Κάποιος από τους γέροντες αρρώστησε και, επειδή δεν μπορούσε να φάει κανονική τροφή για πολλές μέρες, τον παρακαλούσε ο μαθητής του να του επιτρέψει να του κάνει λίγο κουρκούτι.
Ο γέροντας του επέτρεψε, και ο αδελφός έκανε και του έφερε να φάει.
Υπήρχαν εκεί κρεμασμένα δύο δοχεία, το ένα με μέλι και το άλλο με λάδι από λινόσπορο, το οποίο είναι από τη φύση του δύσοσμο και διόλου δεν τρώγεται και χρησίμευε για το λυχνάρι.
Θέλοντας λοιπόν ο αδελφός να βάλει μέλι στο φαγητό του γέροντα, έκανε λάθος και αντί για μέλι έβαλε λινέλαιο και το πρόσφερε έπειτα στον γέροντα.
Αυτός, μόλις το δοκίμασε, κατάλαβε το λάθος του αδελφού, δεν είπε όμως τίποτε, αλλά έφαγε σιωπηλός. Ο αδελφός τον ανάγκασε να φάει και άλλο, και αυτός πίεσε τον εαυτό του και έφαγε λίγο.
Καθώς όμως ο αδελφός επέμενε και τον παρακαλούσε να φάει και άλλο, ο γέροντας είπε: «Στ’ αλήθεια, παιδί μου, δεν μπορώ να φάω περισσότερο».
Εκείνος, για να παρακινήσει τάχα τον γέροντα και να του ανοίξει την όρεξη που είχε κοπεί από την αρρώστια, του είπε: «Είναι καλό, αββά· να, τρώω και εγώ μαζί σου».
Μόλις όμως το δοκίμασε, κατάλαβε τι έκανε, και έπεσε με το πρόσωπο κάτω λέγοντας: «Αλίμονο μου, αββά, σε σκότωσα- και εσύ με άφησες να αμαρτήσω, καθώς δεν μίλησες».
Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Σήκω, παιδί μου, και μη στενοχωριέσαι. Αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, μέλι θα είχες βάλει».
Από τον «Ευεργετινό»(pdf),
τ. β’, σ. 183-184 των εκδόσεων
το Περιβόλι της Παναγίας.