψη της δημιουργίας, στην ουσία προσθέτουμε ενέργεια σ’ αυτή την πραγματικότητα και ενισχύουμε την παρουσία της.
Η αποδοχή μάς απελευθερώνει από την επιρροή του κόσμου γύρω μας. Ο κόσμος και οι άνθρωποι γύρω μας είναι όπως είναι. Το αν επηρεάζουν ή όχι τον εσωτερικό μας κόσμο εξαρτάται από τη σημασία που δίνουμε στον κάθε άνθρωπο, συμπεριφορά και κατάσταση. Τίποτα δεν έχει επίδραση επάνω μας, εκτός κι αν αντιδράσουμε εσωτερικά με το να του δώσουμε σημασία και να του επιτρέψουμε να μας επηρεάσει θετικά ή αρνητικά.
Αποδοχή σημαίνει ότι βιώνουμε αρκετά την αξία και την ασφάλειά μας για να νιώθουμε ασφαλείς με ό,τι συμβαίνει και είμαστε ελεύθεροι από τις αρνητικές επιρροές του.
Αυτό δεν μας εμποδίζει με κανένα τρόπο να χρησιμοποιήσουμε «αυτό που είναι» σαν ευκαιρία να αναπτύξουμε τις σωματικές, νοητικές και πνευματικές ικανότητές μας να αλλάξουμε «αυτό που είναι».
Αποδοχή σημαίνει να μπορούμε να είμαστε γαλήνιοι και ευτυχισμένοι με οτιδήποτε είναι, ενώ ίσως το χρησιμοποιούμε σαν ευκαιρία να αναπτύξουμε ακόμη μεγαλύτερες εσωτερικές δυνάμεις, ώστε είτε να μην επηρεαζόμαστε είτε να το αλλάξουμε. Σε κάποιες περιπτώσεις, χρειάζεται απλά να συνειδητοποιήσουμε πως η αξία, η ασφάλεια, η ευτυχία μας είναι μέσα μας και πως είμαστε ασφαλείς με οτιδήποτε συμβαίνει. Σε άλλες καταστάσεις το μάθημά μας είναι, επίσης, να αλλάξουμε αυτό που είναι «εκεί έξω» ή ακόμη να αλλάξουμε τον εαυτό μας.
Η αποδοχή δεν είναι το αντίθετο της αλλαγής, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις μια προϋπόθεση για αλλαγή. Αυτό αληθεύει επειδή η μη αποδοχή τείνει να έλκει αυτό που απορρίπτουμε και συχνά εμποδίζει ακριβώς την αλλαγή που αναζητούμε, επειδή έλκουμε το αντίθετο με το να το απορρίπτουμε.
Ως ψυχές, έχουμε επιλέξει διάφορες καταστάσεις και εμπειρίες σαν ευκαιρίες μάθησης, στις οποίες μπορούμε εναλλακτικά είτε να υποφέρουμε είτε να στραφούμε μέσα μας και να ανακαλύψουμε την αληθινή θεϊκή φύση μας. Αυτές οι ευκαιρίες μπορεί να είναι ευχάριστες ή δυσάρεστες. Έχουμε ελεύθερη βούληση να μάθουμε ή όχι, να γίνουμε δυνατότεροι ή να ενδώσουμε σε συναισθήματα φόβου, πόνου, αδικίας και θυμού.
Όταν αντιλαμβανόμαστε όψεις του εαυτού μας, των άλλων, της κοινωνίας ή της ζωής που δεν συμπίπτουν με τα αρχέτυπα που έχουμε στο νου μας για το τι είναι καλό ή σωστό ή ασφαλές ή δίκαιο, τείνουμε να το απορρίπτουμε και βιώνουμε αρνητικά συναισθήματα προς «αυτό που δεν είναι όπως θα έπρεπε». Αυτό φαίνεται φυσικό, επειδή γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι καλό, δίκαιο ή σωστό.
Η αντίδραση της απόρριψης και των αρνητικών συναισθημάτων, η οποία ήταν κάποτε χρήσιμη σε αρχικά επίπεδα εξέλιξης, είναι τώρα ξεπερασμένη και άχρηστη και, όπως ήδη εξηγήσαμε, αντιπαραγωγική. Η έμφασή μας στην απόρριψη του εαυτού μας και των άλλων είναι μια συνεχής πηγή πόνου και έντασης και δεν λύνει τα προβλήματά μας ούτε μας βοηθά να νιώσουμε τη γαλήνη και την αγάπη που αναζητούμε.
Ρόμπερτ Ήλια Νατζέμυ