Ένα ομιχλώδες βράδυ στο Παρίσι περί τα τέλη του 19ου αιώνα, ο αστός αφηγητής του έργου του Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας το χαμένο χρόνο (1922) πηγαίνει σε ένα ακριβό εστιατόριο για να δειπνήσει με έναν αριστοκράτη φίλο του, το μαρκήσιο ντε Σαιν-Λου. Φτάνει νωρίς, ο Σαιν-Λου έχει καθυστερήσει, και οι υπεύθυνοι του ρεστοράν, κρίνοντας τον πελάτη με βάση το φθαρμένο πανωφόρι του και το όνομά του που τους είναι άγνωστο, θεωρούν ότι στο κατάστημα έχει διεισδύσει ένας “ανώνυμος”. Του φέρονται λοιπόν σαν να είναι παρακατιανός, τον οδηγούν σ’ ένα τραπέζι όπου φυσάει παγερό ρεύμα και αργούν πολύ να τον ρωτήσουν τι θα ήθελε να φάει ή να πιει.
Όμως ένα τέταρτο της ώρας αργότερα καταφθάνει ο μαρκήσιος, αναγνωρίζει το φίλο του και τότε, αυτομάτως, η αξία του αφηγητή στα μάτια του προσωπικού μεταβάλλεται άρδην. Ο μετρ υποκλίνεται μπροστά του, του προτείνει τον κατάλογο, απαγγέλλει τις σπεσιαλιτέ της ημέρας διανθίζοντας τις ονομασίες με περιγραφές που κάνουν τον ουρανίσκο μας να υγραίνεται, τον συγχαίρει για την αμφίεσή του και, για να μη σκεφτεί εκείνος ότι όλες αυτές οι αβρότητες εξαρτώνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τη σχέση του με τον ευγενή, του απευθύνει κάθε τόσο στα κρυφά ένα χαμόγελο, το οποίο φαίνεται να υποδηλώνει μια συμπάθεια πέρα για πέρα προσωπική.
Όταν ο αφηγητής ζητά λίγο ψωμί, ο διευθυντής στέκεται με προσοχή και αναφωνεί:
“Ασφαλώς, βαρόνε μου” “Δεν είμαι βαρόνος” του απάντησα τάχα λυπημένος. “Ω, να με συγχωρείτε, κόμη μου!” Δεν πρόλαβα να διαμαρτυρηθώ, αν και αυτό δίχως άλλο θα με προήγαγε σε μαρκήσιο”.
Όσο κι αν διασκεδάζουμε με αυτή τη μεταστροφή της συμπεριφοράς, η λανθάνουσα δυναμική είναι θλιβερή, διότι, βέβαια, ο μετρ δεν έχει τροποποιήσει το σύστημα αξιών του. Απλώς αποζημιώνει τον αφηγητή, χωρίς να υπερβεί τα βάναυσα όρια του συστήματος- ενώ εμείς σπάνια έχουμε πρόσφορο ένα μαρκήσιο ντε Σαιν-Λου ή έναν Πρίγκιπα με το Άσπρο Άλογο για να μιλήσει εκ μέρους μας και να πείσει τον κόσμο για την ευγένεια της ψυχή μας. Κατά κανόνα, μας αφήνουν να καθόμαστε και να ξεροσταλιάζουμε στο παγερό ρεύμα μέχρι να τελειώσουμε το φαγητό μας.
ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΤΟΝ,
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ STATUS