Ψυχανάλυση: Το άλυτο πρόβλημα - Point of view

Εν τάχει

Ψυχανάλυση: Το άλυτο πρόβλημα





Πέντε χρόνια στο ντιβάνι είναι αρκετά για να γνωρίσεις τα μυστικά, τα τεχνάσματα και τα κλισέ μιας θεραπευτικής διαδικασίας με μεγάλη απήχηση και αμφιλεγόμενη αποτελεσματικότητα. 

Η καθιερωμένη συνεδρία κόντευε να φθάσει στο τέλος της, το μαρτυρούσε και ο λεπτοδείκτης που πλησίαζε απειλητικά στο παρά δέκα, θυμίζοντάς μου ότι τα 50 λεπτά είχαν πάνω-κάτω περάσει. Ο ψυχοθεραπευτής μου πήρε εκείνη τη γνώριμη θέση στη δερμάτινη πολυθρόνα του, γέρνοντας τον κορμό του προς τα εμπρός – το σωματικό σινιάλο του για το «τέλος χρόνου, θα τα πούμε την επόμενη εβδομάδα».

 Εγώ όμως δεν ήμουν καθόλου έτοιμη να σηκωθώ από τη δική μου δερμάτινη πολυθρόνα. Μέσα στα κλάματα και στην ένταση από όλα όσα του είχα ήδη πει και από όσα ήθελα ακόμη να του πω, τον κοίταξα με αυστηρό ύφος και τον ρώτησα: «Αν ήσασταν παθολόγος και αυτή τη στιγμή αιμορραγούσα από το αφτί, θα μου λέγατε “τέλος χρόνου, θα τα πούμε την επόμενη εβδομάδα;”». Ακούμπησε την πλάτη του πίσω και με άκουσε για άλλα πέντε λεπτά. Αυτή ήταν η πρώτη μικρή νίκη μου απέναντι στους κανόνες του πολύπλοκου και συναρπαστικού παιχνιδιού που ονομάζεται ψυχοθεραπεία.

Άρχισα να επισκέπτομαι έναν ψυχίατρο – προτίμησα να είναι γιατρός και όχι ψυχολόγος σκεπτόμενη ότι ήταν κάποιος που γνώριζε σε βάθος τον δαιδαλώδη ανθρώπινο οργανισμό – στις αρχές του 2005. Τότε αυτό ήταν ακόμη ταμπού στην Ελλάδα. Το κατάλαβα όταν το είπα σε μια φίλη και εκείνη πήρε μια θεατρινίστικη έκφραση βάζοντας το χέρι για να ελέγξει την υποτιθέμενη ταχυπαλμία της.

 Στο μυαλό πολλών ανθρώπων, όσο νέοι και μορφωμένοι και αν ήταν, η επίσκεψή σου σε έναν ψυχίατρο σου χάριζε την αυτόματη διάγνωση ότι είσαι τρελός, ότι κάτι δεν πάει καλά μέσα στο κεφάλι σου. Ένας άλλος φίλος, αρκετά πιο ανοιχτόμυαλος, μου είπε: «Μη φοβάσαι. Να το αντιμετωπίζεις σαν να κάνεις ένα εσωτερικό spa, για να ομορφύνεις την ψυχή σου». Αυτό το spa κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια.

Με είχε κερδίσει η ατάκα που μου είχε πει ο θεραπευτής στην πρώτη κιόλας συνάντηση: «Aλίμονο αν δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε. Θα ήμασταν ακόμη σε σπηλιές». Και η γλυκιά ικανοποίηση ότι όλοι, μα όλοι όσοι αρχικά με κορόιδευαν για τη στενή γνωριμία μου με τον παππού Φρόιντ λίγο καιρό αργότερα μού ζήτησαν το τηλέφωνο του ψυχοθεραπευτή μου για να τον επισκεφθούν και οι ίδιοι.

Τολμηρές εξομολογήσεις

Το πρώτο σάστισμα έρχεται όταν βλέπεις τον ειδικό, που κάθεται με περισπούδαστο ύφος απέναντί σου, να κρατά σημειώσεις για όλα όσα του λες. Φαντάζεσαι με τρόμο ότι βγάζει το πόρισμά του, αραδιάζοντας έναν σωρό όρους, όπως «ψυχαναγκαστικός», «αυτοκαταστροφικός», «ενοχικός». Και η πρώτη μεγάλη απογοήτευση, όταν ανακαλύπτεις ότι πίσω από το κεφάλι σου και ακριβώς απέναντί του βρίσκεται ένα ρολόι τοίχου για να χρονομετρά τη συνεδρία.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή καταλαβαίνεις ότι αυτό που είναι για εσένα μια ιερή εξομολόγηση είναι για εκείνον ένα επάγγελμα και όταν ο χρόνος σου τελειώσει το κουδούνι του θα χτυπήσει και κάποιος άλλος «ασθενής» θα πάρει τη θέση σου. Στο μικρό τραπέζι δίπλα στην πολυθρόνα υπάρχουν πάντα ένα τασάκι για την περίπτωση που θελήσεις να καπνίσεις και ένα κουτί με χαρτομάντιλα για την περίπτωση που θελήσεις να κλάψεις.

 Η χρήση ενικού ή πληθυντικού είναι ένας όρος που μπαίνει από την αρχή του παιχνιδιού και δεν αλλάζει ως το τέλος του. Οταν στον πέμπτο και τελευταίο χρόνο της ψυχανάλυσης, νιώθοντας ότι είχα αναπτύξει μεγαλύτερη άνεση με τον ψυχοθεραπευτή, του ζήτησα να μιλάμε στον ενικό, η απάντηση ήταν αρνητική.

Είχα επιλέξει να τον επισκέπτομαι κάθε Τετάρτη στις εννέα το βράδυ, για να μην έχω το άγχος της δουλειάς. Πριν από εμένα είχε ένα group therapy, αποτελούμενο από άνδρες και γυναίκες γύρω στα 40. Γνωριζόμασταν, αν και δεν χαιρετιόμασταν ποτέ στην είσοδο της πολυκατοικίας. Είχαμε απλώς το ίδιο συνωμοτικό βλέμμα σαν να μοιραζόμασταν ένα επτασφράγιστο μυστικό. Το ασανσέρ ήταν μικρό και κατέβαιναν δυο δυο. Κάθε φορά με την ίδια σειρά: μια ξανθιά γυναίκα με μάτια κόκκινα από το κλάμα και ένας άνδρας με γυαλιά που είχε ανάψει τσιγάρο προτού το ασανσέρ φθάσει στο ισόγειο. Και αμέσως μετά μια άλλη γυναίκα, που σαν καλή μαθήτρια επαναλάμβανε όσα είχαν προηγουμένως ειπωθεί: «Πρέπει να τα βρω με τον εαυτό μου, να αποκτήσω αυτοπεποίθηση». Και μία ακόμη, που απλώς την άκουγε με ψυχαναγκαστική ευγένεια.

Κουβέντα με τον εαυτό σου

Τι ακολουθεί όμως μετά την τόση ψυχοθεραπεία; Τελικά βγήκαμε πιο πλούσιοι συναισθηματικά ή πιο φτωχοί οικονομικά δίνοντας 60 και 80 ευρώ την ώρα, κάθε βδομάδα, επί τόσα χρόνια;

 Η γενιά που από το shopping therapy των 90s πέρασε στο psychotherapy των 00s, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της εσωτερικής αναζήτησης χωρίς τυμπανοκρουσίες και, σε μεγάλο ποσοστό, εξίσου μπερδεμένη με την πρώτη ημέρα των εντατικών μαθημάτων αυτογνωσίας. Πολλοί άνθρωποι με λογής λογής προβλήματα και φόβους μπορεί πράγματι να χρειάζονται εντατική ψυχοθεραπεία σε κάποια περίοδο της ζωής τους. Ωστόσο, οι περισσότεροι «πελάτες» δεν χρειάζονται ψυχανάλυση και οι περισσότεροι ψυχαναλυτές είναι επιεικώς ακατάλληλοι.

Στην εποχή της μεγάλης ευμάρειας, όταν λεφτά υπήρχαν, υποτίθεται ότι είχαμε λυμένο το θέμα της επιβίωσης και επομένως την πολυτέλεια να μην αποταμιεύουμε και να σκαλίζουμε τα ψυχολογικά μας.

 Σε μια εγωιστική περίοδο, βάλαμε τον εαυτό μας στο επίκεντρο, ξεχνώντας όλους τους άλλους. Και ξαφνικά τώρα, αν και ψυχοθεραπευμένοι, νιώθουμε πιο μόνοι από ποτέ. Στρεφόμαστε, ελπίζοντας ότι δεν είναι πολύ αργά, σε αυτά που ήταν πάντα δίπλα μας, αλλά εμείς τα αγνοούσαμε: φίλους, οικογένεια, μια βόλτα στον ήλιο, μια καλή κουβέντα στον εαυτό μας με το πρωινό κοίταγμα στον καθρέφτη.

Αιχμάλωτη στο ντιβάνι

Η ψυχοθεραπεία πρέπει να έχει ημερομηνία λήξης και ένας ευσυνείδητος επιστήμονας οφείλει να σου το τονίσει από την πρώτη κιόλας συνάντηση. Δυστυχώς όμως αυτό δεν συμβαίνει και πολύ συχνά, γιατί είναι ελάχιστοι οι καλοί ψυχοθεραπευτές.

 Υπάρχουν πάρα πολλοί ψυχίατροι και ψυχολόγοι που κρατούν τους ασθενείς τους σε χρόνια θεραπεία, εξασφαλίζοντας διά βίου εισόδημα για τους ίδιους και κάνοντας τους ανθρώπους που τους έχουν εμπιστευθεί τα εσώψυχά τους για πάντα εξαρτημένους από την κρίση τους. Ερευνα που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό «Journal of Counseling Psychology» τονίζει ότι όσο περισσότερο διαρκεί η ψυχοθεραπεία τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να αποδειχθεί αποτελεσματική:

 Οι περισσότεροι παρουσιάζουν θεαματική βελτίωση μεταξύ της έβδομης και της ενδέκατης εβδομάδας. Από εκεί και πέρα, ο ψυχοθεραπευόμενος αναμασά τα ίδια και τα ίδια, ξεθάβοντας κάθε σχετική και άσχετη ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια. Ξαφνικά πιάνεις τον εαυτό σου να κοιτάς τη μάνα που σε γέννησε με αβυσσαλέο μίσος, επειδή δεν σου πήρε τα δρακουλίνια που τόσο επίμονα της ζητούσες στην τρυφερή ηλικία των πέντε.

Η Σοφία είχε πει κάποια στιγμή στον ψυχαναλυτή της, Μανόλη Σαπουντζάκη: «Μερικές φορές σκέφτομαι ότι κάθε βδομάδα έρχομαι και κάθομαι σε αυτή την πολυθρόνα για να μπορέσω να αντέξω όλους εκείνους εκεί έξω που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να βρίσκονται εδώ αλλά δεν το ξέρουν». Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια.

 Όπως αποκαλύπτουν έρευνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, η συντριπτική πλειονότητα όσων πηγαίνουν οικειοθελώς στον ψυχολόγο έχει αντιμετωπίσιμα, βατά προβλήματα. Συνήθως δεν είναι ικανοποιημένοι από τη δουλειά τους ή νιώθουν ότι καταπιέζονται μέσα στη σχέση τους. Δεν χρειάζονται και τόσο πολλές συνεδρίες για να καταλάβεις τι πάει λάθος και να το αλλάξεις.

Φρόιντ και πλούτη

Ο θεραπευτής όμως συχνά θα σε κρατήσει σε καταστολή. Μπορεί να σε αφήνει να μιλάς αόριστα και απεριόριστα, τη στιγμή που ο ίδιος θα γνέφει συγκαταβατικά με το κεφάλι ή σε κάθε αγχωμένη ερώτησή σου του τύπου «τι πιστεύεις ότι μου συμβαίνει;» θα ανταπαντά με ερώτηση: «Εσύ τι πιστεύεις ότι σου συμβαίνει;».

 Ένας κακός χειρουργός θα ξεχάσει τη λαβίδα του μέσα σου. Ένας πονηρός ψυχολόγος θα σε αφήσει να ξεχαστείς για χρόνια μέσα στις παιδικές και ενήλικες φοβίες σου. Δεν είναι λίγοι οι ψυχαναλυτές μάλιστα οι οποίοι θα σε αναγκάσουν να πληρώνεις ακόμη και τις συνεδρίες που για κάποιον λόγο ακυρώνεις, με τη δικαιολογία ότι πρέπει να μάθεις να πειθαρχείς στα ραντεβού σου.

Στην Ελλάδα λοιπόν, αν και συνέβη με διαφορά φάσης σε σύγκριση με χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Αγγλία, περάσαμε από το ταμπού στη μόδα και από εκεί στον εθισμό. Υπάρχουν ψυχίατροι που γράφουν ψυχοφάρμακα για ψύλλου πήδημα, σε ανθρώπους που δεν είναι διατεθειμένοι να αφιερώσουν χρόνο και χρήμα στις συνεδρίες.

 Κάποιοι ειδικοί όμως, δίνοντας με επιβλητική φωνή συμβουλές όπως «δεν είσαι ακόμη έτοιμος να διακόψεις τη θεραπεία», πλουτίζουν εις βάρος σου την ίδια στιγμή που εσύ, από τον φόβο του κοινωνικού στιγματισμού, ακόμη και τις αποδείξεις που σου δίνουν στο τέλος της συνεδρίας αποφεύγεις να τις καταθέσεις μαζί με τη φορολογική σου δήλωση.

Τέρας αυτοπεποίθησης

Όταν κάνεις μακροβούτι στα σκοτάδια της ψυχής σου, περνάς από πολλά στάδια. Οι άνθρωποι που ξαπλώνουν στο ντιβάνι είναι πολλοί και ζουν ανάμεσά μας. Δεν είναι δύσκολο να τους αναγνωρίσεις. Όταν μιλούν, σου δίνουν την αίσθηση ότι προσπαθούν να ελέγξουν την κάθε τους λέξη, λες και κάποιος τους υπαγορεύει τι να πουν. Και χρησιμοποιούν φράσεις-κλειδιά, όπως «μην κάνεις τις προβολές σου επάνω μου» ή «πρέπει να κάνω πολλή δουλειά με τον εαυτό μου». Αρχικά θυμώνουν με τους ανθρώπους γύρω τους.

 Ο ψυχοθεραπευτής μου μου είχε αφηγηθεί σχεδόν ξεκαρδισμένος την περίπτωση μιας γυναίκας, η οποία προτού αρχίσει θεραπεία πηγαινοέφερνε στο νοσοκομείο με το αυτοκίνητό της τον άρρωστο πατέρα της, αλλά όταν άρχισε να κάνει φύλλο και φτερό τα παιδικά της χρόνια τον πήγαινε με το μετρό.

Μοιραία, όσο ο καιρός περνά και συνειδητοποιείς ότι κανένας ψυχολόγος, όσο ικανός και αν είναι, δεν έχει μαγικό ραβδάκι για να σε μεταμορφώσει στο τέρας αυτοπεποίθησης που πάντα ονειρευόσουν να γίνεις, ο θυμός στρέφεται στον ίδιο τον ψυχοθεραπευτή. «Κανένας δεν αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη. Τόσα χρόνια είχες βολευτεί σε αυτή την κατάσταση. Πρέπει να το πάρεις απόφαση αν θες να προχωρήσεις» είναι συνήθως η απάντησή του, κάνοντάς τον πολλές φορές να θυμίζει Πυθία και να μη σε πείθει.

«Και όμως είσαι γκέι»

Συχνά ένιωθα τυχερή που η μοίρα με έριξε σε έναν καλό επιστήμονα, ενώ έβλεπα πολλούς φίλους και γνωστούς να αποτρελαίνονται από την ψυχανάλυση: «Ο ψυχολόγος μού είπε ότι είμαι γκέι» μου είχε πει έντρομος ένας φίλος από το πανεπιστήμιο, που κατά τη διάρκεια των σπουδών δεν είχε αφήσει ούτε θηλυκή γάτα στο στρέιτ πέρασμά του.

 «Ο ψυχολόγος μού είπε κάθε φορά που ζηλεύω τον γκόμενό μου να κάνω ένα ντους με κρύο νερό για να συνέρχομαι ή να τρώω καρύδια, γιατί περιέχουν μια ουσία που κάνει καλό σε ένα συγκεκριμένο σημείο του εγκεφάλου» ήταν η δήλωση μιας ζηλιάρας φίλης. Και φυσικά, τα κρούσματα μεγαλομανίας: «Λέγε με Αικατερίνη» ήταν το σύντομο πλην όμως μαζικό SMS της φίλης μας της Κατερίνας, μια και η ψυχαναλύτριά της πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο θα ερχόταν πιο σύντομα σε επαφή με τον αληθινό εαυτό της.

Ιδανικά, η ψυχοθεραπεία θα ήθελε να επισκευάσει και να φτιάξει όλους τους ανθρώπους «κανονικούς», χωρίς αιχμές και εξάρσεις. Απομακρυσμένους από το πρότυπο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, εκεί όπου οι ήρωες βιώνουν τα πάθη τους στο έπακρο και αντιμάχονται τη σκληρή τους μοίρα, οι στρατιές των ψυχοθεραπευομένων καλούνται να μην αντιδρούν σε τίποτε δραματικά και ως άλλοι γιόγκι της Ανατολής να αντιμετωπίζουν τα πάντα σαν να μη συμβαίνουν στους ίδιους, αλλά σε κάποιον άλλο.

Ο ψυχαναλυτής-εραστής 

Εχοντας αποφοιτήσει από την πενταετή ψυχοθεραπεία μου, μου πήρε καιρό να σταματήσω να υπεραναλύω το καθετί: Αν σφίξεις τη δεξιά γροθιά, σημαίνει κάτι άλλο από το αν έσφιγγες την αριστερή. Αν μιλάς για κάποιον και βραχνιάσεις, σημαίνει ότι νιώθεις περίεργα για αυτόν. Αν πιαστεί ο σβέρκος σου, σημαίνει ότι φοβάσαι τις αλλαγές. Αν πάθεις αμυγδαλίτιδα στα 35, θα πει ότι το παιδί που έχεις μέσα σου στοιχειώνει το σώμα σου με παιδικές αρρώστιες.

 Κάποια στιγμή συζήτησα με έναν μεγαλοψυχίατρο, ο οποίος στο όνομα της αυθεντίας και των τηλεοπτικών εμφανίσεών του ζητούσε 150 ευρώ για κάθε συνεδρία. Αφού μου τόνισε ότι η προβληματική σχέση με τον πατέρα μου θα με καθιστούσε ανίκανη να κάνω υγιή σχέση με οποιονδήποτε άνδρα, αμέσως μετά θεώρησε σωστό να με φλερτάρει. Οταν τον έβαλα στη θέση του, η αντίδρασή του ήταν: «Τι σου έλεγα; Βλέπεις παντού τον πατέρα σου».

Βρες έναν φίλο

Λίγο καιρό αργότερα, στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ για την κατάχρηση των ψυχοφαρμάκων, μίλησα τηλεφωνικά με έναν ψυχίατρο που έχει έδρα στη Θεσσαλονίκη και μου έδωσε την αίσθηση ενός πολύ σοβαρού ανθρώπου. Αναζητώντας νέες λύσεις στην υπαρξιακή σχολή που εκπροσωπεί 
– εγώ είχα «προϋπηρεσία» στη φροϊδική –, τον ρώτησα αν θα μπορούσαμε να κάνουμε τηλεφωνικές συνεδρίες και εγώ θα του έβαζα χρήματα σε κάποιον τραπεζικό λογαριασμό. Η απάντησή του ήλθε μέσω e-mail και άξιζε όσο χίλιες και μία συνεδρίες: «Δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει τηλεφωνικά ψυχοθεραπεία. Είμαι όμως στη διάθεσή σου για φιλικές κουβέντες.

 Αυτές οι επικοινωνίες συχνά έχουν μεγαλύτερη αξία από τις οργανωμένες και εν τέλει επινοημένες τεχνικές. Ψάξε στο περιβάλλον σου για ανθρώπους τίμιους, δοτικούς, με εμπειρία ζωής. Αυτοί μπορούν να σου δώσουν περισσότερα από τις συνεδρίες. Η ψυχοθεραπεία δεν θα έπρεπε να είναι επάγγελμα και, πολύ περισσότερο, δεν θα έπρεπε να πλουτίζει κανείς από αυτήν».

Pages