Οι προσαρμογές αυτές έχουν αλλάξει την εστίαση, τις τεχνικές και τη διάρκεια της θεραπεία, αλλά οι θεωρητικές βάσεις για την εφαρμογή της γνωστικής θεραπείας έχουν παραμείνει σταθερές. Εν συντομία, το γνωστικό μοντέλο προτείνει ότι οι διαστρεβλωμένες ή δυσλειτουργικές σκέψεις (οι οποίες επηρεάζουν τη διάθεση και τη συμπεριφορά του ασθενούς) είναι κοινές σε όλα τα ψυχολογικά προβλήματα. Η ρεαλιστική αξιολόγηση και η τροποποίηση των σκέψεων αυτών έχουν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της διάθεσης και της συμπεριφοράς. Τέλος, η σταθερή βελτίωση προκύπτει από την τροποποίηση των υποκειμένων δυσλειτουργικών πεποιθήσεων.
Χαρακτηριστικά λάθη στη σκέψη περιλαμβάνουν:
Το γνωστικό μοντέλο δηλώνει ότι η ερμηνεία μιας κατάστασης (παρά η κατάσταση καθαυτή), που συχνά εκφράζεται με αυτόματες σκέψεις, επηρεάζει τα συνακόλουθα συναισθήματά μας, τη συμπεριφορά μας και τη σωματικής μας απάντηση.
Φυσικά, κάποια συγκεκριμένα γεγονότα μπορούν να αναστατώσουν σχεδόν τον καθένα, π.χ. μια προσωπική επίθεση, απόρριψη ή αποτυχία.
Άνθρωποι με ψυχολογικές διαταραχές όμως συχνά παρερμηνεύουν ουδέτερες ή ακόμη και θετικές καταστάσεις και με αυτό τον τρόπο οι αυτόματες σκέψεις τους είναι μεροληπτικές (προκατειλημμένες).
Η κριτική εξέταση των σκέψεών τους και η διόρθωση των σφαλμάτων στον τρόπο που σκέφτονται έχει συχνά σαν αποτέλεσμα να νοιώσουν καλύτερα.
Ο θεραπευτής προσπαθεί μέσα από διάφορους τρόπους να επιτύχει μια γνωστική αλλαγή, αλλαγή του τρόπου σκέψης του ασθενούς, καθώς και του συστήματος πεποιθήσεών του, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια μόνιμη συναισθηματική και συμπεριφορική αλλαγή.
***