Μία από τις βασικές διαφορές ανάμεσα στη θρησκευτικότητα και την πνευματικότητα – και κατά τη γνώμη μου μια από τις λίγες που μετράνε – είναι ότι η μεν πρώτη προϋποθέτει και προκαθορίζει ένα λατρευτικό δόγμα, ενώ κάτι τέτοιο απουσιάζει – ή θα έπρεπε να απουσιάζει – από τη δεύτερη.
Αν και υπάρχουν εξαιρέσεις, τα περισσότερα θρησκευτικά δόγματα περιλαμβάνουν την παρουσία ενός ή περισσότερων θεών, που άμεσα ή έμμεσα προστάζουν ή έχουν προστάξει, νομοθετούν ή έχουν νομοθετήσει, ορίζουν ή έχουν ορίσει τι είναι σωστό και τι δεν είναι, επιβραβεύοντας ή τιμωρώντας τους πιστούς ανάλογα με τη συμπεριφορά τους.
Επιπλέον, σε ορισμένες πρωτόγονες και αυταρχικές θρησκείες, η βάση για την ένταξη σ’ένα δόγμα, καθώς και το βασικό – αν όχι μοναδικό – μέτρο ελέγχου των πιστών, είναι ο φόβος.
Ενώ οι πρωτόγονες θρησκείες ενστάλαζαν τον φόβο και αποσκοπούσαν στην εξάρτηση και στην αυξανόμενη υπακοή εκ μέρους των πιστών, η πνευματικότητα (όπως και η γνήσια θρησκευτική πίστη) υπεραμύνεται μέχρις εσχάτων της μη εξάρτησης και προσπαθεί, ακριβώς, να ενισχύσει την προσωπική ελευθερία. Μία ελευθερία που δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από την εμπιστοσύνη καθενός στον εαυτό του και την ικανότητά του να ορίζει τη ζωή του, ν’αποφασίζει τι θέλει να κάνει και ποιο δρόμο να επιλέξει.
Η πνευματικότητα και η ουσιαστική θρησκευτικότητα είναι εξ ορισμού ανθρωπιστικές, και κατά συνέπεια αρνούνται κατηγορηματικά τις διακρίσεις. Αν δημιουργηθεί μια ομάδα ανθρώπων γύρω από ένα θρησκευτικό δόγμα, όλοι θα προσπαθήσουν εξαρχής να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και στην ποιότητα της ζωής της νέας κοινότητας.
Η αληθινή πίστη στον «Κύριο και Πατέρα μας» για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε ποτέ να βασίζεται σε φράσεις του τύπου: «Εσύ είσαι δικός μας, ενώ εκείνος κι αυτοί εκεί, όχι». Για όσους πραγματικά βαδίζουν στον πνευματικό δρόμο, είτε με είτε χωρίς δόγμα, είμαστε όλοι ένα – ό,τι χρώμα κι αν έχει το δέρμα μας.
Ίσως γι’αυτό – τουλάχιστον όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι και το αισθάνομαι – δεν υπάρχει καμία λίστα με κανόνες που πρέπει να τηρούνται αν θέλει κανείς να σωθεί, αφού, για την αληθινή πνευματικότητα (η οποία, τονίζω, δεν αποκλείει τη θρησκεία), η μοναδική καταδίκη – αν ήθελα να την ονομάσω έτσι – θα ήταν να χάσει ο άνθρωπος την ευκαιρία να μάθει, ν’ αναπτυχθεί και ν’απολαύσει τη διαδρομή. (Ένας από τους καλύτερους φίλους μου στον κόσμο τούτο, κληρικός στο επάγγελμα, σχεδόν συμφωνεί με τον Μπόρχες όταν υποστηρίζει πως υπάρχει ένα και μόνο αμάρτημα που αποτελεί ύβρη προς τον Θεό: το να μην είμαστε ευτυχισμένοι*).
* Το να χάσεις την ελπίδα σου (λέω 'γω)
«Ο Δρόμος της Πνευματικότητας»
Χόρχε Μπουκάι