Μια καθαρή ψυχή, γεμάτη αθωότητα κι αλήθειες, ένα μυαλό πνιγμένο από αισιοδοξία, χωρίς κακίες, μόνο με όμορφες και θετικές σκέψεις για όλα και για όλους. Ένα σώμα του οποίου οι μόνες πληγές ίσως να’ ταν αυτές στο γόνατο, από το ατέλειωτο παιχνίδι και τις σκανταλιές. Ένα πρόσωπο γεμάτο καλοσύνη και μπόλικη αγάπη που λεπτό δεν περίμενε να μείνει εκεί και δινόταν σε κάθε ευκαιρία στα δύσκολα των άλλων σαν βοήθεια και σαν στήριξη.
Κάπως έτσι ήμουν, και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλοι, μία φυσιογνωμία όλο ζωντάνια κι αισιοδοξία, μια φυσιογνωμία με τόση ενέργεια και διάθεση που ακόμα και τα προβλήματα μπροστά της έμοιαζαν μηδαμινά καθώς είχε τη δύναμη να τα ξεπεράσει. Οι γονείς μου όμως πάντα μου λέγανε «πρόσεχε», μην πληγωθείς. Για μένα αυτό ήταν μία λέξη μόνο που δεν πολυκαταλάβαινα, όμως για εκείνους ήταν μια λέξη με άσχημες αναμνήσεις που θύμιζαν πόνο κι απογοήτευση.
Από τι να προσέχω; Ποιος θα με πληγώσει και γιατί; Σκεφτόμουν πολλές φορές κι άκρη δεν έβγαζα. Ο χρόνος όμως ήρθε σαν απάντηση να μου λύσει τις απορίες μου. Άρχισα να καταλαβαίνω το νόημά τους όταν ξεκίνησαν οι πρώτες αντιζηλίες και οι διαφωνίες τις ζωής μου. Άρχισα να συνειδητοποιώ γιατί μου το λέγανε και από τι με προφυλάσσανε όταν στις επιτυχίες μου κυρίως, η αθωότητα μου άρχισε να σκεπάζεται από σκοτεινά συναίσθημα πλέον επιβίωσης. Τότε κατάλαβα για τα καλά πως λίγοι θα’ ναι δίπλα μου από’ δω και πέρα κι ότι πρέπει να παλέψω μόνη.
Εκείνοι ήξεραν πως η ζωή είναι μια μάχη και ότι δύσκολα μπορεί κανείς να βγει νικητής από αυτήn. Κι ότι όποιος καταφέρει και βγει πάντα κάτι θα έχει αφήσει πίσω του ξεχασμένο, πάντα κάποιο κομμάτι του θα χαθεί στην πορεία. Είχαν δει, φαίνεται, πολλά κατασπαραγμένα θεριά που τα ρήμαξαν κάποιοι γιατί κάτι τους ενόχλησε κι έτσι ήξεραν ότι ποτέ αυτά δεν θα’ χαν ξανά την παλιά τους εικόνα.
Έτσι, στις φουρτούνες της ζωής μου έχασα κι εγώ την εμπιστοσύνη μου, τη συμπλήρωσα όμως με την καχυποψία, κάτι καινούριο για μένα, αλλά κάτι που θα με προφύλαττε στις άλλες μου μάχες. Άφησα πίσω μου τον τρόπο που σκαφτόμουν κι αντιμετώπιζα τη ζωή, κρύβοντας την καλοσύνη και την αγνότητα που είχα μέσα μου, πίσω από ένα σοβαρό και σκληρό πρόσωπο.
Οι φόβοι μου ότι είμαι μόνη επιβεβαιώθηκαν περισσότερο, όταν έκανα να πιάσω πολλά χέρια για να σωθώ από την αγριεμένη θάλασσα που με τραβούσε όλο και πιο μέσα της, χέρια που ήξερα πως θα με βοηθούσαν. Μα λίγα όμως με έπιασαν, τα υπόλοιπα ίσα ίσα με έσπρωξαν για να πέσω. Κι όταν αυτά τα λίγα με τράβηξαν πάνω, είτε ήταν οικογένεια, είτε φίλοι, τότε το πήρα πια απόφαση.
Όμως τα κατάφερα κι επιβίωσα, αλλά η ψυχή μου πληγώθηκε και προδόθηκε ανεπανόρθωτα. Οι δυσκολίες της ζωής όμως και στη συνέχεια δεν με άφησαν να δω τη στεριά και οι περισσότεροι συνοδοιπόροι μου συνέχισαν να με πολεμούν κάθε μέρα. Κάθε ψέμα τους, κάθε χτύπημά τους έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο στο σώμα και στο μυαλό μου.
Κανένα σημάδι και καμία πληγή δε σβήστηκε, έμειναν απλά να μου θυμίζουν καθημερινά το πόσο δυνατή έπρεπε να είμαι για να μπορέσω να αντέξω τη ζωή και τους αγώνες της. Όλα τα νίκησα, όμως μόνο την καρδιά δεν μπόρεσα να συνετίσω, καθώς αρνιόταν να δει την αλήθεια. Αρνιόταν να δει πόσο σκληρή είναι η πραγματικότητα καμιά φορά.
Εξακολουθούσε να πιστεύει, να ελπίζει και να ονειρεύεται , εξακολουθούσε να αγαπάει και να μου υπενθυμίζει το ποια είμαι, για μην το ξεχάσω ποτέ. Για χάρη της ζω ακόμα, και παρόλο που οι μάχες μου δεν έχουν τελειώσει, κι επιπλέω ακόμα πάνω στη θάλασσα αναζητώντας τη στεριά, ξέρω πόσο πολύτιμη είναι η ζωή και πόσο αξίζει να παλεύεις γι’ αυτήν. Ξέρω πως τα μικρά, αλλά ουσιαστικά πράγματα αξίζουν στη ζωή και ότι αυτά συνθέτουν την όμορφη εικόνα της.
Έτσι, μπορεί να πέρασα πολλά, να πατήθηκα και να πάτησα ίσως, αλλά εν τέλει κατάλαβα πως στη ζωή αξίζουν λίγα και λίγοι.
Το άρθρο πλαισιώνει η υπέροχη φωτογραφία της κυρίας Μαρίας Μόσχου από την παράσταση “Η Κασσάνδρα και ο λύκος”. Ποζάρει η ταλαντούχα καλλιτέχνις κυρία Λήδα Μανιατάκου. Τις ευχαριστούμε και τις δύο θερμά.