Θεός: προέλευση, ετυμολογία και έννοια της λέξης - Point of view

Εν τάχει

Θεός: προέλευση, ετυμολογία και έννοια της λέξης






ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ 




Η ακριβής προέλευση της λέξης Θεός δεν είναι σήμερα γνωστή και καθώς η έρευνα σχετικά με την ακριβή παρέλευσή της ακόμα συνεχίζεται, αφού φιλόλογοι και γλωσσολόγοι δεν έχουν καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα.

Μια πιθανή λέξη προέλευσης της λέξεως Θεός παράγεται από το ρήμα θεώμαι, που αποδίδεται σήμερα την έννοια «βλέπω τα πάντα» και κατά συνέπεια ως Θεός ορίζεται αυτός που επιβλέπει τα πάντα. Κατά άλλους προέρχεται από το ρήμα τίθημι, που σημαίνει τοποθετώ και άρα θέλει να δηλώσει τον Δημιουργό. Άλλοι υποστηρίζουν πως πιθανή ρίζα του μπορεί να είναι ρήμα θέω ή θείω, που σημαίνει τον πανταχού παρόντα.

Οι πλειοψηφία των γλωσσολόγων θεωρεί πως σήμερα η λέξη προέρχεται από την από την ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία και έχει σχέση προς την σανσκριτική λέξη deva ή dyaus, προς το λατινικό deus ακόμα και το Ελληνικό Δευς ή Ζευς, οπότε κατ' αυτήν την διασύνδεση, η έννοια του Θεού, σχετίζεται με την έννοια του φωτός. Στην αρχαιότητα στην βοιωτική διάλεκτο η λέξη απαντάται ως θιός ή σιός, στην Λακωνική σιός, στη Δωρική θεύς, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα και στην Καινή Διαθήκη, ως Θεός.



Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι η λέξη θεός παράγεται από το ρήμ. θέειν = τρέχειν που κυριολεκτείται για κάθε κυκλοτερές πράγμα που φαίνεται ότι περιτρέχει και επανέρχεται εις εαυτόν (θο-ός = ταχύς, δηλώνει ενέργεια), διότι οι πρώτοι θεοί για τους αρχαίους ανθρώπους ήταν ο Ήλιος και η Σελήνη και τα λοιπά ουράνια σώματα που «διέτρεχαν» το διάστημα.

Η απάντηση στο ερώτημα, ποια είναι η ετυμολογία της λέξης Θεός, παραμένει αβέβαιη. Είναι άραγε τυχαίο αυτό ή γιατί ο Θεός, αφού ως έννοια είναι ασύλληπτος από τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου, δεν επιδέχεται γνωστική διερεύνηση και η λέξη με την οποίαν τον ονομάζουν οι άνθρωποι;



ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ 


Με τον γενικό όρο Θεός στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα εννοείται η θεότητα ή η υπέρτατη οντότητα που φέρεται ως Δημιουργός του Κόσμου. Ως προς τη σημασία της η έννοια Θεός εμφανίζει μια εξέλιξη. Οι αντιλήψεις περί Θεού διαμορφώθηκαν στους μυθικούς χρόνους, ανάλογα με το πολιτιστικό επίπεδο των διαφόρων λαών.

Στον Όμηρο η λέξη έχει δύο σημασίες; Μία γενική, χωρίς το άρθρο, στον ενικό θεός ή στον πληθυντικό θεοί και δηλώνει τη θεότητα, την έννοια του θείου και δεύτερη, με τη μερική σημασία για τους πολλούς θεούς της ελληνικής πολυθεΐας: θεός τις = ένας από τους θεούς.

Οι ομηρικές αντιλήψεις παρέμειναν ίδιες σχεδόν μέχρι τα τέλη της αρχαιότητος. Παράλληλα όμως, στην εποχή του Σωκράτη, ο Πλάτων αναπτύσσει την τελολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού (ως λογικού όντος και δημιουργού, αφού υπάρχει η σκοπιμότητα στη φύση). Το σπουδαιότερο είναι ότι μιλά για τον ένα και μόνο Θεό, στον διάλογό του «Κρίτων, κεφ. 8». Εδώ η λέξη αλήθεια χρησιμοποιείται με τη μεταφυσική της σημασία, ως απρόσωπη έννοια και ως ουσιώδες γνώρισμα του «όντος» και ταυτίζεται με τον ίδιο τον Θεό. Μιλά ακόμη ο Πλάτων για την αθανασία του Θεού, για την Παντογνωσία του, για την αγαθότητα του Θεού και για το ένα πρόσωπό του.

Ο Αριστοτέλης ανέπτυξε την κοσμολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού (αφού υπάρχει το αποτέλεσμα, το σύμπαν, πρέπει να υπάρχει και η κινητήρια αρχή) όπως επεσήμανε ο Πλάτων ο Θεός είναι αιτία των πάντων. Και ο Σωκράτης έκλεισε την απολογία του λέγοντας: «Τώρα είναι ώρα, για να φεύγω, εγώ, για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε, ποιος από μας πηγαίνει στο καλύτερο, κανένας δεν το ξέρει παρά μόνο ο Θεός», λυτρωμένος, γαλήνιος και βέβαιος πια για την αθανασία της ψυχής.



Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι της κλασικής εποχής με το σπερματικό τους λόγο για τον ένα και μόνο Θεό, για το υπέρτατο αγαθό, άνοιξαν τον δρόμο και προετοίμασαν το έδαφος για τον Χριστιανισμό.

Θα κλείσουμε τους αρχαίους χρόνους στην Ελλάδα, αφού αναφερθούμε σύντομα και στον Άγνωστο Θεό, που τον λάτρευαν σε βωμό με την επιγραφή: τω Αγνώστω Θεώ». Είναι γνωστό το επεισόδιο με τον Απόστολο Παύλο, όταν διερχόμενος από την Αθήνα, στάθηκε εν μέσω του Αρείου Πάγου και μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος για τον άγνωστο Θεό. Και άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι η πίστη στον Άγνωστο Θεό δεν ήταν κάτι το αποκλειστικό για την αρχαία Αθήνα, αλλά η λατρεία του ήταν ευρέως διαδεδομένη και στις άλλες πόλεις. Υπήρχε και ο όρκος: νή τον άγνωστον θεόν.

Οι Χριστιανοί θεολόγοι υποστηρίζουν ότι ο ανεξερεύνητος Θεός της Αγ. Γραφής αποτελεί έννοια συγγενική με τον Άγνωστο Θεό των αρχαίων Ελλήνων και θα λέγαμε ότι ο Άγνωστος Θεός είναι το τελευταίο στάδιο της θρησκευτικής αναζήτησης του ανθρώπου πριν από την εξ Αποκαλύψεως θρησκεία.



ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ



Σε αντίθεση με τις πολυθεϊστικές και ειδωλολατρικές θρησκείες της αρχαιότητας, στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ότι ο Θεός είναι ένας και μόνος.

Ο τοπικός και φυλετικός Θεός Γιαχβέ μετατράπηκε αργότερα σε μοναδικό Θεό και Παντοκράτορα, τον Γιαχβέ: Λέξη εβραϊκή, που σημαίνει: ο ων, ο υπάρχων, ο ζων. Οι ιδιότητες του χαρακτηρίζονται με τα επίθετα: Παντογνώστης, Πάνσοφος, Παντοδύναμος, Παντοκράτωρ, που δημιούργησε τα πάντα, προνοεί, συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο.



Στην Καινή Διαθήκη λέγεται: Πατήρ, ο Θεός. Η ονομασία του Θεού-Πατρός αποδίδεται στο α΄ πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Ο Θεός απεκαλύφθη ως Πατήρ, ως Υιός και ως θείο Άγιο Πνεύμα (Αγία Τριάς).

Και ο Χριστός δίδαξε τους μαθητές του, ν' αποκαλούν στην προσευχή τους τον Θεό, με την φράση «Πάτερ ημών», ενώ ο ίδιος μιλούσε για τον Θεό με τη φράση «ο Πατήρ μου», στον ενικό. Στον Χριστιανισμό, η λέξη Θεός δηλώνει τον δημιουργό του κόσμου, το άναρχο και αιώνιο Πνεύμα, και ο χριστιανός τον πιστεύει ως Πατέρα, Παντοκράτορα, φιλόστοργο, που περιβάλλει τον άνθρωπο με την άπειρη αγάπη Του και εκδηλώνεται με την πρόνοια Του για τη συντήρηση και σωτηρία του ανθρώπου.

Στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία η έννοια Θεός είναι ακατάληπτη, απρόσιτη και απροσπέλαστη στην πεπερασμένη διάνοια του ανθρώπου. Ο άνθρωπος γνωρίζει ένα μέρος της θεότητας, η δε άμεση γνώση του Θεού θα γίνει στην πέραν του Τάφου ζωή, στη Δευτέρα παρουσία του Χριστού.

ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΕΙΣ

Θεός ο [θeós]  λαϊκότρ. κλητ. και Θε· γράφεται και θεός, όταν πρόκειται για τους θεούς της μυθολογίας θηλ. θεά [θeá]  :  
 
1. υπερφυσικό ον που πιστεύεται πως δημιούργησε και κυβερνά τον κόσμο και που αποτελεί αντικείμενο λατρείας: Yπάρχει ή δεν υπάρχει θεός; Aποδείξεις για την ύπαρξη θεού. Ο αθεϊσμός αρνείται την ύπαρξη θεού. || για φυσικά φαινόμενα: Bρέχει / αστράφτει ο ~.
 
 2. (στις μονοθεϊστικές θρησκείες) ο ένας και μοναδικός Θεός, που δημιούργησε τον κόσμο: Ο ~ της Bίβλου. Ο ~ των Εβραίων, ο Iεχωβά. Ο ~ του Aβραάμ, του Iσαάκ και του Iακώβ. Ο ~ των μουσουλμάνων, ο Aλλάχ. Ένας είναι ο ~ και προφήτης του ο Mωάμεθ. || (στη χριστιανική θρησκεία) το υπέρτατο ον, το άναρχο και αιώνιο πνεύμα που δημιούργησε τον κόσμο: Ο ~ των Xριστιανών. Οι τρεις υποστάσεις του Θεού: Πατέρας, Yιός και Άγιο Πνεύμα. Aυτό δεν το θέλει ούτε κι ο ~, για κτ. ανάρμοστο, αντίθετο με το θέλημα του Θεού. (επιφ. έκφρ.) Θεέ μου ή Θε μου, για επίκληση του Θεού: Θεέ μου, βόηθα. Θεέ μου, κάνε το θαύμα σου. Θεέ και Kύριε!, για έκπληξη, θαυμασμό. προς Θεού ή για (τ΄) όνομα του Θεού ή στο Θεό σου, για παράκληση ή αποτροπή. εκ Θεού, για κτ. που είναι δοσμένο από το Θεό. (όρκος) μα το Θεό. || (εκκλ.): Ο δούλος* / η δούλη του Θεού. Ο οίκος* του Θεού. (ευχές) ο ~ βοηθός!, για κτ. που η έκβασή του επαφίεται εν μέρει στη βοήθεια του Θεού: Εμείς θα ξεκινήσουμε κι ο ~ βοηθός! ο ~ μαζί σου, για θεϊκή συμπαράσταση. ο ~ να φυλάει* ή ~ φυλάξει* ή Θεέ μου, φύλαγε*. ο ~ να κάνει το θαύμα του. ο ~ ν΄ αναπαύσει την ψυχή του. (έκφρ.) εκ / από Θεού, για θεϊκή προέλευση. ο ~ είναι μεγάλος, για ενθάρρυνση ή έκφραση ελπίδας. δόξα σοι ο ~ / δόξα τω Θεώ / δόξα να ΄χει ο ~, για έκφραση ικανοποίησης, ευχαρίστησης, ευγνωμοσύνης: Είμαστε καλά, δόξα σοι ο ~. (είναι) μάρτυς* μου ο ~. ενώπιον* Θεού και ανθρώπων. ~ σχωρέσ΄ τον / την: α. ως ευχή για νεκρό: Ο πατέρας του, ~ σχωρέσ΄ τον, ήταν καλός άνθρωπος. β. ως δήλωση για κπ. που οπωσδήποτε θα πεθάνει ή για κτ. που καταστράφηκε, χάθηκε ή θα καταστραφεί, θα χαθεί: Aυτός πια, ~ σχωρέσ΄ τον. Tα δανεικά που του ΄δωσα, ~ σχωρέσ΄ τα. Θεέ μου συχώρα* με ή ο ~ να / ας με συχωρέσει*. Θεό τον / την έκανα να…, τον / την παρακάλεσα πολύ: Θεό τον έκανα να έρθει, αλλά αυτός τίποτα! να έχεις την ευχή του Θεού, να έχεις την ευλογία του. στην ευχή* του Θεού. ο ~ να τα φέρει δεξιά*. πρώτα ο ~, αν όλα πάνε καλά, με τη βοήθεια του Θεού: Tο καλοκαίρι σχεδιάζουμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό, πρώτα ο ~. ο ~ να δώσει*. έδωσε* ο ~ / να μην το δώσει ο ~. χαρά* Θεού. (λόγ. έκφρ.) Θεού θέλοντος* (και καιρού επιτρέποντος). (απαρχ. έκφρ.) ελέω* Θεού. ΦΡ ο ~ να με βγάλει ψεύτη*. ο ~ να βάλει το χέρι* του. απ΄ το Θεό να τό βρεις*. δεν έχει το Θεό του, για αλλοπρόσαλλο, αναξιόπιστο άτομο. ο ~ ξέρει* / ένας ~ ξέρει*. έχει* ο ~. …κι άγιος* ο ~. τέρμα* Θεού. ερημιά* του Θεού. ποιος είδε το Θεό και δε φοβήθηκε, για το φόβο, το δέος που προξενεί το ξέσπασμα της οργής, του θυμού κάποιου. (δε) βλέπω Θεού πρόσωπο*. οργή* Θεού. φωνή* λαού οργή Θεού. ο ~ και η ψυχή* του. μετά φόβου* Θεού. το Θεό μπάρμπα* να ΄χεις. ΠAΡ Ο ~ αργεί, μα δε λησμονεί, η θεϊκή δικαιοσύνη επέρχεται αργά ίσως, αλλά σίγουρα. Aρνί που βλέπει ο ~, ο λύκος δεν το τρώει, οι κακοί δεν μπορούν να βλάψουν αυτούς που προστατεύει ο Θεός. H κότα πίνει νερό, κοιτάει* και το Θεό / τον ουρανό. Tο πολύ το Kύριε ελέησον το βαριέται* κι ο ~. || η γενική του Θεού, για να δηλωθεί κτ. το φυσικό, το αγνό, το αθώο: Nεράκι / βροχούλα / πλάσμα του Θεού. Άνθρωπος του Θεού, για κληρικό ή θεοσεβή.
 
 3. (στις πολυθεϊστικές θρησκείες) ο καθένας από τους θεούς ως προσωποποίηση φυσικών όντων και αντικειμένων ή αφηρημένων ιδεών και αισθημάτων: Οι θεοί των Aιγυπτίων / των Ελλήνων / των Ρωμαίων. Οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου. Ο θεός του Άδη, ο Πλούτωνας. Ο θεός του πολέμου, ο Άρης. H θεά της σοφίας, η Aθηνά. H θεά του κυνηγιού, η Άρτεμη. Ο θεός του έρωτα, ο Έρωτας. H θεά της ομορφιάς, η Aφροδίτη. Ο θεός της φωτιάς, ο Ήφαιστος. Για τους πρωτόγονους λαούς οι βράχοι, τα ζώα, τα δέντρα ήταν θεοί. || Tους προστατεύει ο θεός των ερωτευμένων / των φτωχών / των κατατρεγμένων. Ο θεός της Ελλάδας / των Ελλήνων είναι μεγάλος. (απαρχ. έκφρ.) ανάγκα και θεοί πείθονται*. ΦΡ θεοί και δαίμονες, όλοι γενικά, οι πάντες: Tους κυνηγούσαν θεοί και δαίμονες. Aπειλεί θεούς και δαίμονες. σε τι θεό πιστεύει; ή τι θεό λατρεύει;, ποιες είναι οι γενικές του πεποιθήσεις, αντιλήψεις; από μηχανής* θεός. 
 
 4. (μτφ.) α. για κπ. ή κτ. που αγαπάμε, εκτιμάμε μέχρι υπερβολής: Tον είχαν Θεό τους. Tο χρήμα είναι ο ~ του. β. για πρόσωπο εξαιρετικής ωραιότητας: Aυτή η γυναίκα είναι θεά. Θεούλης ο YΠΟKΟΡ. (επιφ. έκφρ.) Θεούλη μου, για επίκληση του Θεού.
[αρχ. θεός, θεά· Θε(ός) -ούλης]
θεοσέβεια η [θeosévia] : ΣYN ευσέβεια.  
1. η εκδήλωση σεβασμού προς το Θεό.  
2. η ιδιότητα του θεοσεβούς.
[λόγ. < αρχ. θεοσέβεια]
θεοσεβής -ής -ές [θeosevís] : που σέβεται το Θεό και ενεργεί σύμφωνα με τις εντολές του· ευσεβής.
[λόγ. < αρχ. θεοσεβής]
θεοσκόταδο το [θeoskótaδo] : πυκνό, απόλυτο σκοτάδι.
[θεο-II + σκοτάδ(ι) -ο]
θεοσκότεινος -η -ο [θeoskótinos] : που είναι τελείως, απόλυτα σκοτεινός: Kατεβήκαμε σ΄ ένα θεοσκότεινο υπόγειο. θεοσκότεινα ΕΠIΡΡ: Εδώ μέσα είναι ~, δε βλέπεις τίποτα.
[θεο-II + σκοτειν(ός) -ος]
θεοσκοτωμένος -η -ο [θeoskotoménos] : (λαϊκότρ. σε κατάρες) που μακάρι να τον σκοτώσει ο Θεός.
[θεο-I + σκοτωμένος μππ. του σκοτώνω]
θεοσοφία η [θeosofía] : φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που εξετάζει την ενότητα του ανθρώπου με το Θεό· θεοσοφισμός.
[λόγ. < αγγλ. theosophy < νλατ. theosophia < ελνστ. θεοσοφία `γνώση των θεϊκών πραγμάτων΄]
θεοσοφισμός ο [θeosofizmós] : φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που εξετάζει την ενότητα του ανθρώπου με το Θεό· θεοσοφία.
[λόγ. < αγγλ. theoso phism < theosoph(y) < θεοσοφί(α) -ism = -ισμός]
θεόσταλτος -η -ο [θeóstaltos] :  
1. που τον έχει στείλει ο Θεός· θεόπεμπτος: ~ άγγελος. Θεόσταλτο όνειρο / μήνυμα.  
2. (μτφ., θετικά) ανέλπιστος, απροσδόκητος: Θεόσταλτη ευκαιρία / σωτηρία.
[λόγ. θεο-I + σταλ- (στέλνω) -τος]
θεόστραβος -η -ο [θeóstravos]   
1. που είναι πολύ ή τελείως στραβός, στρεβλός: Tα πόδια του είναι θεόστραβα. Tράβηξε μια θεόστραβη γραμ μή. 
2. που είναι τελείως τυφλός, που δε βλέπει καθόλου: Έπεσε επάνω μου ο ~! θεόστραβα ΕΠIΡΡ.
[θεο-II + στραβ(ός) -ος]


ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Ο άνθρωπος από την αρχή της δημιουργίας του ήταν στραμμένος με τους αισθητούς, αλλά κυρίως με τους πνευματικούς οφθαλμούς του προς τον Ουρανό, προς τον Θεό, γιατί μετείχε εξ αρχής της θείας φύσης η ψυχή του και γιατί πλάστηκε από τον Δημιουργό του «κατ' εικόνα και ομοίωσίν του».

Από την εποχή του μύθου ο άνθρωπος είτε θεοποίησε τα φυσικά αντικείμενα και φαινόμενα, είτε πίστεψε στους ατελείς ανθρωπομορφικούς θεούς, ζούσε πάντοτε με την ψυχική αγωνία να γνωρίσει τον ένα και Μόνο Θεό, την μία και μόνη Αλήθεια. Από την δυστυχία του αυτή λυτρώθηκε με την εξ Αποκαλύψεως θρησκεία, που του άνοιξε τον δρόμο προς τη σωτηρία και προς τη θέωσή του.

Pages