ΜΕ ΚΟΙΤΑΤΕ ΤΩΡΑ όλες σας,—άρχισε ο πρίγκιπας,— με τόση περιέργεια, που αν δε σας την ικανοποιήσω, δεν αποκλείεται να μου θυμώσετε κιόλας. Όχι, αστειεύουμαι—βιάστηκε να προστέσει χαμογελώντας.
—Εκεί… εκεί ήταν όλο παιδιά, και γω όλο το διάστημα βρισκόμουν κεί κάτω με παιδιά, μονάχα παιδιά είχα παρέα μου. Ήταν τα παιδιά εκείνου του χωριού, όλο το τσούρμο που πήγαινε σχολείο. Εγώ… όχι πως τους έκανα μάθημα· ω, όχι· για τα μαθήματα είχαν το δάσκαλο του χωριού, το Ζυλ Τιμπό· δεν αποκλείεται κάτι να τους έμαθα κιόλας, μα τον περισσότερο καιρό ήμουν έτσι… ήμουν μαζί τους, παρέα τους κι όλα μου τα τέσσερα χρόνια πέρασαν έτσι. Δε μου χρειαζόταν τίποτ’ άλλο.
Τους τα ‘λεγα όλα, δεν τους έκρυβα τίποτα. Οι πατεράδες τους κι οι συγγενείς τους θυμώσανε μαζί μου όλοι τους γιατί στο τέλος είχε καταντήσει να μην μπορούν τα παιδιά να κάνουν χωρίς εμένα κι όλο μαζεύονταν γύρω μου κι ο δάσκαλος του χωριού κατάντησε τελικά να γίνει κι αυτός ο χειρότερος εχθρός μου. Απόχτησα πολλούς εχθρούς εκεί κάτω κι η μοναδική αιτία ήταν τα παιδιά. Ακόμα κι ο Σνάιντέρ μου ‘κανε παρατηρήσεις. Και τι φοβόνταν όλοι τους τόσο πολύ;
Σ’ ένα παιδί μπορείς όλα να τα λες—όλα· πάντοτε μου ‘κανε κατάπληξη σαν σκεφτόμουν πόσο λίγο ξέρουν οι μεγάλοι τα παιδιά— ακόμα κι οι μανάδες κι οι πατεράδες τα δικά τους τα παιδιά. Απ’ τα παιδιά δεν πρέπει τίποτα να κρύβει κανείς με τη δικαιολογία πως είναι μικρά κι είναι νωρίς γι’ αυτά να ξέρουν· τι θλιβερή κι άτυχη σκέψη! Και πόσο έντονα το αντιλαμβάνονται τα ίδια τα παιδιά πως οι πατεράδες τους τα ‘χουν για πολύ μικρά και νομίζουν πως δεν καταλαβαίνουν τίποτα ενώ εκείνα όλα τα καταλαβαίνουν.
Οι μεγάλοι δεν ξέρουν πως ένα παιδί, ακόμα και στην πιο δύσκολη υπόθεση, μπορεί να δώσει μίαν εξαιρετικά χρήσιμη συμβουλή. Ω, Θεέ μου! Όταν σας κοιτάζει κείνο τ’ ομορφούλικο πουλάκι, εύπιστα κι ευτυχισμένα, είναι ντροπή να το ξεγελάσετε! Αν τα ονομάζω πουλάκια είναι γιατί δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο στον κόσμο από ένα πουλάκι.
Εδώ που τα λέμε, αν θύμωσαν τότε όλοι στο χωριό μαζί μου, ήταν εξαιτίας ενός περιστατικού… Όσο για τον Τιμπό, αυτός με ζήλευε, αυτό ήταν όλο; στην αρχή δωσ’ του και κούναγε το κεφάλι του κι απορούσε πως γινόταν και τα παιδιά καταλάβαιναν όλα όσα τους έλεγα, ενώ σαν τους μίλαγε εκείνος δεν καταλάβαιναν τίποτα σχεδόν, κι ύστερα άρχισε να με κοροιδεύει όταν του είπα πως κι οι δύο μας εμείς δε θα μπορέσουμε να τους μάθουμε τίποτα μα θα ‘χουμε πολλά να διδαχτούμε απ’ τα παιδιά.
Μου είναι αδύνατο να καταλάβω πως μπόρεσε και με ζήλευε και με συκοφαντούσε ενώ κι ο ίδιος ζούσε με τα παιδιά! Τα παιδιά γιατρεύουν την ψυχή… Είχαμε κεί στο ίδρυμα του Σνάιντερ έναν άρρωστο, έναν πολύ δυστυχισμένον άνθρωπο. Ήταν μία τόσο τρομερή δυστυχία, που είναι ζήτημα αν μπορεί να ξανασυμβεί τίποτα παρόμοιο. Τον είχαν φέρει εκεί να θεραπευτεί από τρέλα? η γνώμη μου είναι πως δεν ήταν τρελός, μονάχα που υπόφερε τρομερά—αυτή ήταν όλη κι όλη η αρρώστια του. Να ξέρατε λοιπόν πόσο καλό του κάνανε τελικά τα παιδιά μας… Όμως, λέω καλύτερα να σας διηγηθώ αργότερα γι’ αυτόν τον άρρωστο· θα σας διηγηθώ τώρα πως έγινε κι αρχίσανε ολ’ αυτά.
Στην αρχή τα παιδιά μ’ αντιπαθούσανε. Ήμουν τόσο μεγάλος, είμαι πάντοτε… θέλω να πω, δύσκολα πιάνω παρέες, είμαι άγαρμπος· ξέρω πως είμαι κι άσκημος… και τέλος ήταν και τ’ άλλο: ήμουν, βλέπετε, ξένος.
Στην αρχή τα παιδιά με κοροιδεύανε κι ύστερα άρχισαν να με πετροβολάνε κιόλας, όταν πήραν είδηση πως φίλησα τη Μαρί. Κι όμως εγώ μονάχα μία φορά τη φίλησα… Όχι, μη γελάτε,—βιάστηκε ο πρίγκιπας να σταματήσει τα ειρωνικά χαμόγελα των ακροατριών του,—εδώ δεν ήταν καθόλου έρωτας. Αν ξέρατε πόσο δυστυχισμένο ήταν εκείνο το πλάσμα, θα το λυπόσασταν και σείς το ίδιο όπως και γω.
Η Μαρί ήταν απ’ το χωριό μας. Η μάνα της ήταν πολύ γριά και στο μικρό, σαραβαλιασμένο της σπιτάκι με τα δύο παράθυρα είχε κάνει το ένα παράθυρο μαγαζάκι ύστερ’ από άδεια των αρχών, δηλαδή θέλω να πω απ’ το παράθυρο εκείνο της είχαν επιτρέψει να πουλάει κορδόνια, κλωστές, καπνό, σαπούνι, όλο μικροπραμάτειες της πεντάρας· έτσι έβγαζε το ψωμί της. Ήταν άρρωστη κι όλο πρήζονταν τα πόδια της, τόσο που καθόταν όλη την ώρα στην καρέκλα της. Η Μαρί ήταν κόρη της, κάπου είκοσι χρονώ, λεπτή κι αδυνατούλα· από καιρό τώρα είχε αρχίσει και την έτρωγε η φυματίωση, αυτή όμως εξακολουθούσε και πήγαινε στα σπίτια και δούλευε με το μεροκάματο—κι έκανε βαριές δουλειές, σφουγγαρίσματα, μπουγάδες, σκούπιζε τις αυλές, καθάριζε τους σταύλους.
Ένας περαστικός Γάλλος παραγγελιοδόχος την ξελογίασε και την πήρε μαζί του και σε μία βδομάδα την παράτησε στο δρόμο και το ‘σκασε κρυφά. Αυτή γύρισε σπίτι ζητιανεύοντας, καταλερωμένη, κουρελιασμένη, με σκισμένα παπούτσια· «περπάταγε πεζή όλη κείνη τη βδομάδα, πέρναγε τις νύχτες της στα χωράφια κι άρπαξε ένα γερό κρυολόγημα. Τα πόδια της ήταν πληγιασμένα, τα χέρια της πρηστήκανε και σκάσανε. Εδώ που τα λέμε, και πριν απ’ αυτό, δε θα μπορούσες να την πείς όμορφη· μονάχα τα μάτια της ήταν ήρεμα, καλόκαρδα, αθώα. Ήταν τρομερά λιγομίλητη.
Μία φορά, πριν γίνει αυτό, εκεί που δούλευε έπιασε το τραγούδι κι όλοι παραξενεύτηκαν και βάλανε τα γέλια: «Η Μαρί τραγουδάει! Πως; Η Μαρί τραγουδάει!» και κείνη τα ‘χασε και δεν ξανάβγαλε μιλιά ποτέ της.
Τότε ακόμα της φέρνονταν με καλοσύνη, μα σαν γύρισε άρρωστη και βασανισμένη, κανένας δεν της έδειξε συμπόνια! Τι σκληροί που είναι σε τέτοιες περιπτώσεις οι άνθρωποι! Τι καταθλιπτικές που είναι οι αντιλήψεις τους! Η μάνα της, πρώτη αυτή, τη δέχτηκε με κακία και περιφρόνηση: «μ’ αυτό που ‘κανες με ατίμασες». Πρώτη αυτή την άφησε να τη φτύσουν όλοι τη Μαρί: όταν άκουσαν στο χωριό πως γύρισε η Μαρί, τρέξανε όλοι να τη δούν και δεν έμεινε άνθρωπος σχεδόν σ’ όλο το χωριό που να μην τρέξει στης γριάς: γέροι, παιδιά, γυναίκες, κοπέλες, όλοι τους—ένα βιαστικό και λαίμαργο μπουλούκι.
Ἡ Μαρὶ ἦταν πεσμένη στὸ πάτωμα, μπροστὰ στὰ πόδια τῆς γριᾶς, πεινασμένη, μὲ σκισμένα ροῦχα κι ἔκλαιγε. Ὅταν καταφτασαν ὅλοι τρέχοντας, ἡ Μαρὶ πάσκισε νὰ κρυφτεῖ μὲς στὰ ξεχτένιστα μαλλιά της κι εἶχε λὲς κολλήσει μπρούμυτα στὸ πάτωμα. Ὅλοι ἕνα γύρω τὴν κοιτάζανε σὰ νὰ ‘ταν κάνα ἑρπετό· οἱ γέροι τῆς ρίχναν ἄδικο καὶ τὴ μάλωναν, οἱ νέοι τὴν κορόιδευαν κι ὅλες οἱ γυναῖκες τὴ βρίζανε, τῆς ρίχναν ἄδικο, τὴν κοιτάζανε μὲ περιφρόνηση, λὲς καὶ βλέπανε καμιὰν ἀράχνη.
Ἡ μάνα τὰ ἐπέτρεψε καὶ γίνανε ὂλ’ αὐτά, καθόταν κι ἡ ἴδια μπροστά, κούναγε τὸ κεφάλι της καὶ τὰ ἐπιδοκίμαζε. Ἡ μάνα κεῖνο τὸν καιρὸ ἦταν κιόλας πολὺ ἄρρωστη, σχεδὸν ἑτοιμοθάνατη· πραγματικά, σὲ δύο μῆνες κι ὄλας πέθανε. Ἤξερε πὼς ζύγωνε τὸ τέλος της κι ὡστόσο δὲν τῆς πέρασε ἀπ’ τὸ νοῦ νὰ συχωρέσει τὴν κόρη της ὡς τὴν τελευταία στιγμή, οὔτε λέξη δὲν τῆς ἔλεγε μάλιστα, τὴν ἔδιωχνε νὰ κοιμηθεῖ, στὸ χαγιάτι, μήτε ποὺ τῆς ἔδινε καθόλου νὰ φάει. Ἔπρεπε νὰ βάζει συχνὰ τ’ ἄρρωστα πόδια της σὲ ζεστὸ νερό· ἡ Μαρὶ τῆς ἐπλένε κάθε μέρα τὰ πόδια καὶ τὴν πρόσεχε: αὐτὴ δεχόταν ὅλες τὶς περιποιήσεις της σιωπηλὰ καὶ μήτε μία λέξη τρυφερὴ δὲν τῆς εἶπε.
Ἡ Μαρὶ τὰ ὑπόμενε ὅλα, καὶ γὼ ἀργότερα, ὅταν γνωρίστηκα μαζί της, παρατήρησα πὼς κι αὐτὴ ἡ ἴδια τὰ ἐπιδοκίμαζε ὅλ’ αὐτά, κι ἡ ἴδια θεωροῦσε τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸ χειρότερο παλιοθήλυκο τοῦ κόσμου.
Ὅταν ἡ γριὰ κρεβατώθηκε πιὰ γιὰ καλά, ἦρθαν καὶ τὴν περιποιόνταν οἱ γριὲς τοῦ χωριοῦ μία, μία μὲ τὴ σειρά—ἔτσι τὰ ‘χουν κανονισμένα ἐκεῖ κάτω. Τότε πάψανε πιὰ ἐντελῶς νὰ δίνουν φαΐ στὴ Μαρὶ καὶ στὸ χωριὸ τὴ διώχνανε ὅλοι καὶ κανένας δὲν ἤθελε νὰ τῆς δώσει οὔτε δουλειά, ὅπως γινόταν ἄλλοτε. Ὅλοι, λὲς καὶ τὴ φτύνανε, κι οἱ ἄντρες πάψανε μάλιστα νὰ τὴ βλέπουν σὰ γυναίκα καὶ δώσ’ του καὶ τῆς λέγανε βρομόλογα.
Καμιά φορά, πολύ σπάνια, όταν πίναν και μεθάγανε τις Κυριακές, της ρίχναν τίποτα πενταροδεκάρες για να σπάσουν κέφι, τις ρίχνανε μες στα χώματα· η Μαρί τις μάζευε χωρίς να λέει τίποτα. Από τότε κιόλας άρχισε να φτύνει αίμα. Τέλος, τα σκισμένα της ρούχα κουρελιάστηκαν πιά ολότελα, τόσο που ντρεπότανε να βγεί στο χωριό· όσο για παπούτσια, απ’ τη μέρα που γύρισε, περπάταγε όλη την ώρα ξυπόλητη.
Τότε ήταν ίσα-ίσα που, ιδιαίτερα τα παιδιά, όλο το τσούρμο—θα ‘ταν πάνω από σαράντα σκολιαρόπαιδα—άρχισαν και την κορόιδευαν και της πέταγαν μάλιστα και λάσπες. Η Μαρί πήγε και παρακάλεσε ένα βοσκό να την αφήσει να βόσκει τις γελάδες του, ο βοσκός όμως την έδιωξε. Τότε και κείνη, χωρίς την άδειά του, άρχισε κι έφευγε μαζί με το κοπάδι και μονάχα σαν βραδίαζε ξαναγύριζε σπίτι. Επειδή έφερνε πολύ όφελος στο βοσκό κείνος της έδινε και τίποτα απομεινάρια απ’ το φαί του, τυρί και ψωμί. Αυτό το θεωρούσε μεγάλη καλοσύνη του.
Όταν πέθανε η μάνα, ο πάστορας δεν ντράπηκε να εξευτελίσει τη Μαρί μπροστά σ’ όλο τον κόσμο μες στην εκκλησία. Η Μαρί στεκόταν πίσω απ’ το φέρετρο, έτσι όπως ήταν μες στα κουρέλια της κι έκλαιγε. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος να δεί πως θα κλαίει η Μαρί και πως θα πηγαίνει πίσω απ’ το φέρετρο. Τότε ο πάστορας—ήταν ακόμα νέος κι όλη του η φιλοδοξία ήταν να γίνει μεγάλος ιεροκήρυκας—γύρισε στο εκκλησίασμα κι έδειξε τη Μαρί: «Ιδού η αιτία του θανάτου της εντίμου αυτής γυναικός (κι ήταν ψέματα γιατί η γριά δύο χρόνια πριν πάλευε με την αρρώστια), ιδού αύτη ισταμένη ενώπιόν σας και μη τολμώσα να υψώσει τους οφθαλμούς, διότι την έχει στιγματίσει ο δάκτυλος του Θεού· ιδού αύτη γυμνόπους και ρακένδυτος— παράδειγμα δι’ εκείνους οίτινες απώλεσαν τας ηθικάς αυτών αρχάς! Ποία είναι λοιπόν αύτη; Είναι η κόρη της!» και συνέχισε στον ίδιο τόνο. Και, φανταστείτε, αυτή η προστυχιά άρεσε σχεδόν σε όλους τους, μα… εδώ έγινε μία περίεργη ιστορία· εδώ μπήκαν στη μέση τα παιδιά, γιατί τότε πιά τα παιδιά ήταν κιόλας με το μέρος
μου κι αρχίσανε ν’ αγαπάνε τη Μαρί.
Νὰ πῶς ἔγιναν ὅλ’ αὐτά: Μοῦ ἦρθε ἡ ἐπιθυμία νὰ βοηθήσω κατὰ κάποιον τρόπο τὴ Μαρί· ἔπρεπε τὸ δίχως ἄλλο νὰ τῆς δώσω χρήματα, χρήματα ὅμως δὲν εἶχα κεῖ κάτω, οὔτε καπίκι. Εἶχα μία μικρὴ καρφίτσα μ’ ἕνα μπριλάντι καὶ τὴν πούλησα σ’ ἕνα μεταπράτη· γύριζε τὰ χωριὰ καὶ πούλαγε παλιὰ ροῦχα. Μοῦ ‘δωσε ὀχτὼ φράγκα κι ἡ καρφίτσα κόστιζε πάνω ἀπὸ σαράντα. Πολὺν καιρὸ πάσκιζα νὰ συναντήσω τὴ Μαρὶ μόνη της: Τελικὰ συναντηθήκαμε ἔξω ἀπ’ τὸ χωριό, στὸ μονοπάτι τῆς πλαγιᾶς, κοντὰ σ’ ἕνα φράχτη πίσω ἀπὸ ‘να δέντρο. Ἐκεῖ τῆς ἔδωσα τὰ ὀχτὼ φράγκα καὶ τῆς εἶπα νὰ τὰ φυλάξει γιατί ἐγὼ δὲ θὰ ‘χω ἄλλα πιὰ κι ὕστερα τὴ φίλησα καὶ τῆς εἶπα νὰ μὴ βάλει μὲ τὸ νοῦ της πὼς εἶχα κανέναν κακὸ σκοπὸ καὶ πὼς τὴ φιλάω ὄχι γιατί εἶμαι ἐρωτευμένος μαζί της μὰ γιατί τὴ λυπᾶμαι πολὺ καὶ πὼς ἐγὼ ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δὲν τὴ θεώρησα ποτέ μου ἔνοχη στὸ παραμικρό, μὰ πάντα τὴν εἶχα μονάχα γιὰ δυστυχισμένη. Πολὺ τὸ ‘θελα νὰ τὴν παρηγορήσω κι ὅλας ἐκείνη τὴ φορὰ καὶ νὰ τὴν κάνω νὰ πιστέψει πὼς δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ της τόσο τιποτένιο μπροστὰ
στοὺς ἄλλους, φαίνεται ὅμως πὼς ἐκείνη δὲν κατάλαβε.
Αὐτὸ τὸ πρόσεξα ἀμέσως, μόλο ποὺ ἐκείνη ὅλη τὴν ὥρα σχεδὸν σώπαινε καὶ στεκόταν μπροστά μου, κοίταζε χάμω καὶ φαινόταν νὰ ντρέπεται τρομερά.
Ὅταν τέλειωσα μοῦ φίλησε τὸ χέρι καὶ γὼ ἀμέσως τῆς πῆρα τὸ χέρι κι ἤθελα νὰ τὸ φιλήσω, ἐκείνη ὅμως βιάστηκε νὰ τὸ τραβήξει.
Ξάφνου, ἐκείνη τὴ στιγμή, μᾶς πῆραν εἴδηση τὰ παιδιά, ἕνα ὁλάκερο τσοῦρμο· ἀργότερα ἔμαθα πὼς ἀπὸ καιρὸ μὲ παρακολουθοῦσαν. Ἀρχίσανε νὰ σφυρίζουν, νὰ χτυπᾶνε παλαμάκια καὶ νὰ γελᾶνε· ἡ Μαρὶ τὸ ‘βαλε στὰ πόδια. Ἔκανα νὰ τοὺς μιλήσω, ἐκεῖνα ὅμως ἀρχίσανε καὶ μοῦ πέταγαν πέτρες.
Όταν αργότερα με κατηγορήσανε ολοι—ακόμα κι ο Σνάιντερ—γιατί κουβεντίαζα με τα παιδιά σα να ‘τανε μεγάλοι και δεν τους έκρυβα τίποτα, εγώ τους απαντούσα πως είναι ντροπή να τους λέμε ψέματα, πως τα παιδιά έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα, όσο κι αν προσπαθούν να τους τα κρύψουν, και τα μαθαίνουν ίσως· ίσως άσκημα, ενώ από μένα δεν τα μαθαίνουν άσκημα. Έφτανε μονάχα να θυμηθεί ο καθένας τους πως σκεφτόταν και τι ήξερε σαν ήταν παιδί. Αυτοί δε συμφωνάγανε…
Την ίδια κείνη μέρα όλοι το μάθανε, όλο το χωριό· όλοι τα βάλανε και πάλι με τη Μαρί: Τώρα πιά δεν τη χωνεύανε δύο φορές χειρότερα. Άκουσα μάλιστα πως θέλανε να την καταδικάσουν σε κάποια τιμωρία, δόξα τω Θεώ όμως το πράμα πέρασε και δεν έγινε τίποτα· τα παιδιά ωστόσο δεν την άφηναν σε χλωρό κλαρί, την κοροιδεύανε χειρότερα από πριν, της πετάγανε λάσπες· την κυνηγούσανε κι αυτή έτρεχε να τους ξεφύγει και τ’ άρρωστο στήθος της, λαχανίαζε, κοβόταν η ανάσα της και κείνα δωσ’ του και την παίρναν το κατόπι και φωνάζανε και τη βρίζανε. Μία φορά μάλιστα όρμησα να τα δείρω. Ύστερα άρχισα να τους μιλάω, τους μίλαγα κάθε μέρα, όποτε μου τύχαινε ευκαιρία. Τα παιδιά ήταν φορές που σταματάγανε και μ’ ακούγανε, μόλο που συνέχιζαν ακόμα και βρίζανε.
Έκατσα και τους διηγήθηκα πόσο δυστυχισμένη είναι η Μαρί. Σε λίγο πάψανε να βρίζουν κι αρχίσανε να σκορπίζουν αμίλητα. Σιγά-σιγά, αρχίσαμε και κουβεντιάζαμε και γω δεν τους έκρυβα τίποτα· τους τα διηγήθηκα όλα. Τα παιδιά μ’ ακούγανε με μεγάλη περιέργεια και σε λίγο αρχίσανε και λυπόνταν τη Μαρί. Μερικά παιδιά, σαν τη συναντάγανε στο δρόμο, άρχισαν και της λέγαν καλημέρα με πολλή καλοσύνη· εκεί κάτω το ‘χουν έθιμο σαν συναντιώνται στο δρόμο—ας είναι κι άγνωστοι—να λένε «καλημέρα». Φαντάζουμαι πόσο θα παραξενευόταν η Μαρί.
Μία φορά, δύο μικρά κορίτσια οικονομήσανε λίγο φαί, πήγανε και της το δώσανε κι ύστερα ήρθαν και μου το ‘πανε. Λέγανε πως η Μαρί έβαλε τα κλάματα και πως αυτές πολύ την αγαπάνε τώρα.
Σε λίγο άρχισαν και την αγαπούσαν κι όλα τ’ άλλα παιδιά και μαζί με κείνην άρχισαν ξαφνικά ν’ αγαπάνε και μένα. Άρχισαν κι έρχονταν συχνά να με δούνε κι όλο με παρακαλούσανε να τους πω μιάν ιστορία· έχω την εντύπωση πως τους έλεγα όμορφες ιστορίες γιατί τους άρεσε πολύ να μ’ ακούνε. Και τ’ αποτέλεσμα ήταν ν’ αρχίσω και γω να μορφώνουμαι και διάβαζα μόνο και μόνο για να ‘χω κάτι να τους διηγηθώ ύστερα, κι έτσι τρία χρόνια συνέχεια τους έλεγα ιστορίες.
Τη Μαρί τη φίλησα δύο βδομάδες πριν πεθάνει η μάνα της. Όταν λοιπόν ο πάστορας έκανε το κήρυγμά του, όλα τα παιδιά ήταν κιόλας με το μέρος μου. Εγώ τους διηγήθηκα αμέσως και τους εξήγησα αυτό που ‘χε κάνει ο πάστορας. Όλα τα παιδιά θυμώσανε μαζί του και μερικά μάλιστα θύμωσαν τόσο πολύ, που του σπάσανε τα τζάμια με τις πέτρες. Εγώ τους είπα να μην το ξανακάνουν γιατί αυτό πιά ήταν κακό. Στο χωριό όμως, όλοι τα μάθανε αμέσως όλα και τότε ήταν που αρχίσανε και με κατηγοράγανε πως είχα χαλάσει τα παιδιά.
Ύστερα όλοι μάθανε πως τα παιδιά αγαπάνε τη Μαρί και κατατρόμαξαν· η Μαρί όμως ήταν πιά ευτυχισμένη. Οι πατεράδες απαγορεύανε στα παιδιά ακόμα και να συναντούν τη Μαρί, τα παιδιά όμως πήγαιναν και τη βλέπαν κρυφά στο κοπάδι της, αρκετά μακριά, σχεδόν μισό βέρστι απ’ το χωριό· της πηγαίνανε καλούδια και μερικά πήγαιναν μόνο και μόνο για να την αγκαλιάσουν, να τη φιλήσουν και να της πούν: «Je vous aime, Marie!» κι ύστερα να ξαναφύγουν τρέχοντας για το χωριό.
Η Μαρί παραλίγο να χάσει το μυαλό της από μία τέτοια αναπάντεχη ευτυχία: μήτε στ’ όνειρό της δεν το ‘χε δεί αυτό· ντρεπόταν και χαιρόταν και, το κυριότερο, των παιδιών τους άρεσε, ιδιαίτερα των κοριτσιών, να τρέχουν και να τη βρίσκουν για να της πούνε πως εγώ την αγαπώ και τους μιλάω πολύ γι’ αυτήν. Της διηγήθηκαν πως εγώ ήμουν εκείνος που τους τα είπα όλα και πως τώρα αυτά την αγαπάνε και τη λυπούνται και θα την αγαπάνε πάντα. Ύστερα τρέχανε σε μένα και μου τα λέγανε, και τα προσωπάκια τους ήταν τόσο χαρούμενα και πολυάσχολα, πως μόλις τώρα είχαν δεί τη Μαρί κι η Μαρί μου στέλνει χαιρετίσματα.
Τα βράδια πήγαινα στον καταρράχτη· ήταν εκεί ένα μέρος εντελώς κλειστό απ’ τη μεριά του χωριού κι ολόγυρα είχε λεύκες· εκεί έρχονταν και με βρίσκανε τα παιδιά τ’ απογεύματα, μερικά μάλιστα το σκάγανε κρυφά απ’ τα σπίτια τους.
Μου φαίνεται πως ήταν τρομερή απόλαυση γι’ αυτά η αγάπη μου για τη Μαρί, και σ’ αυτό μονάχα, σ’ όλα μου τα χρόνια που ‘ζησα εκεί κάτω, τα ξεγέλασα. Δεν έκατσα να τους εξηγήσω πως εγώ δεν αγαπώ καθόλου τη Μαρί, δηλαδή δεν είμαι καθόλου ερωτευμένος μαζί της, μα μονάχα τη λυπάμαι πολύ. Το ‘βλεπα καθαρά πως θα τους άρεσε πολύ περισσότερο να ‘μαι ερωτευμένος μαζί της, έτσι όπως το ‘χαν φανταστεί μοναχά τους και το ‘χαν συμφωνήσει αναμεταξύ τους, και γι’ αυτό σώπαινα κι υποκρινόμουν πως είχαν μαντέψει σωστά. Και πόση λεπτότητα, τι τρυφεράδα που ‘χαν αυτές οι μικρές καρδούλες: ανάμεσα στ’ άλλα τους φάνηκε αδύνατο ο καλός τους Leon ν’ αγαπάει τόσο πολύ τη Μαρί κι η Μαρί να ‘ναι τόσο κακοντυμένη και να περπατάει ξυπόλητη.
Φανταστείτε, της βρήκανε και παπούτσια και κάλτσες κι ασπρόρουχα, ακόμα και κάποιο φουστάνι· πως τα καταφέρανε; Μου είναι αδύνατο να καταλάβω· όλο το τσούρμο δούλευε μαζί. Όταν τους ρώταγα, τα παιδιά δεν απαντούσαν τίποτα, μονάχα γελάγανε χαρούμενα και τα μικρά κορίτσια χτύπαγαν παλαμάκια και με φιλούσαν. Ήταν μάλιστα φορές που ‘θελα να πάω κρυφά και να δω τη Μαρί. Ήταν πιά πολύ άρρωστη και μόλις· μόλις περπάταγε. Τελικά, έπαψε εντελώς να δουλεύει στού βοσκού, παρ’ ολ’ αυτά όμως έφευγε κάθε πρωί μαζί με το κοπάδι. Καθόταν παράμερα· εκεί υπήρχε, σ’ έναν σχεδόν κάθετο βράχο, μία προεξοχή. Η Μαρί καθόταν στη μέσα-μέσα γωνιά, εκεί που δεν την έβλεπε κανείς, καθόταν πάνω στην πέτρα κι έμενε κεί ασάλευτη όλη σχεδόν τη μέρα, απ’ το πρωί ως την ώρα που ‘φευγε το κοπάδι. Ήταν πιά τόσο αδυνατισμένη απ’ τη αρρώστια, που την περισσότερη ώρα καθόταν με τα μάτια κλειστά, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο βράχο και μισοκοιμόταν, ανασαίνοντας βαριά. Το πρόσωπό της είχε γίνει σα σκελετός κι ο ιδρώτας έσταζε απ’ το μέτωπο και
τα μελίγγια της. Έτσι την έβρισκα πάντα.
Ερχόμουν για ένα λεπτό· και γω δεν ήθελα να με δούν. Μόλις έφτανα, η Μαρί ανασκιρτούσε, άνοιγε να μάτια της κι άρχιζε να μου φιλάει τα χέρια. Εγώ δεν τ’ αποτραβούσα πιά γιατί για κείνην αυτό ήταν μία ευτυχία. Όλη την ώρα που καθόμουνα κοντά της, έτρεμε κι έκλαιγε· η αλήθεια είναι πως μερικές φορές κάτι πάσκιζε να πεί μα ήταν δύσκολο να την καταλάβεις. Ώρες-ώρες ήταν σαν τρελή, τρομερά ταραγμένη κι ενθουσιασμένη. Ήταν φορές που έρχονταν και τα παιδιά μαζί μου. Στις περιπτώσεις αυτές, στέκονταν συνήθως λίγο πιο κάτω και μας φύλαγαν από κάποιον κι από κάτι, κι αυτό τους έδινε εξαιρετική ευχαρίστηση.
Όταν φεύγαμε, η Μαρί έμενε και πάλι μονάχη της, ακίνητη όπως και πριν, έχοντας κλειστά τα μάτια και το κεφάλι της ακουμπισμένο στο βράχο· ίσως κάτι να ονειρευόταν.
Ένα πρωί δεν είχε πιά τη δύναμη να πάει ως το κοπάδι κι έμεινε στο άδειο σπίτι της. Τα παιδιά το μάθανε αμέσως και σχεδόν όλα πήγαν εκείνη τη μέρα να τη δούν. Η Μαρί κειτόταν στο κρεβάτι της μόνη, ολομόναχη. Δύο μέρες την περιποιόνταν μονάχα τα παιδιά που έρχονταν και τη βλέπανε ένα-ένα με τη σειρά, ύστερα όμως, όταν μαθεύτηκε στο χωριό πως η Μαρί είναι πραγματικά στα τελευταία της, τότε άρχισαν και πήγαιναν οι γριές στο σπίτι της και τη φρόντιζαν με βάρδιες. Αν δεν κάνω λάθος, φαίνεται πως στο χωριό άρχισαν και τη λυπόνταν τη Μαρί τουλάχιστον τα παιδιά δεν τα εμποδίζανε ούτε τα μαλώνανε σαν πρώτα.
Η Μαρί όλη την ώρα βρισκόταν σε λήθαργο κι ο ύπνος της ήταν ταραγμένος: Έβηχε τρομερά. Οι γριές διώχνανε τα παιδιά, εκείνα όμως έρχονταν τρέχοντας στο παράθυρο, καμιά φορά μονάχα για ένα λεπτό, για να πούν μονάχα: «Bonjour, notre bonne Marie». Και κείνη, μόλις τα ‘βλεπε η τ’ άκουγε, ζωήρευε, κι αμέσως, χωρίς ν’ ακούει τις γριές, πάσκιζε ν’ ανασηκωθεί στον αγκώνα και τους κούναγε το κεφάλι, ευχαριστώντας τα. Τα παιδιά, όπως και πρώτα, της φέρνανε καλούδια, αυτή όμως δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα.
Εξαιτίας των παιδιών, σας βεβαιώ πως πέθανε σχεδόν ευτυχισμένη. Η αγάπη των παιδιών την έκανε και ξέχασε τις μαύρες συμφορές της, ήταν σάμπως να δέχτηκε τη συγνώμη χάρη σ’ αυτά, γιατί ως το τέλος θεωρούσε τον εαυτό της μεγάλη αμαρτωλή. Εκείνα, σαν πουλάκια, χτυπάγανε με τα μικρά τους φτερά στα παράθυρά της και της φωνάζανε κάθε πρωί: «Nous t’ aimons, Marie».
Η Μαρί πέθανε πολύ γρήγορα. Νόμιζα πως θα ζούσε πολύ περισσότερο. Την παραμονή του θανάτου της, λίγο πριν πέσει ο ήλιος, πέρασα να τη δω· νομίζω πως με γνώρισε, και γω για τελευταία φορά της έσφιξα το χέρι. Πόσο αποσκελετωμένο είχε γίνει το χέρι της!
Και ξαφνικά, τ’ άλλο πρωί, έρχονται και μου λένε πως η Μαρί πέθανε. Τότε πιά ήταν αδύνατο να τα συγκρατήσεις τα παιδιά. Της στολίσανε όλο το φέρετρο με λουλούδια και της φόρεσαν ένα στεφάνι στο κεφάλι. Ο πάστορας στην εκκλησία δεν είπε πιά τίποτα κακό για τη νεκρή, μα και στην κηδεία ήταν πολύ λίγος ο κόσμος, έτσι μονάχα από περιέργεια είχαν έρθει μερικοί· μα όταν ήρθε η ώρα να πάρουν το φέρετρο, τα παιδιά όρμησαν όλα μαζί για να το σηκώσουν εκείνα. Επειδή δεν μπορούσαν να το σηκώσουν μόνα τους, βοηθούσαν, όλο τρέχαν πίσω απ’ το φέρετρο και κλαίγανε.
Από τότε, το μικρό μνήμα της Μαρί έγινε το προσκύνημα των παιδιών: Το στολίζουν κάθε χρόνο με λουλούδια, γύρω-γύρω έχουν φυτέψει τριανταφυλλιές.
Μα από κείνη την κηδεία κι ύστερα άρχισε και με κατάτρεχε όλο το χωριό εξαιτίας των παιδιών. Αυτοί που βάζαν κυρίως τους χωριάτες στα αίματα, ήταν ο πάστορας κι ο δάσκαλος. Απαγορέψανε στα παιδιά με τον αυστηρότερο τρόπο να με βλέπουν και μάλιστα ο Σνάιντερ αναγκάστηκε να υποσχεθεί πως δε θ’ αφήσει κανένα παιδί να με πλησιάσει. Παρ’ ολ’ αυτά όμως, εμείς βλεπόμασταν, συνεννογιόμασταν από μακριά με νοήματα. Μου στέλναν τα μικρά τους σημειώματα.
Τελικά ολ’ αυτά σταμάτησαν, τότε όμως ήταν πολύ όμορφα· μέσα σε κείνη την καταδίωξη, ήρθα μάλιστα σε στενότερη επαφή με τα παιδιά. Τον τελευταίο χρόνο συμφιλιώθηκα σχεδόν με τον Τιμπό και τον πάστορα. Όσο για το Σνάιντερ, μου μίλαγε πολύ και λογομαχούσε μαζί μου για το βλαβερό μου «σύστημα» με τα παιδιά. Τι σύστημα μπορούσα να ‘χω εγώ! Τελικά, ο Σνάιντερ μου είπε μία πολύ παράξενη σκέψη του—αυτό πιά έγινε λίγο πριν φύγω—μου είπε πως βεβαιώθηκε απόλυτα πως και γω ο ίδιος είμαι ένα παιδί, δηλαδή ολότελα παιδί, πως μονάχα στο μπόι και στο πρόσωπο μοιάζω με άντρα μα στην ανάπτυξή μου, στην ψυχή, στο χαρακτήρα, ίσως-ίσως και στο μυαλό, δεν έχω ενηλικιωθεί και θα μείνω έτσι έστω κι αν ζήσω εξήντα χρόνια.
Εγώ γέλασα τότε με την καρδιά μου: είναι φανερό πως έχει άδικο: γιατί, τι σόι μικρό παιδί είμαι γω; Ένα μονάχα είναι αλήθεια· πραγματικά, δε μ’ αρέσει να βρίσκουμαι με μεγάλους, με κόσμο, με ηλικιωμένους—κι αυτό το ‘χω παρατηρήσει από καιρό—δε μ’ αρέσει γιατί δεν ξέρω πως να φερθώ μαζί τους. Ο,τι κι αν μου λένε, όσο καλοί κι αν είναι μαζί μου, εγώ πάντοτε, δεν ξέρω γιατί, στεναχωριέμαι, κι είμαι τρομερά χαρούμενος όταν μπορώ να το σκάσω και να πάω στους φίλους μου και φίλοι μου ήταν πάντοτε τα παιδιά, μα όχι γιατί και γω ήμουν μικρό παιδί, μα απλώς και μόνο γιατί κάτι με τραβούσε κοντά τους.
Όταν, στην αρχή ακόμα της ζωής μου στο χωριό—τότε που πήγαινα μονάχος μου στο βουνό να μελαγχολήσω—όταν, περιδιαβάζοντας μόνος μου, άρχισα να τα συναντάω καμιά φορά ιδιαίτερα τα μεσημέρια σαν σκολάγανε, όλο κείνο το πολυθόρυβο σμάρι, όλα κείνα τα παιδιά που τρέχανε με τις μικρές τους σάκες και τις πλάκες, με φωνές, με γέλια, με παιχνίδια, ένιωθα τότε μ’ όλη μου τη ψυχή πως θέλω να βρεθώ κοντά τους. Δεν ξέρω, μα άρχισα να νιώθω ένα εξαιρετικά δυνατό, ένα ευτυχισμένο συναίσθημα, κάθε φορά που τα συναντούσα. Σταμάταγα και γελούσα από ευτυχία κοιτάζοντας τα μικρά ποδαράκια τους που τρέχαν και πεταλούδιζαν ασταμάτητα, τ’ αγοράκια και τα κοριτσάκια που τρέχανε μαζί, τα γέλια και τα δάκρυα (γιατί πολλά πρόφταιναν κι όλας να τσακωθούν, να βάλουν τα κλάματα, να ξαναφιλιώσουν και να παίξουν, όσο να φτάσουν τρέχοντας απ’ το σχολειό στο σπίτι) και ξέχναγα τότε όλη μου τη θλίψη.
Αργότερα μάλιστα, όλα κείνα τα τρία χρόνια, μου ήταν αδύνατο να καταλάβω πως θλίβονται και γιατί θλίβονται οι άνθρωποι. Είχα συνδέσει τη μοίρα μου με τα παιδιά.
Δε λογαρίαζα ποτέ ν’ αφήσω το χωριό, ούτε μου πέρασε καν απ’ το νού τέτοιο πράμα—πως θα ξεκινήσω καμιά φορά και θα ‘ρθω εδώ στη Ρωσία. Είχα την εντύπωση πως θα μείνω για πάντα εκεί, είδα όμως επιτέλους πως ο Σνάιντερ δεν μπορούσε βέβαια να με συντηρεί επ’ άπειρον κι εξάλλου μεσολάβησε και μία υπόθεση που φαίνεται να ‘ναι τόσο σπουδαία ώστε ο Σνάιντερ μου εἶπε ὁ ἴδιος νὰ βιαστῶ καὶ νὰ φεύγω κι ἀπάντησε αὐτὸς ὁ ἴδιος γιὰ λογαριασμό μου. Ἔχω σκοπὸ νὰ ἐξακριβώσω περὶ τίνος ἀκριβῶς πρόκειται καὶ θὰ συμβουλευτῶ κάνα δύο ἀνθρώπους. Μπορεῖ ἡ μοῖρα μου ν’ ἀλλάξει ἐντελῶς, ὅλ’ αὐτὰ ὡστόσο δὲν ἔχουν σημασία κι οὔτε εἶναι τὸ κυριότερο. Τὸ κυριότερο εἶναι πὼς ἀπ’ τὰ τώρα κιόλας ἔχει ἀλλάξει ὅλη μου ἡ ζωή. Ἔχω ἀφήσει πολλὰ κεῖ κάτω, πάρα πολλά. Ὅλα χάθηκαν.
Καθόμουν στο βαγόνι και σκεφτόμουν: «Τώρα πάω στους ανθρώπους· ίσως-ίσως να μην ξέρω τίποτα· ωστόσο αρχίζει για μένα μία καινούργια ζωή». Αποφάσισα να εκπληρώσω την αποστολή μου τίμια και σταθερά. Με τους ανθρώπους, ίσως να πλήξω και να στεναχωρεθώ. Για κάθε ενδεχόμενο αποφάσισα να ‘μαι μ’ όλους ευγενικός κι ειλικρινής· γιατί βέβαια κανένας δε θα μου ζητήσει τίποτα περισσότερο. Μπορεί και δω να με θεωρήσουν μικρό παιδί—ας με θεωρήσουν!
Επίσης, δεν ξέρω γιατί, όλοι μ’ έχουν για ηλίθιο· πραγματικά, κάποτε ήμουν τόσο άρρωστος που έμοιαζα, είν’ αλήθεια, με ηλίθιο· μα τι σόι ηλίθιος είμαι τώρα μια και το καταλαβαίνω ο ίδιος πως με θεωρούν ηλίθιο; Μπαίνω κάπου και σκέφτουμαι: «Να, αυτοί με θεωρούν ηλίθιο, ωστόσο εγώ είμαι έξυπνος και κείνοι δεν το παίρνουν είδηση…» Συχνά μου περνάει αυτή η σκέψη.
Όταν στο Βερολίνο πήρα από κεί κάτω μερικά μικρά γράμματα που είχαν προφτάσει κι όλας να μου γράψουν τα παιδιά, τότε μονάχα το κατάλαβα πόσο τ’ αγαπούσα. Σφίγγεται η καρδιά σου σαν παίρνεις το πρώτο γράμμα! Πόση ήταν η θλίψη τους σαν μ’ αποχαιρετούσαν!
Ένα μήνα πριν φύγω, είχαν αρχίσει κιόλας να με κατευοδώνουν: «Leon s’ en va, Leon s’ en va pour toujours» («Ο Λεόν φεύγει, ο Λεόν φεύγει για πάντα!») Κάθε βράδυ μαζευόμασταν σαν και πρώτα κοντά στον καταρράχτη κι όλο μιλάγαμε για το πως θα χωρίσουμε. Ώρες-ώρες, ήταν το ίδιο εύθυμα όπως και πριν μονάχα σα χωρίζαμε για να πάμε για ύπνο, τα παιδιά άρχιζαν να μ’ αγκαλιάζουν δυνατά και θερμά, πράμα που δε συνέβαινε πριν. Μερικά έρχονταν για μία στιγμή και με βλέπανε κρυφά, ένα-ένα, μόνο και μόνο για να μ’ αγκαλιάσουν και να με φιλήσουν σα θα ‘μασταν μόνοι, όχι μπροστά στους άλλους.
Όταν ήρθε η μέρα να φύγω, όλα τα παιδιά, όλα μαζεμένα, με ξεπροβόδισαν ως το σταθμό. Ο σιδηροδρομικός σταθμός ήταν κάπου ένα βέρστι μακριά απ’ το χωριό μας. Συγκρατιόνταν για να μην κλάψουν, ήταν όμως πολλά παιδιά που δεν τα καταφέρανε να κρατήσουν τα δάκρυά τους και κλαίγανε δυνατά, ιδιαίτερα τα κοριτσάκια. Βιαζόμασταν για να μην αργήσουμε, ήταν όμως και παιδιά που ξέφευγαν ξάφνου απ’ το σμάρι τους κι ορμάγανε σε μένα, εκεί καταμεσίς του δρόμου, και μ’ αγκάλιαζαν με τα μικρά τους τα χεράκια και με φιλούσαν και μας καθυστερούσαν όλους· και μείς, μόλο που βιαζόμασταν, όλο και σταματάγαμε ωστόσο και περιμέναμε ώσπου να μ’ αποχαιρετήσουν.
Όταν έκατσα στο βαγόνι και το τρένο ξεκίνησε, όλα τα παιδιά μου φωνάζανε «ζήτω!» και πολλήν ώρα στέκονταν εκεί, ώσπου πιά χάθηκε απ’ τα μάτια τους το τρένο. Και γω επίσης τα κοίταζα…
Ακούστε, όταν πρωτομπήκα δω μέσα και κοίταξα τ’ αξιαγάπητα πρόσωπα σας— πρέπει να ξέρετε πως τώρα κοιτάζω με μεγάλη προσοχή τα προσωπα—κι άκουσα τα πρώτα σας λόγια, ένιωσα για πρώτη φορά από τότε να ξαλαφρώνει η ψυχή μου. Πριν από λίγο σκέφτηκα μάλιστα πως ίσως και στ’ αλήθεια να ‘μαι απ’ τους τυχερούς: γιατί το ξέρω πως δεν είναι και τόσο εύκολο να συναντήσει κανείς ανθρώπους που να τους αγαπήσει απ’ την πρώτη στιγμή, ενώ εγώ, μόλις βγήκα απ’ το βαγόνι, σας συνάντησα. Το ξέρω πολύ καλά πως είναι ντροπή να μιλάει κανείς για τα αισθήματά του έτσι μπροστά σ’ όλους, να όμως που εσάς, σας λέω τι νιώθω και δε ντρέπομαι. Δύσκολα κάνω παρέα μ’ ανθρώπους κι ίσως αργήσω να σας ξαναεπισκεφτώ. Μην το πάρετε από κακό: Δεν το ‘πα γιατί δεν εκτιμώ τη φιλία σας, και μη νομίσετε πως είμαι για οποιονδήποτε λόγο πειραγμένος.
Με ρωτήσατε για τα πρόσωπά σας και θέλατε να σας πω τι παρατήρησα, θα σας το πω με μεγάλη μου ευχαρίστηση. Εσείς, Αδελαίδα Ιβάνοβνα, έχετε ένα ευτυχισμένο πρόσωπο, κι απ’ τα τρία πρόσωπα το πιο συμπαθητικό. Εκτός απ’ το ότι είστε πολύ όμορφη, σας κοιτάει κανείς και σκέφτεται: «Το πρόσωπό της είναι σαν το πρόσωπο μιάς καλόκαρδης αδερφής». Πλησιάζετε τα πράματα απλά κι εύθυμα, ξέρετε όμως να γνωρίζετε γρήγορα τις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι το βλέπω εγώ το πρόσωπό σας. Και το δικό σας πρόσωπο, Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα, είν’ επίσης υπέροχο και πολύ αξιαγάπητο, δεν αποκλείεται όμως να ‘χετε κάποια κρυφή θλίψη· η ψυχή σας, χωρίς αμφιβολία, είναι αγαθότατη, δεν είστε όμως εύθυμη. Το πρόσωπό σας έχει ένα ύφος που μοιάζει με τη Μαντόνα του Χολμπάιν στη Δρέσδη.
Αυτά λοιπόν για τα πρόσωπά σας· μάντεψα καλά: Γιατί σείς οι ίδιες μ’ έχετε για άνθρωπο που ξέρει να μαντεύει. Για το δικό σας πρόσωπο όμως, Λιζαβέτα Προκόφιεβνα,—γύρισε ξάφνου στη στρατηγίνα,—για το δικό σας πρόσωπο όχι μονάχα μου φαίνεται, μα είμαι απόλυτα σίγουρος πως είσαστε εντελώς παιδί σ’ όλα, σ’ όλα, σ’ όλα τα καλά και σ’ όλα τα κακά, παρά την ηλικία σας. Δεν πιστεύω να μου θυμώνετε που σας τα λέω αυτά, έτσι δεν είναι; Ξέρετε πόσο τα εκτιμάω τα παιδιά. Μη νομίσετε πως σας τα είπα ολ’ αυτά τα σχετικά με τα πρόσωπά σας από αφέλεια: ω, όχι, κάθε άλλο! Δεν αποκλείεται να ‘χα και γω το σκοπό μου.
Από το έργο: Ηλίθιος,
του Fyodor Dostoyefsky.
Εκδόσεις Γκοβόστη,
μετ. Άρη Αλεξάνδρου