Περίπου το 1,1% του ανθρώπινου πληθυσμού δεν ξυπνάει με τον τυπικό τρόπο, ακούγοντας τον ήχο του δρόμου, το ξυπνητήρι ή τη φωνή των δικών του να τους φωνάζει. Για την ακρίβεια, ξυπνάει από φωνές που αφηγούνται τις κινήσεις του. Φωνές, οι οποίες ακούγονται κάπως έτσι:
“Ξύπνησες”, “Κοίτα τον, ξυπνάει”, “χτυπάει το τηλέφωνο!”, “Μην το σηκώσεις, θα σε βρουν!”, “Γιατί είσαι τόσο ανόητος;”, “Ανόητε, ανόητε!”, “Είσαι ανάξιος”, “Δεν σε συμπαθεί κανείς!”
Σαν να πρωταγωνιστεί σε ταινία και να ακούει τη διήγηση της ζωής του από το στόμα των θεατών. Θεατές, οι οποίοι περιγράφουν και κριτικάρουν την κάθε του κίνηση με τη “χροιά” τους να καθορίζεται από τη συναισθηματική κατάσταση του πρωταγωνιστή. Αν νιώθει κατάθλιψη, δηλαδή, θα τον απαξιώνουν αν νιώθει μανία θα τον θυμώνουν και θα τον οργίζουν ενώ αν νιώθει φόβο θα τον ανησυχούν!
Αυτή, είναι η σχιζοφρένεια! Αυτή, μαζί με λιγότερο ομαλή κοινωνική συμπεριφορά, μία αποτυχία αναγνώρισης του τι είναι αληθινό και τι όχι, ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, παραληρητικές ιδέες, αποδιοργανωμένο λόγο, μειωμένο συναίσθημα και έλλειψη κινήτρου. Είναι από τις πιο πολύπλοκες και δύσκολες ψυχώσεις, γεννώντας πολλά ερωτηματικά και προβληματισμό. Πόσο δύσκολο είναι, όμως, να ζει κάποιος με σχιζοφρένεια; Οι φωνές που αναφέραμε στην αρχή, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της δυσκολίας που επιφέρει η διαταραχή. Αναρίθμητοι κριτές στο μυαλό κάποιου που – με κάθε του κίνηση – του επιφέρουν ένα αίσθημα καχυποψίας.
Μία ανησυχία που εδρεύει στο άγχος και τη θλίψη που επιφέρει η κατάστασή του ότι θα τον καταλάβουν οι άλλοι, θα δουν ότι δεν ταιριάζει μαζί τους και θα τον χλευάσουν. Οι ακουστικές, λοιπόν, ψευδαισθήσεις του το μεταφράζουν έτσι:
“Ξέρουν για σένα”, “Σε έχουν καταλάβει”, “Θα σε πιάσουν”, “Σε καταδιώκουν”
Η γεύση του καφέ, του φαγητού ή οτιδήποτε άλλου γίνεται να είναι τρομερά αλλοιωμένη και να μην θυμίζει σε τίποτα αυτό που τρώει ή πίνει, εκείνη, τη στιγμή ενώ οποιαδήποτε επιφάνεια που αγγίζει μπορεί να έχει άλλη υφή ή θερμοκρασία από ότι έχει πραγματικά. Φανταστείτε να “μυρίζατε” φωτιά εκεί που δεν υπάρχει, να βλέπατε αντικείμενα να ζωντανεύουν ή ανθρώπους να κάνουν κινήσεις που δεν κάνουν!
Η ομιλία του σχιζοφρενούς δεν έχει ειρμό, συνοχή και δεν γίνεται κατανοητή τις περισσότερες φορές. Όταν η κατάθλιψη υπερισχύει, κλείνεται στον εαυτό του, δεν μιλάει, δεν συγκινείται με τίποτα, δεν βγάζει παρά ελάχιστες λέξεις ενώ δεν θέλει άλλους ανθρώπους γύρω του. Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι αλλάζει, ακόμα, και η μορφή του σώματός του. Η ίδια του η στάση. Μοιάζει πιο καμπουριαστός και παρουσιάζεται – εμφανώς – κοντύτερος με το κορμί του να παίρνει μία εσωστροφή. Φανταστείτε το σαν να φέρνει τα άκρα του κοντά και να συρρικνώνεται ενώ, ταυτόχρονα, είναι τρομερά αδύναμος και εξασθενημένος! Εν αντιθέσει, όταν είναι σε υπερδιέγερση διατηρεί ευθυτενή πόζα και έχει δυνατή και στεντόρεια φωνή με μεγάλες εκρήξεις ταπεραμέντου.
Που οφείλεται, λοιπόν, αυτή η διαταραχή; Ας αφήσουμε τη βιολογική ερμηνεία – που αναφέρει την εμπλοκή πλήθους γονιδίων ή την ακανόνιστη δράση των νευροδιαβιβαστών του εγκεφάλου – και ας υιοθετήσουμε μία αναλυτική οπτική.
Αναλυτικά, λοιπόν, η σχιζοφρένεια οράται υπό ένα ναρκισσιστικό πρίσμα. Μία “πληγή” – αν θέλετε – που προκαλείται όταν κάποιος αποσύρει όλα τα συναισθήματα που επένδυσε σε πρόσωπα ή στις εσωτερικές αναπαραστάσεις τους. Αυτή η αποκαθήλωση των ανθρώπινων μορφών σε συνδυασμό με μία υπερβολική συγκέντρωση στον ίδιο τον εαυτό είναι που γεννά τη νόσο. Οι βαθύτερες επιθυμίες και ορμές εκείνου, τότε, παλεύουν με την πραγματικότητα και την επανασχηματίζουν σύμφωνα με τις ανάγκες της πονεμένης του υπόστασης. Οι παραισθήσεις, λοιπόν, οι φωνές οι περίεργες υφές ή γεύσεις των πραγμάτων είναι μία απόπειρα να επανέλθει, εκείνος, στην πραγματικότητα… μία απόπειρα αυτοΐασης! Πως, όμως, δρα η αυτοΐαση μέσω της παραισθησίας;
Φανταστείτε τις παραισθήσεις σαν μία γέφυρα η οποία ενώνει τον αποκομμένο εαυτό με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή, η γέφυρα σφυρηλατείτε με σκοπό να τη διαβούν οι άνθρωποι και να φτάσουν στον σχιζοφρενή αποκαθιστώντας τη σχέση του με εκείνους. Με αυτό ειπωμένο, ας δούμε τώρα το εγώ – τη συνείδηση, δηλαδή, του καθενός – και πως πλήττεται στη διαδικασία. Αν και η νόσος εκδηλώνεται, συνήθως, μετά το 16ο έτος της ηλικίας, η στιγμή της δημιουργίας της μπορεί να ξεκινά πολύ νωρίτερα. Ας το δούμε μέσα από μία αφήγηση, γυρνώντας στα πολύ πρώιμα χρόνια κάποιου – πιθανότατα – ακόμα – και πριν τον πρώτο χρόνο της ζωής του…
Ένα βρέφος, λοιπόν, πριν χρονίσει δεν έχει δικό του εγώ. Δικό του, οργανωμένο, κομμάτι συνείδησης, δηλαδή. Έτσι, για να αντιμετωπίσει τα μικρά άγχη της ζωής του διαχωρίζει την καλή πλευρά των άλλων και την κακή σε ξεχωριστές οντότητες. Χωρίζει τους ανθρώπους από τις πράξεις τους, λοιπόν, υποθέτοντας ότι η μητέρα που το ταΐζει είναι άλλο πρόσωπο από την μητέρα που δεν ακούει το κλάμα του, εγκαίρως. Αυτό, το βοηθά να εσωτερικεύσει τη μορφή της “καλής” μητέρας που το τάισε και να την μετατρέψει στο εγώ του μέχρι ο ψυχισμός του να είναι αρκετά δυνατός να αντέξει τη διττή φύση των ανθρώπων. Να αντέχει, δηλαδή, να το βοηθούν και να το απογοητεύουν οι ίδιοι άνθρωποι. Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση που η φιγούρα της μητέρας δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη του παιδιού καταλλήλως; Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί εκείνο να εσωτερικεύσει ένα ιδανικό πρότυπο και να το θεσπίσει ως το εγώ του με αντίκτυπο την στρέβλωση της συνείδησής του και το ρίζωμα της σχιζοειδούς διαταραχής. Εκεί, εντοπίζεται και η απαρχή της σχιζοφρένειας η οποία μέσα από την κατάλληλη φαρμακοληψία και την τακτικότατη ψυχοθεραπεία θα μπορούσε να επιδείξει μεγάλη εξέλιξη στη διαχείρισή της. Γνωρίζοντας τόσα πολλά, λοιπόν, τι είναι αυτό που σταματά την πρόοδο στην αντιμετώπιση της νόσου;
Ας κλείσουμε την αναφορά μας απαντώντας σε αυτό το ερώτημα. Φαίνεται, ότι παρά τους επιστημονικούς “χρωματισμούς” και της εξέλιξης που έχει υπάρξει, το πέρασμα της ιστορίας δείχνει ακόμα την σχιζοφρένεια να βιώνεται ως πηγή μεγάλης αμηχανίας! Ο κάτωθι διάλογος μεταξύ ενός ψυχιάτρου και μία μητέρας είναι, ίσως, η πιο αντιπροσωπευτική απάντηση…
- “Η κόρη σας έχει σχιζοφρένεια…”
- “Ω, Θεέ μου! Οτιδήποτε εκτός από αυτό… Γιατί να μην είχε λευχαιμία ή κάποια άλλη ασθένεια αντί αυτής;”
- “Μα, αν είχε λευχαιμία μπορεί να πέθαινε! Η σχιζοφρένεια είναι πολύ, περισσότερο, αντιμετωπίσιμη.”
- “Παρόλα αυτά… Θα προτιμούσα, η κόρη μου, να είχε λευχαιμία.”
Ιάκωβος Σιανούδης
Ψυχολόγος Bsc, ψυχοθεραπευτής
Βιβλιογραφία
Buckley, P., J. (1988). Essential Papers on Psychosis, New York: NYU Press
Grunberger, B. (1979). Narcissism: Psychoanalytic essays. U,K: International Universities Press
Holmes, J. (2001), Narcissism. London: Icon books
Karon, B., P. (1977). Psychotherapy of Schizophrenia, New York: Jason Aronson
Morrison, A., P. (1986). Essential Papers on Narcissism, New York: NYU Press
Silver, A., L. (1989). Psychoanalysis and Psychosis, U,K: International Universities Press
Spotnitz, H., M. (2004). Modern Psychoanalysis of the Schizophrenic Patient, New York: YBK Publishers
Torrem E., F. (2013). Surviving Schizophrenia, 6th Edition, New York: Harper Perennial
Waska, R. (2002). Primitive Experiences of Loss: Working with the Paranoid-Schizoid Patient. New York: Karnac Books
Williams, P. (2001). A Language for Psychosis: Psychoanalysis of Psychotic States. U.S.A: John Wiley & Sons